«Τα αγόρια με τα παλιά, φοβισμένα πρόσωπα, μαθαίνουν να περπατούν.
Θα ξεχάσουν γρήγορα τις στοιχειωμένες νύχτες τους. Την τρομαγμένη τους
υποταγή στα φαντάσματα των φίλων που πέθαναν, –
στα όνειρά τους που στάζουν φονικό. Και θα είναι περήφανοι
για τον ένδοξο πόλεμο που τσάκισε ολάκαιρη την περηφάνια τους …
Άνδρες που πήγαν στη μάχη, φοβεροί και χαρούμενοι
Παιδιά, με μάτια που σας μισούν, τσακισμένα και τρελά.»
(Ζίγκφριντ Σασούν – «Οι επιζήσαντες» – μετάφραση Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη)
Πρώτο πλάνο: Από τον νυχτερινό ουρανό η κάμερα οδηγείται στην είσοδο ενός θεάτρου που φιλοξενεί την «Ιεροτελεστία της Άνοιξης» του Στραβίνσκι. Ένας υπέρτιτλος μας ενημερώνει: «Λονδίνο, 1914». Πλήθος θεατών. Τα σώματά τους καλύπτονται από σκιά, η ταυτότητά τους δυσδιάκριτη. Η ορχήστρα ξεκινά και από το γενικό πλάνο του κοινού πηγαίνουμε στο πλάνο δύο θεατών: Ο ποιητής Ζίγκφριντ Σασούν (1886-1967) και ο μικρότερος αδελφός του.
Δείχνουν απορροφημένοι, αλλά τα φώτα σβήνουν και η κάμερα του Τέρενς Ντέιβις εστιάζει στο μαέστρο της ορχήστρας, έτοιμος μπροστά από τη μεγάλη κόκκινη αυλαία. Καθώς αυτή σηκώνεται όμως, ο Ντέιβις δεν μας δείχνει ούτε τους μουσικούς, ούτε τους χορευτές, ούτε καν τη σκηνή – για να οδηγηθούμε σε ένα μοντάζ ασπρόμαυρου αρχειακού υλικού όπου κυριαρχεί η ανεμελιά.
Ένα ποιητικό σινεμά για έναν τραυματισμένο ποιητή, και είναι πολλοί αυτοί που λένε πως δε θα έπρεπε να καλούν τους ποιητές να πολεμήσουν. Φυσικά δεν το λένε όλοι για τους ίδιους λόγους – κάποιοι το κάνουν με περιφρόνηση («λαπάδες» τους αποκαλούν οι πολιτικοί μας), κάποιοι άλλοι, κινούμενοι από τη δική τους ευαισθησία. Δυστυχώς, εν καιρώ πολέμου, και ποιητής να είσαι, θα κληθείς να πολεμήσεις.
Όπως κλήθηκε ο Ζίγκφριντ Σασούν, ο Άγγλος ποιητής και πεζογράφος που αποτύπωσε τη φρίκη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στα ποιήματα του, ποιήματα οργισμένα, γεμάτα απόγνωση, αλλά και θυμό. Και ο θυμός αυτός δεν ήταν «τυφλός» – η απεύθυνση του ήταν πάντα συγκεκριμένη καθώς στο στόχαστρο του βρέθηκαν τόσο οι εξουσιαστές που τον προκάλεσαν, όσο και ο λαός που τους ενθάρρυνε, πανηγυρίζοντας (με πρωταγωνιστή φυσικά τον Κλήρο) για τις στρατιωτικές επιτυχίες της Μεγάλης Βρετανίας, και αγνοώντας τα δεινά των στρατιωτών στο πεδίο της μάχης, ή τις παράλογες προσταγές των στρατηγών που οδήγησαν εκατοντάδες χιλιάδες νέων σε βέβαιο θάνατο.
Στην «Ευλογία» λοιπόν, ο Τέρενς Ντέιβις αναλαμβάνει να μεταφέρει τη ζωή του σπουδαίου ποιητή στο μεγάλη οθόνη, και το κάνει με μια γραφή αραχνοΰφαντη, σχεδόν συνειρμική, αντλώντας έμπνευση τόσο από το έργο του, όσο και από το μεγάλο οπλοστάσιο της Έβδομης Τέχνης. Γιατί, αντί να επιμείνει σε μια ακαδημαϊκή, στείρα αφήγηση (όπως συμβαίνει σε τόσες και τόσες βιογραφίες), ο Ντέιβις συνθέτει σπαρακτικές εικόνες και σύμβολα με ιδέες βαθιές και περίπλοκες, ωθώντας συχνά τον θεατή (που ούτως ή άλλως απολαμβάνει το θέαμα) να στοχαστεί πάνω στη μεταξύ τους σχέση. Κι αν οι σινεμασκόπ εικόνες του δείχνουν αρχικά εμπνευσμένες από όλους τους μεγάλους ποιητές του σινεμά (Μάικλ Πάουελ, Μαρσέλ Καρνέ, Ζαν Βιγκό, Αντρέι Ταρκόφσκι), ο Ντέιβις «φιλτράρει» βιωματικά τις επιρροές του, γι’ αυτό και το επί της οθόνης αποτέλεσμα δείχνει τόσο Βρετανικό. Και η γλώσσα του σε αγκαλιάζει και σε εξυψώνει μαζί, ακόμα και σε μια τόσο θλιμμένη ταινία σαν αυτή.