«Ένας Ινδός καβάλα σ’ έναν ελέφαντα, φτάνει σε μια πόλη τυφλών. Τρεις τον αγγίζουν: Ο πρώτος στην προβοσκίδα («Είναι ένα φίδι!»), ο δεύτερος στα αυτιά («Είναι ένα πουλί!»), ο τρίτος στους χαυλιόδοντες («Είναι ένας ταύρος!»). Κανείς τους όμως δεν μπορούσε να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, γιατί κανείς τους δεν μπορούσε να δει, ή να αγγίξει, ολόκληρο το ζώο. Στη Λέσβο, αλλά και στην Ευρώπη ακόμα, κανείς δεν βλέπει ολόκληρο τον ελέφαντα». Βρισκόμαστε στην πρώτη ώρα του φιλμ όταν ακούμε αυτή την ιστορία (απ’ τα χείλη της Γιώτας Φέστα), και έχουμε δει ήδη πολλά: Τον αγώνα των ναυαγοσωστών, την απελπισία των προσφύγων, την ξενοφοβία των ντόπιων, τη διαφθορά των αστυνομικών και, κυρίως, την απραξία της Ευρωπαϊκής Ένωσης – την ίδια ώρα που ο πόλεμος στη Συρία συντηρείται με τα όπλα της. Όλα ακούγονται σ’ αυτό το καλογυρισμένο και εξόχως ερμηνευμένο δράμα, και όλα δείχνουν απέλπιδα. Όσο απέναντι όμως στέκεται η ταινία στον κυνισμό ενός συστήματος που θρέφεται με ψυχές, άλλο τόσο στέκεται και στον μανιχαϊσμό που θέλει μια κοινωνία χωρισμένη στα δυο: Όλοι έχουν τους λόγους τους, και όλοι, κάποια στιγμή, έρχονται αντιμέτωποι με την ανθρωπιά τους. Οι άνθρωποι θα νικήσουν, μας λέει ο Μαρσέλ Μπαρένα. Και οδηγεί την ταινία του εκεί, αφού μας έχει ξεδιπλώσει και την τελευταία, απάνθρωπη πτυχή του προβλήματος, σε μια ταινία… επιδοτούμενη από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ξέρω, ακούγεται κάπως αυτό το τελευταίο αλλά σκεφτείτε το: Η μόνη «αληθινή» ταινία πάνω στο ζήτημα, θα ήταν αυτή που θα γύρισε ένας αληθινός πρόσφυγας, σε real-time. Και δεν ξέρω πόσο θα αντέχαμε κάτι τέτοιο (θυμηθείτε το «In this world» του Μάικλ Γουίντερμποτομ).
Ο «Μάρλοου» του Νιλ Τζόρνταν δεν άρεσε πολύ στους Αμερικάνους κριτικούς, και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί – εκτός κι αν περίμεναν κάποια ρεβιζιονιστική εκδοχή του. Γιατί όμως να περιμένεις κάτι τέτοιο από τον σκηνοθέτη που πάτησε τόσο γερά στην παράδοση του νουάρ με το «Mona Lisa» και το «Παιχνίδι των λυγμών»; Ενοχλήθηκαν όμως και οι πιουρίστες, καθώς η ταινία δεν βασίζεται σε κάποιο πρωτότυπο βιβλίο του Ρέιμοντ Τσάντλερ αλλά στο πολύ πιο πρόσφατο «Η ξανθιά με τα μαύρα μάτια» του Τζον Μπόνβιλ (μόλις ένας από τους τρεις συγγραφείς στους οποίους έγινε η τιμή να συντηρήσουν με νέο μυθιστόρημα του μύθο του Μάρλοου – γιατί ξέρετε, πρέπει να σας εγκρίνει η οικογένεια Τσάντλερ πρώτα). Στο Λος Άντζελες του 1938 λοιπόν, ο ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου αναλαμβάνει μια περίεργη υπόθεση όταν μια πάμπλουτη, και αρκούντως γοητευτική παρουσία του αναθέτει την εύρεση του πρώην εραστή της, καθώς ο τελευταίος μοιάζει να έχει σκηνοθετήσει τον θάνατο του. Και εδώ έχουμε έναν Μάρλοου σχεδόν σε κρίση μέσης ηλικίας, εύθραυστο αλλά, όσο να’ ναι, γοητευτικό, σε ένα σκηνικό που θυμίζει εντέλει πολύ και το «Chinatown» του μετρ Ρομάν Πολάνσκι. Όσο για το καστ, η Νταϊάν Κρούγκερ μοιάζει ιδανική femme fatale, η Τζέσικα Λανγκ σε στέλνει κατευθείαν στην Φέι Ντάναγουεϊ του προαναφερθέντος Πολανσκι-κού αριστουργήματος, και ο Λίαμ Νίσον είναι ένας χαλκέντερος, ωραιότατος Μάρλοου.
Ο Γουές Άντερσον εδώ και κάποια χρόνια, από τότε δηλαδή που οι άνθρωποι άρχισαν να τον αφήνουν παγερά αδιάφορο, φτιάχνει show-reels και όχι πραγματικές ταινίες – το δε «Asteroid City» είναι ίσως το πιο ακραίο παράδειγμα της τωρινής του φάσης, τι τωρινής δηλαδή, αφού έχει παγιωθεί εδώ και τουλάχιστον δέκα χρόνια. Όλα εδώ ξεκινούν από ένα θεατρικό έργο (που από τη στιγμή που ανεβαίνει στο σανίδι παίρνει τη δική του ζωή), αλλά και την ιστορία πίσω απ’ αυτό (ο Έντουαρντ Νόρτον στο ρόλο του συγγραφέα). Το δε έργο, ονόματι «Asteroid City», διαδραματίζεται σε μια φανταστική αμερικανική πόλη της ερήμου περίπου το 1955 όπου μικρά σπασικλάκια απ’ όλη την Αμερική διαγωνίζονται για σημαντικές υποτροφίες σε έναν επιστημονικό διαγωνισμό – μέχρι που εμφανίζονται εξωγήινοι. Δεν είπα ούτε τα μισά. Στο καστ συναντάμε επίσης τους Τομ Χανκς, Σκάρλετ Γιόχανσον, Γουίλεμ Νταφόε και Μάργκοτ Ρόμπι. Και τι με αυτό; Σάμπως έχουν ρόλους; Μόνο κοστούμια έχουν, και πόζες. Εκατομμύρια ξοδεύτηκαν για να ολοκληρωθεί άλλο ένα πολύχρωμο τίποτα – και αυτό πλασάρει το Χόλιγουντ σήμερα ως αποδεκτή σινεφιλική πρόταση. Είναι να τρελαίνεσαι.
«Το χρονικό ενός εφήμερου έρωτα», του Εμανουέλ Μουρέ, είναι μια ελαφρώς χιουμοριστική και πολύ τρυφερή κοινωνική κομεντί για έναν παράνομο έρωτα: Εκείνη είναι ανύπαντρη μητέρα και εκείνος, ένας παντρεμένος άντρας. Το λένε από την αρχή: Αυτή η σχέση δεν έχει προοπτική να πάει πουθενά οπότε ας περάσουμε καλά. Αλλά γνωρίζονται. Και μετά γνωρίζονται περισσότερο – και όλο και περισσότερο ανακαλύπτουν μια σύνδεση, μια συχνότητα εντός της οποίας είναι και οι δυο ευτυχισμένοι. Πόσο όμως μπορεί εκείνη να συνεχίσει να ζει στο παρόν; Και πόσο μπορεί εκείνος να ισορροπεί ανάμεσα σε δυο ζωές, χωρίς να χάσει τον εαυτό του; Όλα αυτά πιθανότατα να σας ακούγονται τρομερά μπανάλ, κι όμως οι διάλογοι είναι καλογραμμένοι, οι καταστάσεις ανθρώπινες, και οι ερμηνείες απολαυστικές (μικρός θρίαμβος το κάστινγκ εδώ). Συμβαίνουν και αυτά.