Αυτό εξέφρασε στα πρώτα του κείμενα ως κριτικός, αυτό όταν επέλεγε ταινίες στην ΕΡΤ ως υπεύθυνος ξένου προγράμματος, συχνά πλάι στον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο της αξέχαστης Κινηματογραφικής Λέσχης (από το 1982 μέχρι και το 1991), αυτό κι όταν, το 1992, ανέλαβε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, δίνοντας του έναν καθαρά διεθνή χαρακτήρα και σώζοντας το από το αφόρητο τέλμα της τότε εθνικής μας κινηματογραφίας – ανανεώνοντας ακόμα και την ίδια.
Εγώ προσωπικά εκεί νιώθω πως έμαθε σινεμά η γενιά μου, σε αυτές τις πρώτες διοργανώσεις. Αφού εκεί πρωτοείδαμε Χαλ Χάρτλεϊ, εκεί Ατόμ Εγκογιάν, εκεί Λοτζ Κέριγκαν, εκεί Αμπάς Κιαροστάμι και Μοσέν Μαχμαλμπάφ, εκεί Ντάρεν Αρονόφσκι, στη πανελλήνια πρεμιέρα του “π”, με το νεαρό σκηνοθέτη να πιάνει αγχωμένη κουβεντούλα με τον κόσμο έξω από το Ολύμπιον. Και ρετροσπεκτίβες: Οτάρ Ιοσελιάνι, Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, Κριστόφ Κισλόφσκι, Νάνι Μορέτι…
Πέρα απ’ όλα αυτά όμως, υπήρχε η μεγάλη απόλαυση του να συναντάς τον Μισέλ Δημόπουλο: Η φυσική – και τόσο σπάνια – ευγένεια αυτού του ανθρώπου ήταν βλέπετε πάντα ευεργετική στους συνομιλητές του, ακόμα και στις διαφωνίες. Και ο ίδιος δε σταμάτησε ποτέ να πηγαίνει σινεμά, να αναζητά τις αγαπημένες του ταινίες όπου κι αν αυτές έπαιζαν. Τελευταία φορά τον θυμάμαι στη μεταμεσονύχτια του “Two lane blacktop” που διοργάνωσα στη Ριβιέρα με το Midnight Express – πάνε δυο χρόνια. Είχε και πρόταση για προβολή: Το “The tingler” του William Castle. Πόσο όμορφη επιλογή, πραγματικά.
Σκέφτομαι τώρα πως ο Μισέλ Δημόπουλος και ο Γιώργος Τζιώτζιος, που έδειχναν να μοιράζονται αυτή τη φυσική ευγένεια που ανέφερα παραπάνω, είναι και οι τελευταίοι άνθρωποι που άνοιξαν ουσιαστικά τα κεφάλια του ελληνικού κινηματογραφόφιλου κοινού. Τίποτα απ’ ό,τι ακολούθησε μετά δεν μπορεί να συγκριθεί με την παρακαταθήκη τους, όχι επειδή “κανείς δεν τους ξεπέρασε” αλλά επειδή εκείνοι εντέλει έθεσαν τις βάσεις.
Θα μου λείψει πολύ ο Μισέλ που έφυγε χθες το βράδυ. Και να μην είχε κάνει τίποτε απ’ όλα αυτά, ήταν ο πιο ευγενής, ο πιο αφοσιωμένος κινηματογραφόφιλος που γνώρισα ποτέ.