H επιστροφή των «Πανθέων» -μετά την πρώτη εμβληματική τους μεταφορά στην τηλεόραση το 1977, όταν και μεταδίδονταν από το κανάλι της ΕΡΤ, έως το 1979- θα γίνει την επόμενη τηλεοπτική σεζόν από το κανάλι του ΣΚΑΪ.
Το κοινό αγκαλιάζει διαχρονικά τις δουλειές του Σπύρου Μιχαλόπουλου· είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε μαζί του.
Θυμάστε την πρώτη σας κινηματογραφική εμπειρία –πόσο χρονών ήσασταν, τι είδατε, πώς νιώσατε;
«Πρώτη φορά πήγα σε κινηματογράφο στην Πρέβεζα, γύρω στο 1966 – ’67. Θυμάμαι με είχε πάει η γιαγιά μου να δούμε με τις φίλες της μια ινδική ταινία. Την ταινία δεν την θυμάμαι πια, αλλά αυτό που θυμάμαι είναι μια πανδαισία χρωμάτων και μουσικής. Βγαίνοντας από την αίθουσα και όσο πηγαίναμε προς το σπίτι, ήμουν αμίλητος και σοκαρισμένος. Δεν μπορούσα να εξηγήσω τι ήταν αυτή η μαγεία. Όλο το βράδυ παρέμεινα ξάγρυπνος και εκστασιασμένος. Έκτοτε πήγαινα κάθε Κυριακή στις “πρωινές” προβολές και ζούσα ξανά και ξανά το ίδιο θαύμα».
Μεγαλώσατε σαν έφηβος στη μεταπολίτευση. Επηρέασε αυτή η τόσο έντονη κοινωνικοπολιτική περίοδος τον τρόπο που βλέπετε τον κόσμο αλλά και την οπτική σε σχέση με τη δουλειά σας;
«Ήρθαμε στην Αθήνα οικογενειακώς το 1971, σαν αποτέλεσμα της εσωτερικής μετανάστευσης. Η έλλειψη δουλειών και τα αδιέξοδα σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, μας έφεραν στην πρωτεύουσα. Πολιτικοποιήθηκα γρήγορα, από τα 15 μου λίγο μετά από την εξέγερση του Πολυτεχνείου το ’73. Μέσα από το σχολείο αλλά και μέσα από την καθημερινότητα. Οι κοσμογονικές αλλαγές του ’74 με βρήκαν οργανωμένο στην ΚΝΕ και στην ΜΟΔΝΕ απ’ όπου πάλεψα για τα πραγματικά προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσουμε. Άλλαξε η οπτική μου σχεδόν ολοκληρωτικά και, σε συνδυασμό με τα διαβάσματά μου, άλλαξε ο τρόπος ανάλυσης πολλών ζητημάτων. Η τέχνη ήρθε επικουρικά σε όλο αυτό το περιβάλλον αλλά παρέμεινε σαν μια σκέψη στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Αρκετά χρόνια αργότερα, θα ερχόταν να με καθορίσει».
Με την αποφοίτησή σας από το σχολείο, πήγατε στην Πολωνία, αρχικά για σπουδές στο Πολυτεχνείο, αλλά τελικά σας κέρδισε η Σχολή Κινηματογράφου του Λοτζ. Πώς έγινε αυτή η μεταπήδηση και γιατί επιλέξατε τη συγκεκριμένη χώρα;
«Τελειώνοντας το Λύκειο απέτυχα στις τότε “εισαγωγικές” εξετάσεις· έτσι ψάχνοντας τι ακριβώς θα ήθελα να κάνω, αποφάσισα να επιλέξω σπουδές στην Πολωνία. Το κόστος ήταν χαμηλότερο από μια πόλη της Ελλάδας που ενδεχομένως θα περνούσα, άρα δεν μου δημιουργούσε εμπόδια. Η Πολωνία είχε υψηλό επίπεδο σπουδών, επομένως φαινόταν μια καλή επιλογή. Το επίπεδο όμως σπουδών απείχε από το επίπεδο των ελληνικών Πανεπιστημίων έτη φωτός και έτσι, μετά την εκμάθηση της γλώσσας, συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχαν πιθανότητες να προχωρούσα στο Πολυτεχνείο. Ενώ ήμουν έτοιμος να επιστρέψω, ήρθε η Σχολή κινηματογράφου να με σταματήσει και να μου δώσει τη δυνατότητα να ασχοληθώ με τη σκηνοθεσία. Έτσι και έγινε. Από μια τυχαία προκήρυξη που έπεσε μπροστά μου».
Μαθητεύσατε δίπλα στον Κισλόφσκι. Τι θυμάστε περισσότερο από εκείνον; Κάτι που σας έχει πει και πάντα θυμάστε;
«Ο Κισλόφσκι ήταν, ίσως, η καλύτερη γνωριμία που είχα στη ζωή μου. Κι αυτό γιατί επρόκειτο για έναν πραγματικό ερασιτέχνη, δηλαδή εραστή της τέχνης, με κοφτερό μυαλό, γνώσεις ψυχολογίας, φιλοσοφίας και κυρίως έναν βαθύ γνώστη της Τέχνης του κινηματογράφου. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη φράση ή αποστροφή που να μου είχε πει ή να μας είχε πει· η όλη στάση ζωής του, η αγάπη στον άνθρωπο και στα συναισθήματά του και, κυρίως, η αγάπη στο σινεμά, έγιναν οδηγοί στη ζωή μου. Όχι μόνο στην τέχνη που προσπαθώ να υπηρετήσω, αλλά γενικότερα σε όλη μου τη συμπεριφορά. Πήρα από αυτόν τη σημασία της σιωπής, τη σημασία της άδολης αγάπης, τη σημασία να είσαι άνθρωπος».
Περνώντας στην Ελλάδα και τις πρώτες σας δουλειές, ποια σκηνοθεσία σας έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πορεία σας και ποια σας καθιέρωσε στη συνείδηση των θεατών;
«Οι πρώτες μου σκηνοθετικές δουλειές ήταν στο χώρο της διαφήμισης. Δύσκολο και σκληρό πεδίο. Λιγότερο καλλιτεχνικό, αλλά πολύ διδακτικό όσον αφορά στην εκμάθηση της τεχνικής και της λιτής έκφρασης. Η εμπορικότητα των διαφημίσεων μάς έβαζε σε έναν διαρκή ανταγωνισμό, όπου η αναγνώριση ερχόταν από την καλή πώληση των προϊόντων. Μπήκα στον χώρο των σειρών το 2004 με τη “Βέρα στο δεξί”. Εκεί δοκίμασα πράγματα που μου άρεσαν και μου “βγήκαν”. Αυτό άρχισε να μου δίνει αυτοπεποίθηση. Έκτοτε έκανα 15 σειρές. Ίσως οι “Άγριες Μέλισσες” και ο “Όρκος” με καθιέρωσαν με κάποιον τρόπο, αλλά αυτό ξέρω ότι είναι πρόσκαιρο. Θεωρώ ότι είναι σωστό ν’ αντιμετωπίζεις με μοναδικό τρόπο κάθε δουλειά και να δίνεις ό,τι έχεις σ’ αυτήν. Τουλάχιστον, να έχεις τη συνείδηση σου καθαρή. Και εγώ την έχω καθαρή».
Στο ενεργητικό σας έχετε μια ταινία μεγάλου μήκους, αμέτρητα διαφημιστικά, αλλά και σκηνοθεσίες για το θέατρο. Υπάρχει κάποιο Μέσο που σας γοητεύει περισσότερο a priori ή όλα είναι θέμα project;
«Υπάρχει διαφορά μεταξύ θεάτρου και σινεμά ή τηλεόρασης. Το θέατρο με γοητεύει. Θεωρώ ότι είναι η ύψιστη στιγμή ενός σκηνοθέτη. Η οθόνη είναι άλλο πράγμα. Είναι συναρπαστική η δημιουργία, αλλά εκεί έχεις τον έλεγχο έως την προβολή. Στο θέατρο, το ταξίδι ξεκινά μετά την πρεμιέρα. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός που γεννάει διαρκώς. Στο σινεμά, ένας σκηνοθέτης φτιάχνει διαρκώς την ταινία με τις πολλές εκδοχές του μοντάζ. Είναι περισσότερο προσωποπαγής διεργασία. Για μένα όλα είναι σκηνοθεσία· ακόμη και ένα πάρτι γενεθλίων».
Την επόμενη σεζόν θα σκηνοθετήσετε τη σειρά «Πανθέοι» του Τάσου Αθανασιάδη, η οποία επιστρέφει 46 χρόνια μετά την πρώτη προβολή της. Τι σας έκανε να πείτε το «ναι»;
«Να ξεκαθαρίσω κάτι. Δεν κάνουμε remake της σειράς που έχουμε δει. Κάνουμε adaptation του ανεκτίμητου έργου του Αθανασιάδη. Το γεγονός ότι έχουμε ένα εμβληματικό έργο σαν τους “Πανθέους”, μας δίνει τη δυνατότητα να μπούμε στα ζητήματα που βάζει ο Αθανασιάδης, στα ζητήματα του καθαρού έρωτα, της μάχης του καλού με το κακό, της αέναης πάλης του παλιού με το νέο που έρχεται. Και όλα αυτά με φόντο έναν πόλεμο που χτυπάει την πόρτα στην ανθρωπότητα, με νέα ρεύματα στη λογοτεχνία και την Τέχνη (γενιά του ’30). Αυτός είναι ο λόγος που είπα το ναι. Και είναι μεγάλη μου τιμή που καλούμαι να υπηρετήσω ένα κείμενο της κλασσικής ελληνικής λογοτεχνίας, με σεβασμό και αγάπη».
Ποιες οι μεγαλύτερες προσκλήσεις αυτού του πολλά υποσχόμενου project;
«Οι προκλήσεις είναι πολλές. Πρώτο απ’ όλα να μπορέσουμε να ενσαρκώσουμε τους ήρωες του έργου με σωστές ερμηνείες, που να αναδεικνύουν τον εσωτερικό κόσμο τους, που τόσο εμπνευσμένα και στιβαρά περιγράφει ο Αθανασιάδης. Κατόπιν, πρέπει να καταφέρουμε να απεικονίσουμε αισθητικά την εποχή. Είναι 1939 στην Αθήνα· λίγους μήνες πριν την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου έως την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, το 1941. Να αποτυπώσουμε το μέτωπο του ’40 και τον πόλεμο όσο πιο πιστά γίνεται. Και, κυρίως, να αναδείξουμε τον απόλυτο έρωτα μέσα σ αυτά τα χρόνια. Δύσκολο και προκλητικό».
Και σε ποια σημεία, κατά τη γνώμη σας, θα κερδίσει τον θεατή του 2023;
«Ο θεατής θα δει μια σειρά που θα τον σεβαστεί. Μια σειρά που έχει διαχρονικά μηνύματα και θα ταυτιστεί με τους ήρωες. Στόχος μας είναι οι “Πανθέοι” να μπουν στο σπίτι των θεατών με αγάπη».