Κάθε φορά που το μυαλό μας πάει πίσω στην παιδική ηλικία, σκεφτόμαστε αμέσως τα πρώτα μας παιχνίδια. Πόσο χρόνο περάσαμε μαζί τους, πως τα προσαρμόσαμε στην προσωπικότητα μας, και πως την επηρέασαν κι αυτά. Έχουν γραφτεί τόσα για τον καθοριστικό ρόλο αυτών των πρώτων παιχνιδιών στη ζωή μας, που δεν έχει και τόσο νόημα να τα αραδιάσω περιληπτικά σ’ αυτόν τον περιορισμένο χώρο – άλλωστε, το «When she loved me», το σπαρακτικό τραγούδι της Τζέσι στο «Toy Story 2», έχει πει τα πάντα, φυσικά από τη μεριά του παιχνιδιού, και όχι του «παίχτη».
Η πολυδιαφημισμένη «Μπάρμπι» της Γκρέτα Γκέργουικ έρχεται όμως να μιλήσει και για τα παιχνίδια, και για τους παίχτες. Επίσης, για τον φεμινισμό, την πατριαρχεία, την pop κουλτούρα και διάφορα άλλα ακόμα. Και, να το πούμε εξ’ αρχής, όλη αυτή η πρόφαση είναι λίγο σικέ, λίγο στημένη, λίγο υποκριτική. Βλέπετε, η κινηματογραφική «Μπάρμπι» δεν είναι της Γκέργουικ, αλλά της Ματέλ, της εταιρίας παιχνιδιών δηλαδή πίσω από την διάσημη κουκλίτσα. Η Ματέλ είναι αυτή που θέτει και το πλαίσιο της σάτιρας, και το όριο της. Που θα πει, βεβαίως μικρή μου Γκέτα, κάνε όση πλακίτσα θέλεις με το «πρότυπο» της πλαστικής Μπάρμπι, κάνε πλακίτσα και με εμάς (ο Γουίλ Φερέλ ως πρόεδρος της Ματέλ που αναζητά την «αντάρτισσα»), αλλά μη ξεχνάς, στο τέλος, οφείλεις να αναδείξεις και το μεγαλείο της Μπάρμπι, αλλά και της Ματέλ, ημών δηλαδή που σε πληρώνουμε. Η σύλληψη είναι η εξής: Στο μαγικό κόσμο της Μπάρμπι, όπου όλα τα κορίτσια είναι τέλεια, και όλα τα αγόρια επίσης (αλλά και στην «απ’έξω»), η Μάργκοτ Ρόμπι (η «στερεοτυπική» Μπάρμπι, όπως αποκαλείται στην ταινία), αρχίζει να βιώνει μια παράξενη υπαρξιακή κρίση. Για να τη λύσει, πρέπει να ταξιδέψει στον αληθινό κόσμο, και να εντοπίσει τη σχεδιάστρια της, στα γραφεία της παντοδύναμης Ματέλ. Έντρομη ανακαλύπτει πως ο αληθινός κόσμος είναι εντελώς διαφορετικός απ’ αυτό που φανταζόταν. Η ιδέα, ομολογουμένως, είναι ξύπνια. Δυστυχώς, μόνο δυο – τρία κωμικά γκαγκ έχουν πλάκα εδώ, και σχεδόν όλα οφείλουν την αποτελεσματικότητα τους στον Γουίλ Φερέλ. Απέναντι στα εντυπωσιακά σκηνικά, η Γκέργουικ στήνει την κάμερα της με μηδαμινή έμπνευση, σε ένα φιλμ που, εντέλει, ούτε ψυχαγωγικό είναι (η διάρκεια του «κρεμάει» ακόμα και στο τυπικό δίωρο), ούτε λειτουργεί σαν κωμωδία (σκεφτείτε τι θα έκανε ένας Γούντι Άλεν με μια τέτοια ιδέα), ούτε διαθέτει μια κάποια σκηνοθετική σπιρτάδα, να πεις, τουλάχιστον κάποιος ασχολήθηκε με κάτι κινηματογραφικό εδώ. Κρίμα, γιατί είναι ξεκάθαρο πως οι ηθοποιοί και, γενικώς το crew, δείχνουν αν έχουν κοπιάσει μάλλον αρκετά.
Σαφώς προτιμότερη η ματαιοδοξία της Μαϊγουέν του «Ζαν Ντε Μπαρί: Η ερωμένη του Βασιλιά», το πολυσυζητημένο φιλμ που άνοιξε το τελευταίο Φεστιβάλ Καννών, με τον Τζόνι Ντεπ στο ρόλο του Βασιλιά Λουδοβίκου του 15ου, και της φτωχής ερωμένης του, που έφτασε μέχρι τη βασιλική αυλή. Ταξικό το ρομάντζο, αλλά η Μαϊγουέν υπογραμμίζει το άκαμπτο του πρωτοκόλλου αναπαράγοντας όμορφα την ατμόσφαιρα – αλλά και τη συναισθηματική ψυχρότητα – της εποχής. Θα μπορούσε πάντως να μη χρήσει τον εαυτό της πρωταγωνίστρια. Όχι πως είναι η πρώτη φορά που σκηνοθετεί τον εαυτό της σε ρόλο γυναίκας με ακαταμάχητη σαγήνη, αλλά καταντά λίγο βαρετό το κόλπο – και τα χρόνια περνάνε. Ωραίος ο Τζόνι Ντεπ, δίχως να λέει πολλά, ωραιότατη και η φωτογραφία του Λορέν Ντεγιάν που χρησιμοποιεί το φυσικό φως των κεριών όπως ο Κιούμπρικ στο «Μπάρι Λίντον». Κυκλοφορούν επίσης η «Περιπέτεια» του Αντονιόνι, και το «Μόνο αίμα», το ντεμπούτο των αδελφών Κοέν – αριστουργήματα και τα δυο.