Ένα αίσθημα άγχους και ευθύνης μου κόβει την ανάσα καθώς βλέπω τις «Διορθώσεις» του Θοδωρή Σκριβάνου, και αναρωτιέμαι αν φταίει το «Black Swan» του Νταρεν Αρονόφσκι.
Από τις απαρχές του χρόνου, ο άνθρωπος έμαθε να εκφράζεται μέσω του χορού, μια μορφή τέχνης που πάει χιλιάδες χρόνια πίσω, τόσο που είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε πότε ακριβώς πρωτοεμφανίστηκε (βλέπετε, δεν αφήνει πίσω του φυσικά σημάδια). Έχουμε όμως ζωγραφιές σε βραχώδη καταφύγια, σε ινδικούς και αιγυπτιακούς τάφους που απεικόνιζαν μορφές χορού. Δυο – τρία ποτάκια σε ένα μαγαζί που παίζει καλή χορευτική μουσική αρκεί για να σας αποδείξει πως πρόκειται για μια παρόρμηση με την οποία γεννιόμαστε. Ο χορός λοιπόν είναι έκφραση, μπορεί όμως να γίνει και στοχασμός; Δεν ξέρω αν η απορία μου γίνεται αντιληπτή, εμένα όμως με βασανίζει καιρό. Πως δηλαδή ο χορός μπορεί, εκτός από μέσο έκφρασης αφηρημένων, ή πολύ “γενικών” συναισθημάτων (“μοναξιά”, “αγάπη”, “χαρά”, “στεναχώρια”) να στοχαστεί πάνω στη ίδια του τη “δράση”.
Γιατί ο χορός είναι μια τέχνη που, στα μάτια του θεατή, έρχεται δίχως διαμεσολαβητή. Στην τέχνη του σινεμά όμως υπάρχει η διαμεσολάβηση της κάμερας, αφήστε δε που ο ηθοποιός είναι μονάχα ένα από τα “εργαλεία” που χρησιμοποιεί ο δημιουργός για να μας μιλήσει (σκηνικά, φωτισμοί, μοντάζ, ντεκουπάζ, μουσική κ.ο.κ.). Στο θέατρο υπάρχει το κείμενο: ο θεατής δεν ξεχνά ποτέ πως ο ηθοποιός επί σκηνής έχει ένα κείμενο να υπηρετήσει, που πολλές φορές είναι και κλασσικό. Στον χορό όμως, η “δράση” φτάνει στο θεατή πριν από την ιδέα, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει διαμεσολαβητής (ο χορογράφος έχει κάνει τη δουλειά, αλλά στον θεατή αυτό περνά, ατυχώς, σε δεύτερη μοίρα, μιας και έχει ένα ολόκληρο σώμα να αντιμετωπίσει) και έτσι, λίγα πράγματα μπορούν να περάσουν πίσω απ’ αυτήν, εκτός κι αν είναι, όπως είπαμε, “γενικά” και “αφηρημένα”. Το ντοκιμαντέρ του Θοδωρή Σκριβάνου μοιάζει να σηκώνει ελαφρά το πέπλο που καλύπτει αυτό το αίνιγμα.
Οι «Διορθώσεις», μια κατεξοχήν ταινία τεκμηρίωσης, παρακολουθεί σχεδόν μια ολόκληρη καλλιτεχνική σεζόν του Μπαλέτου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Κατά το γύρισμα ο σκηνοθέτης συγκέντρωσε υλικό 220 ωρών εκ του οποίου κράτησε ακριβώς το ένα εκατοστό (η ταινία διαρκεί δυο ώρες και κάτι λεπτά), περιλαμβάνοντας στιγμές από την προετοιμασία τριών παραγωγών του Μπαλέτου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής: Τη «Λίμνη των Κύκνων» σε χορογραφία του Κωνσταντίνου Ρήγου, το «Herrumbre» του Ισπανού χορογράφου Νάτσο Ντουάτο και την «Ιεροτελεστία της Άνοιξης» του Δάφνι Κόκκινου.
Και ο Σκριβάνος κρατά μια ασφαλή απόσταση από τους συντελεστές – «ασφαλή», όχι για να προστατευτεί αυτός (ή εμείς), αλλά αυτοί. Όπου κι αν τοποθετείται η κάμερα, νιώθεις πως βρίσκεσαι σταθερά στη θέση ενός παρατηρητή. Και όπως συμβαίνει συχνά με τους παρατηρητές, το προκύπτον αφήγημα των παρατηρήσεων τους δε συνιστά πάντα μια «ιστορία» με αρχή, μέση και τέλος. Σταχυολογώντας λοιπόν περίτεχνα αυτές τις στιγμές, ο Σκριβάνος αναδεικνύει με ακρίβεια τον ανθρωπολογικό χαρακτήρα του σινεμά του, καθώς εντέλει αυτή ακριβώς η αποστασιοποίηση είναι που υποδηλώνει τη στενή σχέση μεταξύ κινηματογραφιστή και υποκειμένου. Και αυτή είναι μια μεγάλη επιτυχία.
Οπότε μάλλον δεν φταίει το «Black Swan».