Ο Καναδός συγγραφέας και πολιτιστικός ακτιβιστής -που θεωρεί ότι οι άνθρωποι στην πλειονότητά μας είμαστε «αναλφάβητοι» στο πένθος, έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα για την προβολή της ταινίας του «Griefwalker», τη Δευτέρα 12 Ιουνίου στις 7 μ.μ. στο Βιομηχανικό Πάρκο ΠΛΥΦΑ [Κορυτσάς 39, Αθήνα].
Την προβολή θα ακολουθήσει επιδραστική ομιλία -που προτείνει μια άλλη ματιά στο αναπόφευκτο φινάλε, και συζήτηση με το κοινό, με συντονιστή τον συνθετικό ψυχοθεραπευτή Αλέξη Ιωάννου· μιλήσαμε μαζί του.
Πείτε μας λίγα λόγια για το «Griefwalker».
«Το ντοκιμαντέρ ξεκινάει από ένα προσωπικό έναυσμα του σκηνοθέτη του, Tim Wilson, ο οποίος μετά από μια σοβαρή κρίση υγείας που τον οδήγησε σε κώμα, επανέρχεται στη ζωή. Προσπαθώντας να νοηματοδοτήσει το τι του συνέβη, κινηματογραφεί μέρη από τη ζωή και το έργο του φίλου του, Stephen Jenkinson, o οποίος προσφέρει υπηρεσίες συμβουλευτικής σε ανθρώπους με ανίατες ασθένειες, στα πρόθυρα του θανάτου. Το ντοκιμαντέρ παρακολουθεί τον Jenkinson στις συνεδρίες συμβουλευτικής που δίνει, σε αίθουσες διδασκαλίας που μιλάει σε γιατρούς και νοσοκόμες και ενόσω μιλάει με τον σκηνοθέτη για τις ιδέες του γύρω από το πώς ζούμε και πώς πεθαίνουμε. Είναι μια ποιητική και διαλογιστική ταινία, που βρίθει από αλληγορίες για τη σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με την αίσθηση του μέτρου, τα όρια, την αίσθηση του ανήκειν και το πώς το πένθος σχετίζεται με την ικανότητά μας να ζούμε στην παρούσα στιγμή».
Και λίγα λόγια σας για τον πρωταγωνιστή της ταινίας και ομιλητή της εκδήλωσης, Stephen Jenkinson.
«Ο Stephen Jenkinson είναι συγγραφέας, ακτιβιστής, παραμυθάς και αγρότης μεταξύ άλλων. Για πολλά χρόνια, και αφού μαθήτευσε με έναν παραμυθά ως νεαρός, και απέκτησε ένα μεταπτυχιακό στη Θεολογία από το Πανεπιστήμιο του Harvard και ένα δεύτερο μεταπτυχιακό ως Κοινωνικός Λειτουργός από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο, ηγήθηκε του τμήματος παρηγορητικής φροντίδας σε ένα μεγάλο καναδικό Νοσοκομείο και ήταν βοηθός Καθηγητής σε μια καναδική Ιατρική Σχολή.
Ο Jenkinson διαθέτει μια σπάνια ευφράδεια και ικανότητα χρήσης του λόγου, και μπορεί μέσα από τον τρόπο ομιλίας του να φανερώνει αφανείς βαθιές πεποιθήσεις και αντιλήψεις, οι οποίες κατευθύνουν τον τρόπο με τον οποίο ζούμε. Ταυτόχρονα, φέρει μια αδιαπραγμάτευτη ανθρωπιά και μια ριζοσπαστική κατανόηση των πολυεπίπεδων και αλληλένδετων δυσκολιών στο να διατηρούμε την ανθρωπιά μας σε δύσκολους καιρούς σαν τους σημερινούς. Σαν ομιλητής, λειτουργεί σαν ένας παραμυθάς που συζευγνύει διαφορετικούς κόσμους και που σχηματίζει μια ιδιαίτερη σχέση εγγύτητας με το κοινό, που με ενσυναίσθηση και οξυδέρκεια ανοίγει ρωγμές στον αυστηρό διαχωρισμό μεταξύ “κοινού” και “ομιλητή”».
Πρόκειται να συντονίσετε την εκδήλωση. Είστε ο ίδιος συνθετικός ψυχοθεραπευτής. Ο θάνατος και το πένθος είναι στην κορυφή των αιτημάτων των θεραπευόμενών σας; Και αν ναι, είναι ξεκάθαρο ή προκύπτει στην πορεία;
«Κάθε θεραπευτική πορεία είναι για μένα μια διαδικασία φλερταρίσματος με το άγνωστο. Ασχέτως με το αν το πένθος αποτελεί ένα ξεκάθαρο αίτημα, κατανοώ σχεδόν κάθε θεραπεία ως μια δουλειά με ανέγγιχτο και αβίωτο πένθος. Άλλωστε το πένθος είναι κάτι πολύ ευρύτερο και πολύ πιο παν-ανθρώπινο από την εμπειρία του να χάνεις κάποιον πολύ κοντινό δικό σου άνθρωπο. Σύμφωνα με τις ιδέες του ψυχοθεραπευτή Francis Weller, υπάρχουν πέντε διαφορετικά είδη πένθους· το πένθος που σχετίζεται με τη γνώση ότι όλα όσα αγαπάμε θα τα χάσουμε αργά ή γρήγορα, πένθος για προσωπικά μας βιώματα που ποτέ δεν έλαβαν φροντίδα, το πένθος μας για την κατάσταση του κόσμου, πένθος για όσα προσμέναμε να λάβουμε και δεν λάβαμε και τέλος το διαγενεακό, προγονικό πένθος. Η οποιαδήποτε θεραπεία για μένα έχει να κάνει περισσότερο με μια βαθύτερη φροντίδα ή περιποίηση, με τη διοχέτευση μιας ζωτικής πνοής στα σημεία αυτά του πένθους, όπου περισσότερο το έχουν ανάγκη.
Σύμφωνα με τον Jenkinson, το πένθος δεν είναι ένα συναίσθημα αλλά μια δεξιότητα την οποία μπορούμε να καλλιεργήσουμε, η οποία είναι “αδερφή” της ικανότητάς μας να επαινούμε και να αγαπάμε τη ζωή. Και σε ιδανικές συνθήκες, μια θεραπεία μπορεί να γίνει μια διαδικασία όπου μαθαίνουμε να πενθούμε καλά και να αγαπάμε τη ζωή».
Ο θάνατος είναι το μόνο σίγουρο από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Η συμφιλίωση μαζί του πώς θα μπορούσε να κάνει τη ζωή μας πιο ευτυχισμένη;
«Δεν ξέρω αν θα έκανε τη ζωή μας πιο ευτυχισμένη· τουλάχιστον με την ετυμολογική έννοια του όρου ευτυχία, που σημαίνει καλή τύχη. Η ευτυχία όπως και η δυστυχία είναι καταστάσεις παροδικές, έρχονται και φεύγουν, και με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να είμαστε δυστυχείς για κάποιο καιρό, έτσι μπορεί να είμαστε και ευτυχείς. Πολλές φορές αναζητώντας την ευτυχία μπορεί να φανταζόμαστε μια μόνιμη και σταθερή κατάσταση, κάτι το οποίο απαιτεί τρομερό έλεγχο του περιβάλλοντός μας και υπέρμετρη προσπάθεια· τα οποία με τη σειρά τους φέρνουν περισσότερη δυστυχία, μου φαίνεται.
Αλλά μπορεί να προσεγγίσεις τη ζωή σου με έναν τρόπο όπου η ευτυχία σου δεν απειλείται από τη δυστυχία αλλά συμπληρώνεται. Έτσι και η ιδέα της ευδαιμονίας μού φαίνεται καταλληλότερη για να περιγράψει μια ζωή που εξελίσσεται καθώς ο αναπόφευκτος θάνατος γίνει φίλος σου και σύμβουλος. Η ευδαιμονία, δηλαδή, ως η πλήρης άνθηση της ανθρώπινης προσωπικότητας, η ικανότητα του να ζεις ως ένα ολοκληρωμένο σύνολο φαινομενικά αντιφατικών κομματιών και ποιοτήτων.
Το να συμφιλιωθείς με το ότι ο θάνατος είναι μέρος της ζωής δεν σημαίνει επ’ ουδενί να τον αποδεχτείς. Ένα κείμενο του Jenkinson, σε ελεύθερη μετάφραση, αναφέρει:
“Κι αν ο θάνατός σου είναι ένας άγγελος; Και τι θα συμβεί αν η δουλειά σου, εάν επιλέξεις να την αποδεχτείς, είναι απλά να παλέψεις με αυτόν τον άγγελο αντί να τον καταπολεμήσεις; Αν παλέψεις με έναν άγγελο, θα αυξήσεις τη μυϊκή σου μάζα. Χωρίς αμφιβολία. Θα πονέσεις, επίσης, σε μέρη που δεν ήξερες ότι μπορούσες να πονέσεις. Χωρίς αμφιβολία και γι’ αυτό. Και θα ηττηθείς, στην προσπάθειά σου να δημιουργήσεις τη ζωή που είσαι σίγουρος
ότι σου αξίζει. Δεν θα εξελιχθεί η ζωή σου όπως την είχες σχεδιάσει, αν παλεύεις αγγέλους. Τα σχέδιά σου είναι, συνήθως, το πρώτο θύμα του αγώνα. Αλλά εδώ κρύβεται το μεγάλο μυστικό: θα μπορέσεις να καυχηθείς για την ήττα σου. Θα μπορέσεις να σταθείς στα συντρίμμια αυτού που ήταν η σιγουριά σου, η πίστη σου, ο τρόπος ζωής σου και θα μπορείς να πεις θυελλώδεις και αληθινές ιστορίες για το πώς καταστράφηκαν όλα. Ό,τι έχει μείνει όρθιο -και πάντα κάτι μένει όρθιο όταν παλεύεις με αγγέλους- είναι αυτό που ίσχυε για σένα και για τη ζωή σου από την αρχή της, πιστός σου σύντροφος σαν τη γη που μια μέρα θα σε αγκαλιάσει”».
Πιστεύετε ότι κουβαλάμε από γενιά σε γενιά έναν, όπως τον χαρακτηρίζει ο Jenkinson, «οικτρό φόβο» για τον θάνατο; Και αν ναι, πώς μπορεί να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος;
«Θα έλεγα ότι όντως αυτός ο φόβος μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά, άλλα ότι δεν ήταν πάντα έτσι, και ότι δεν είναι και αναπόφευκτο να είναι έτσι τα πράγματα. Επίσης, θεωρώ ότι τα τελευταία 200 χρόνια της ανθρωπότητας έχουν συμβάλλει αποφασιστικά στο να διαιωνιστεί και να αυξηθεί αυτός ο φόβος μέσα από την διαρκώς αυξανόμενη αποξένωση και αυτοματοποίηση του τρόπου ζωής μας. Σύμφωνα με τον Jenkinson, αν είναι κάποτε να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος θα χρειαστεί να είναι ένα διαγενεακό εγχείρημα, του οποίου τα αποτελέσματα μπορεί να μην τα βιώσουμε όσοι θα θελήσουμε να φέρουμε το εγχείρημα αυτό εις πέρας, άλλα που θα σχετίζεται με την παρακαταθήκη που θα αφήσουμε στους απογόνους μας. Με άλλα λόγια, το πώς θα ζήσουμε και το πώς θα πεθάνουμε, ειδικά στους καιρούς των αλλεπάλληλων κρίσεων που ζούμε, και το τι είδος πρόγονοι θα γίνουμε για τις γενεές που θα έρθουν, θα έχει βαθύτατες συνέπειες για το αν αυτός ο οικτρός φόβος θα συνεχίσει να περνάει από γενιά σε γενιά».
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτός ο υπέρμετρος φόβος του θανάτου και ο «αναλφαβητισμός» στο πένθος είναι χαρακτηριστικό του Δυτικού Πολιτισμού; Κι αν αυτό ισχύει, το γεγονός ότι θεωρούμε πολλά πράγματα δεδομένα και κεκτημένα μάς απομακρύνει από τη συμφιλίωση με το «τέλος»;
«Θα πήγαινα ίσως ένα βήμα παραπέρα για να πω ότι αυτός ο φόβος του θανάτου είναι ένα χαρακτηριστικό της μοντερνικότητας, που είναι παιδί του Δυτικού Πολιτισμού. Άρα δεν περιορίζεται γεωγραφικά στις χώρες της Δύσης, αλλά με τον ίδιο τρόπο που η παγκοσμιοποίηση επικαλύπτει τις πολιτισμικές διαφορές, έτσι κι αυτός ο φόβος επεκτείνεται, εξάγεται και διαδίδεται. Η ιστορία της σχέσης αυτής του φόβου του θανάτου και της μοντερνικότητας, είναι ένα κεντρικό στοιχείο της δουλειάς του Jenkinson.
Θα έλεγα ότι όχι μόνο θεωρούμε πολλά πράγματα δεδομένα και κεκτημένα, αλλά και ότι περιμένουμε να βιώνουμε μια διαρκή αύξηση της ευημερίας μας τόσο προσωπικά όσο και συλλογικά. Ίσως να το θεωρούμε και δικαίωμά μας. Και, ταυτόχρονα, χαρακτηριζόμαστε και από τη δυσκολία τού να έχουμε μια αίσθηση ενός βαθύτερου ανήκειν· κάτι που για τον Jenkinson είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον φόβο θανάτου του Δυτικού Πολιτισμού».