Ήταν ένα από τα αξιοπερίεργα της περασμένης θερινής σεζόν: Ο “Πατέρας” του Φλόριαν Ζέλερ κυκλοφορούσε επί σειρά μηνών στα τορεντάδικα, κι όμως η καλοκαιρινή έξοδο της – ιδιαιτέρως “βαριάς” ταινίας – σημείωσε εντέλει μια θεαματική πορεία στα ταμεία, φτάνοντας τα εκατό χιλιάδες εισιτήρια. Κι αν αυτό σημαίνει κάτι πέραν της αξίας του φιλμ (που μου άρεσε πολύ) είναι πως το ζήτημα της φυσικής φθοράς είναι ένας προβληματισμός πολύ βαθύς για να τον “ξεπετάξουμε” με μια βιαστική θέαση στην οθόνη του υπολογιστή μας: Θέλαμε να συναντηθούμε στο σινεμά, και να αφουγκραστούμε αυτό το δράμα όλοι μαζί. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε: Ο Άντονι Χόπκινς κέρδισε το δεύτερο Όσκαρ του, και ο Φλόριαν Ζέλερ σκηνοθέτησε μια “συνέχεια” με τίτλο “Ο γιος”. Να πούμε εδώ πως ο Ζέλερ σκηνοθέτησε αρχικά ένα τρίπτυχο θεατρικών έργων, τα οποία αποφάσισε να μεταφέρει πιστά στη μεγάλη οθόνη (υπάρχει δηλαδή και μια “Μητέρα” που δεν έχουμε ακόμα δει στο σινεμά), οπότε δεν πρόκειται περί κινηματογραφικής “αρπαχτής”. Στο επίκεντρο εδώ, ο Χιου Τζάκμαν στο ρόλο του Πίτερ, ενός μεγαλοδικηγόρου που ετοιμάζεται για μια μεγάλη στροφή στη καριέρα του και δείχνει να απολαμβάνει μια μάλλον ειδυλλιακή ζωή στο πλευρό της συζύγου του (και μητέρας του νεογέννητου παιδιού τους). Αυτή η εικόνα “ραγίζει” πολύ γρήγορα, με την εμφάνιση της Κέιτ – πρώην συζύγου με την οποία ο Πίτερ έχει ένα παιδί: Τον έφηβο Νίκολας, που δείχνει να βρίσκεται σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Ο Πίτερ πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του – το θέμα είναι αν τις αναγνωρίζει. Προσέξτε, δεν το γράφω ελαφρά την καρδία: Περίπλοκο ζήτημα η ανθρώπινη συμπεριφορά, περίπλοκη (και προβληματική) η ματιά μας απέναντι στην κατάθλιψη. Γιατί αυτό πραγματεύεται ο “Γιος”, βάζοντας την κατάθλιψη εκεί όπου ο “Πατέρας” είχε το αλζχάιμερ, την απώλεια της μνήμης. Και είναι μια μελέτη οξυδερκής (βοηθά η υπέροχη ερμηνεία του Χιού Τζάκμαν), επώδυνη αλλά, δυστυχώς, χωρίς κινηματογραφικές εκπλήξεις. Οι βίαιες ανατροπές, όσο πλησιάζουμε προς το τέλος, ανεβάζουν μεν τη δραματική ένταση, αλλά δεν προσφέρουν κάτι ουσιαστικό επί του θέματος που απασχολεί τον Ζέλερ. Ο Άντονι Χόπκινς πάντως έχει ένα εκπληκτικό cameo.
Αλλάζοντας φιλμ αλλά και ύφος, ομολογώ πως πέρασα χάρμα με το “Παγιδευμένη ψυχή: Η πορφυρή πόρτα” του Πάτρικ Γουίλσον που πρωταγωνιστεί στο τρίτο κατά σειρά σίκουελ της περιβόητης πρώτης ταινίας που σκηνοθέτησε, με μεγάλη δεξιοτεχνία, ο Τζέιμς Γουαν. Ξανά παίζουμε με δαιμόνια και παράλληλες διαστάσεις, όμως η ατμόσφαιρα είναι αρκούντως εμπνευσμένη, ενώ το μάλλον διευρυμένο πεδίο της μεταφυσικής κάνει χώρο για μια σειρά από σεναριακές εκπλήξεις που υπακούν στη δική τους λογική – όπως συνέβαινε και με το “Inferno” του Ντάριο Αρτζέντο, για να σας δώσω μια ιδέα. Βέβαια, δε ξέρω τι θα μείνει από το καλοδουλεμένο sound design και την φροντισμένη – αλλά σκοτεινή – φωτογραφία στα θερινά. Αν θέλετε πάντως να μείνετε Ευρώπη, ο Λουί Γκαρέλ σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στη κωμωδία “Τα πάνω κάτω”, όπου δημιουργεί ένα χαριτωμένο δίδυμο με τον Ροσντί Ζεμ, έναν αποφυλακισθέντα ληστή τον οποίο η μαμά του Γκαρέλ παντρεύτηκε στη φυλακή. Μεγάλο εμπορικό σουξέ στη χώρα του, έχει αυτό το γνώριμο γαλλικό χιούμορ που “κατεβαίνει” εύκολα το καλοκαίρι ενώ τα ίδια ισχύουν και για τον “Τέταρτο επιβάτη” από την Ισπανία, σε σκηνοθεσία Άλεξ Ντε Λα Ιγκλέτσια, ένα σαρδόνιο road-movie χαρακτήρων, επηρεασμένο από το “Μεγάλο Μποτιλιάρισμα” του Λουίτζι Κομεντσίνι. Αλλά, αν θέλετε πραγματικά να γελάσετε, βγαίνει σε επανέκδοση “Ο μεγάλος Λεμπόφσκι”…