Ήρωας μας, ο μαλθακός Μπο (ένας κατατονικός Γιόακιν Φίνιξ), σχεδόν 50 ετών κι όμως σταθερά φοβισμένος και άπραγος σα μικρό παιδί, φρικτά καταπιεσμένος από τη δεσποτική μητέρα του – κι ας ζει μίλια μακριά της. Κάθε μέρα είναι και μια μικρή δοκιμασία για τον Μπο. Τώρα όμως πρέπει οπωσδήποτε να επισκεφτεί τη μαμά του, και το ταξίδι αυτό είναι, επί της ουσίας, ένα Ομηρικό guilt-trip μετουσιωμένο σε εικόνες κινηματογραφικές. Στο χαρτί μοιάζει ιδιοφυές. Και φαντάζομαι πως πολύς κόσμος πρέπει να αποκάλεσε ιδιοφυία τον Άρι Άστερ τα τελευταία χρόνια. Αν το πιστέψεις, ό,τι έχεις στο κεφάλι σου μοιάζει αυτομάτως «σημαντικό». Το πρόβλημα του «Μπο» ξεκινάει από’ κει.
Η πρώτη ώρα της ταινίας είναι ένα κομψοτέχνημα ρυθμού και κωμικοτραγικών εκρήξεων: Όντας εξαιρετικά ταλαντούχος αφηγητής, ο Άστερ χτίζει μεθοδικά ένα καθηλωτικό πρώτο «κεφάλαιο», μόνο που ακολουθούν άλλα τρία, που θα πει άλλες δυο ώρες φιλμικού χρόνου, γεμάτες μονοσήμαντους συμβολισμούς αλλά (εδώ είναι που τσαντίζεσαι) και κάποιες στιγμές ανθολογίας: Στις καλύτερες στιγμές του ο «Μπο» λειτουργεί σαν installation art. Είναι αυτές όπου το context έχει πλέον ελάχιστη σημασία: Η δουλειά που έχει γίνει στο οπτικό κομμάτι είναι τόσο λαμπερή που, ευτυχώς, δε νοιάζεσαι καν για το «δράμα». Κρίμα που αυτό συμβαίνει εξαιρετικά σπάνια στην ταινία. Είπαμε, ο Άρι Άστερ είναι πεπεισμένος πως έχει κάτι σημαντικό να μας πει.
Όμως όλες οι κινηματογραφικές αναφορές του κόσμου (θα βρείτε αρκετές εδώ, αν τη βρίσκετε ακόμα με τέτοια τεχνάσματα), και όλα τα ταλέντα που συμπεριλαμβάνονται στο επιτελείο του, δε θα μπορούσαν να σώσουν αυτό το ενοχλητικά αυτάρεσκο φιλμ που ομφαλοσκοπεί αναμασώντας απλουστευμένους φροϋδισμούς γύρω από το αγαπημένο θέμα του Άστερ – την οικογένεια (με ολίγη από κοινωνική κριτική). Μας τα έχει πει και καλύτερα όμως. Πρώτα στην αριστουργηματική «Διαδοχή» και μετέπειτα στο λιγότερο πετυχημένο (καθότι προφανές) «Μεσοκαλόκαιρο», δυο φιλμ όπου οι κεντρικές φιγούρες «αλλάζουν» στο φινάλε την οικογένεια τους με μια άλλη. Εκεί όμως υπήρχε ο ψυχαγωγικός μηχανισμός του genre που ο Άστερ χειριζόταν με μεγάλη ευελιξία. Εδώ έχουμε ένα προσωπικό φιλμ, πέραν των ορίων του οποιουδήποτε είδους, που μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη φωτογένεια του πλέγματος ενοχών και τραυμάτων που ταλαιπωρούν τον ήρωα του, παρά για τον ήρωα του τον ίδιο.
Με έναν προϋπολογισμό που φτάνει τα τριάντα πέντε εκατομμύρια ευρώ (όπου προφανώς το τεχνικό κομμάτι είναι πέρα από κάθε κριτική – κυκλοφορεί τελικά πολύ χρήμα στην αγορά), το «Beau is afraid» είναι εντέλει μια τσιγκούνικη ταινία, τόσο απέναντι στον Μπο (που τραβά τα πάνδεινα απλά και μόνο επειδή ο Άστερ μπορεί), όσο και σ’ εμάς. Γιατί από ένα σημείο και μετά, ο Άστερ δείχνει ξεκάθαρα πως προτιμά να μας βασανίζει, αντί να μας ψυχαγωγεί. Τοποθετείστε σε αντιδιαστολή το «Mother!» του Ντάρεν Αρονόφσκι, ένα φρενήρες φιλμ που επίσης δείχνει ερμητικά «παγιδευμένο» στο psyche του σκηνοθέτη του, αλλά δεν είναι ποτέ βαρετό. Εδώ ο Άστερ, με τη γενναία στήριξη της Α24 (σε μια κίνηση που θα τονώσει ακόμα περισσότερο το καλλιτεχνικό πρεστίζ της), ξεχειλώνει ναρκισσιστικά μια μονόπαντη προβληματική ενώ τραβά τόσες φορές το χαλάκι κάτω από τα πόδια μας, που το τέχνασμα χάνει τη βαρύτητα του και καταντά ένα εξυπνακίστικο τρικ. Ταυτόχρονα όμως, και αυτό είναι το χειρότερο όλων, επιτάσσει με χίλιους δυο τρόπους τη συναισθηματική μας εμπλοκή, την ίδια ώρα που σπάει πλάκα, ακυρώνοντας την. Για εκατόν ογδόντα λεπτά.
Αποζημιώνει το καθαρό, λυτρωμένο απ’ τον φόβο βλέμμα του Γιόακιν Φίνιξ στο τέλος; Κυριολεκτικά, «ούτε για πλάκα». Ο Άστερ δεν μας έχει «συμπεριλάβει» στο αστείο του. Και ξέρετε κάτι κύριε Άστερ; Από τη στιγμή που δεν έχετε και κάτι σπουδαίο να πείτε, ωραία θα ήταν να σπάγαμε κι εμείς λίγη πλάκα.