Ο τίτλος «Επιστροφή στη Σεούλ» είναι μεν σωστός, καθώς η 25χρονη ηρωίδα επιστρέφει όντως στη γενέτειρα της, αλλά και παραπλανητικός, καθώς το υπέροχο αυτό φιλμ εστιάζει όχι στον προορισμό, αλλά στο ταξίδι. Η ταινία του Ντέιβιντ Τσου επικεντρώνεται στη Φρέντι, που ταξιδεύει στη Νότια Κορέα αναζητώντας τους βιολογικούς γονείς της, και μοιάζει να δρα μονίμως παρορμητικά – όπως δηλαδή θα περίμενε κανείς από μια 25χρονη που θέλει να καταβροχθίσει τη ζωή αλλά και να επανασυνδεθεί με κάτι βαθύτερο, κάτι που δεν αρθρώνεται με σαφείς λέξεις στην ταινία, γιατί ούτε στην ηρωίδα μας δείχνει εντελώς αποσαφηνισμένο. Αυτό που απομένει, είναι να παρακολουθήσουμε την πορεία της, σε τρεις διαφορετικές φάσεις της ζωής της, όλες τους όμορφα στυλιζαρισμένες, καθώς εκείνη φτάνει σχεδόν ουρανοκατέβατη σε έναν τόπο που κρύβει μέσα του το μεγάλο «μυστικό» της πραγματικής της ταυτότητας. Και η ταινία στοχάζεται μεν πάνω στο μεγάλο μυστήριο της ζωής, το κάνει όμως με μια τρυφερότητα και μια ελαφράδα, πολύ κοντά στο μήκος κύματος που εκπέμπει η ίδια η ηρωίδα. Είναι δηλαδή μια πολύ δουλεμένη σύζευξη, που μαρτυρά εντέλει και την ευαισθησία του δημιουργού της – κάτι που μαρτυρά και το υπόκωφα συγκλονιστικό της φινάλε.
Ο Νίκολας Κέιτζ ερμηνεύει το πιο θρυλικό φιλμικό «τέρας» στο «Ρένφιλντ», η ταινία όμως δεν τοποθετεί τον Δράκουλα σε πρώτο ρόλο, αλλά τον διαβόητο «λακέ» του, τον Ρ.Μ. Ρένφιλντ, έναν μεσίτη από το Λονδίνο που, στο αυθεντικό έργο του Μπραμ Στόκερ, φτάνει στα Καρπάθια όρη για δουλειές, και καταντά σκλάβος του αιμοδιψούς Κόμη. Η εισαγωγική σεκάνς, «χτισμένη» πάνω στον «Δράκουλα» του Τοντ Μπράουνινγκ με τον Μπέλα Λουγκόζι, είναι χάρμα οφθαλμών, ο δε Δράκουλας του Κέιτζ, ξεκαρδιστικός και απειλητικός μαζί, είναι από μόνος του ένας καλός λόγος για να δείτε την ταινία. Μόνο που είπαμε, ο ήρωας εδώ είναι ο Ρένφιλντ του Νίκολας Χουλτ, που κάνει group therapy στα κρυφά και συνειδητοποιεί πως το αφεντικό του είναι ένας χειριστικός νάρκισσος! Ουσιαστικά μιλάμε για τις συγκρούσεις δυο εποχών, της παλαιάς και της νέας. Που αλλού θα μάθαινε ο Ρένφλιλντ πόσο «αξίζει» την ευτυχία, αν όχι στην εποχή μας; Βλέπετε, ο Ρένφιλντ είχε να διαλέξει «ανάμεσα στη δύναμη ενός Θεού και στην αξιολύπητη απελπισία της ανθρωπότητας» (με αυτές τις λέξεις του το λέει ο Νίκολας Κέιτζ). Και ο Ρένφιλντ διάλεξε το δεύτερο. Άρα, μας λέει η ταινία, στη νέα εποχή ο άνθρωπος γνωρίζει πλέον πως δεν είναι Θεός. Κρίμα που η κατάσταση αυτού του ρημαγμένου πλανήτη, κάθε μέρα που περνά, αποδεικνύει σταθερά το αντίθετο. Δε λέω, περνάμε ωραία με το φιλμ, αλλά μας αφήνει μια πικρή γεύση αυτή η αντίφαση.
Πολλά τα προβλήματα των «Υπνωτιστών» του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ, με τον Μπεν Άφλεκ όπου ένας ντετέκτιβ αναζητά την εξαφανισμένη κόρη του, και ανακαλύπτει ένα δίκτυο υπνωτιστών που δρουν για λογαριασμό της Κυβέρνησης. Είναι πολλά τα σεναριακά twists, το πρόβλημα είναι πως εντέλει η πλοκή παραείναι φιλόδοξη για τα χέρια του Ροντρίγκεζ που, ο άνθρωπος, b-movies ξέρει αν κάνει (το λέω με την καλύτερη έννοια του όρου), και σε αυτά ειδικεύεται. Μονάχα ένας Κρίστοφερ Νόλαν θα μπορούσε να κάνει θαύματα με ένα τέτοιο θέμα – και το «Hypnotic» θυμίζει συχνά μια φτηνότερη (στα πάντα) εκδοχή του «Inception».