H κάμερα του Κρίστοφερ Νόλαν διατρέχει κάθε δημιουργική ευθεία, η μουσική του Χανς Ζίμερ γεμίζει κάθε σιωπηλή οδύνη, το μοντάζ μεγεθύνει κάθε συναισθηματική φόρτιση και το «Oppenheimer» κάνει επιτέλους την έξοδο του στις Ελληνικές αίθουσες, αφού έχει ήδη «μαζέψει» πάνω από 750 εκατομμύρια δολάρια στα ταμεία και πάει καρφί για το δισεκατομμύριο. Το βιογραφικό έπος του εφευρέτη της ατομικής βόμβας, η ιστορία των επιστημόνων που έφεραν εις πέρας την καταστροφική εφεύρεση αλλά και η πολιτική «αυτοψία» του Δυτικού Κόσμου στέκονται ως σταθμοί σε μια μυθοπλασία που «τρέχει» αδιάκοπα: Κάθε στάση εγκαινιάζει μια νέα διαλεκτική αφετηρία, και μετά άλλη μια, και άλλη μια, μέχρι που ο θεατής αφομοιώνει πλήρως το μπρος-πίσω της αφήγησης και παραδίνεται στη σκηνοθετική μαεστρία του Νόλαν. Να το πούμε κι αυτό, λίγο στο πλάι να κοιτάξει κανείς, διακρίνει το άγχος ενός δημιουργού που, έχοντας γράψει και σκηνοθετήσει την, μάλλον, πιο ακριβή βιογραφία όλων των εποχών (αναφορικά, τουλάχιστον, με τη σύγχρονη ιστορία μας), προσπαθεί πολύ, πάρα πολύ, να κρατήσει το ενδιαφέρον του σύγχρονου θεατή, ενός θεατή που όπως ξέρουμε, πάσχει από διάσπαση προσοχής βαριάς μορφής. Κι όμως, το φιλμ του όχι μόνο δεν απογοητεύει, αλλά μαγεύει και συναρπάζει, και επειδή ο ίδιος παίζει στα δάχτυλα τον κινηματογραφικό χρόνο, αλλά, κυρίως, επειδή για άλλη μια φορά είναι σε άμεση επαφή με τον ανθρωπισμό του. Πέραν τούτου, τι να πει κανείς για τις τεχνικές αρετές της ταινίας, ή για τις ερμηνείες των Σίλιαν Μέρφι, Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ και Ματ Ντέιμον; Όλα αγγίζουν την τελειότητα.
Δε θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο και για το «Τελευταίο ταξίδι του Ντιμίτερ» που, διαβάζω πως θα βγει άρον – άρον στις ψηφιακές πλατφόρμες, καθώς «βυθίστηκε» εμπορικά (συγχωρέστε μου το κακό λογοπαίγνιο). Κι όμως, αυτή εδώ η ναυτική περιπέτεια τρόμου γοτθικού ρυθμού (που επικεντρώνεται σε ένα μικρό, πολύ μικρό κεφάλαιο του «Δράκουλα» του Μπραμ Στόκερ) διαθέτει γνήσια ατμόσφαιρα και αποφεύγει τις πολλές ψηφιακές «φλασιές», αλλά μάλλον αυτή η παλιομοδίτικη αύρα είναι που την οδήγησε στην αποτυχία. Οι «φίλοι» ξέρουν το στόρι: Η Ρώσικη σκούνα «Ντιμίτερ» μεταφέρει εν αγνοία της το σώμα του Κόμη Δράκουλα στο Λονδίνο, και κανείς δεν τη γλυτώνει – ή σχεδόν κανείς. Πέραν τούτου, ο Λίαμ Νίσον τρέχει σε παγιδευμένο αμάξι στην «Αντίστροφη μέτρηση» που έχει την πλάκα της – μέχρι δηλαδή να ξεφουσκώσει κάπως η σεναριακή ίντριγκα, ενώ επανεκδίδεται το υπέροχο «Βίκυ, Κριστίνα, Μπαρσελόνα» του Γούντι Άλεν, σε μια εποχή βέβαια που το κοινό (ιδιαιτέρως το εναλλακτικό) έχει καταντήσει αφόρητα συντηρητικό. Παραδίπλα, ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ καδράρει τους Υβ Μοντάν και Τζέιν Φόντα στο «Όλα πάνε καλά» του 1973, μια ταινία που ανατέμνει πολιτικά την εποχή της μέσα από μια γλώσσα που είναι πολύ μοντέρνα γι’ αυτήν. Βγαίνουν επίσης και τα «Δυο φεγγάρια τον Αύγουστο» του Κώστα Φέρρη, παραγωγής 1978, πολυβραβευμένη μεταφορά των «Λευκών νυχτών» του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι στην Αθήνα της εποχής. Ποιητικός, αλλά ξεπερασμένος σήμερα ο τόνος – υπέροχη όμως η μουσική του Νίκου Κυπουργού.