O Τσαϊκόφσκι παντρεύτηκε την Αντονίνα Μιλίφκοβα, μια μαθήτρια του, το 1877. Εξ’ αρχής ήταν φανερό πως ο γάμος αυτός δεν θα είχε μέλλον: Ο σπουδαίος συνθέτης ήταν άλλωστε ομοφυλόφιλος. Μάλιστα, λίγες βδομάδες μετά το γάμο του κατέφυγε στη Μόσχα, ελπίζοντας να μη χρειαστεί να επιστρέψει ποτέ στη γυναίκα του – η άνευ όρων αγάπη της του προκαλούσε βαθιά στεναχώρια.
Όμως ο Τσαϊκόφσκι συνέθεσε δύο από τα σπουδαιότερα έργα του εκείνη την περίοδο: Την 4η Συμφωνία, και τη θρυλική όπερα «Ευγένιος Ονέγκιν», βασισμένος στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Πούσκιν. Εκεί, η Τατιάνα, νεαρή επαρχιώτισσα που αναζητά τον μεγάλο έρωτα, μαγεύεται από τον κοσμοπολίτη Ευγένιο ο οποίος όμως την απορρίπτει. Χρόνια μετά τη συναντά ξανά, συνειδητοποιώντας πως αυτή ήταν πάντα ο μεγάλος έρωτας της ζωής του, αλλά ο χρόνος έχει κάνει όπως πάντα τη ζημιά του: Η Τατιάνα έχει κάνει έναν συμβατικό γάμο με έναν μεγαλύτερό της. Είναι μια ιστορία επί της οποίας καθρεπτίζεται, θα έλεγε κανείς, η θλιβερή συνθήκη του Τσαϊκόφσκι με τη σύζυγό του.
Ο συνθέτης έγραψε την τελευταία του, έκτη – γνωστή και ως «Παθητική» – συμφωνία το 1893, έργο βαρύ, σχεδόν απεγνωσμένο, που πέρασε απαρατήρητο στην εποχή του (σήμερα θεωρείται από πολλούς το μεγάλο του αριστούργημα). Πέθανε μόλις εννέα μέρες μετά την παρουσίαση της, στις 6 Νοεμβρίου. Τα χαρτιά λένε πως τον σκότωσε η χολέρα. Πολλοί όμως μελετητές του έργου του πιστεύουν πως αυτοκτόνησε. Ο θάνατος του παραμένει ένα μυστήριο. Ο αδελφός του Τσαϊκόφσκι πάντως, σε μια βιογραφία που έγραψε για τον συνθέτη, μίλησε με τα χειρότερα λόγια για τη δυστυχισμένη χήρα, σε μια προσπάθεια να θολώσει τα νερά γύρω από την αμφιλεγόμενη σεξουαλικότητα του αποθανόντα. Η δε Αντονίνα πέθανε, σχεδόν μισότρελη, το 1917.
Αυτές είναι λίγο – πολύ οι πηγές του αντιφρονούντα Ρώσου σκηνοθέτη Κιρίλ Σερεμπρένικοφ (πλέον ζει και εργάζεται στη Γερμανία μετά από πολλά μπλεξίματα με τις αρχές), και απ’ αυτές εμπνέεται για την τελευταία του ταινία με τίτλο «Η γυναίκα του Τσαϊκόφσκι», ένα ψυχοπαθολογικό πορτραίτο απόγνωσης που γίνεται ολοένα και πιο πνιγηρό όσο πλησιάζουμε προς το τέλος του. Στο μεταξύ, δεν είναι η πρώτη φορά που το σινεμά καταπιάνεται με το ζήτημα: Ο Κεν Ράσελ (ποιος άλλος, αλήθεια) με τους «Αιώνιους εραστές» του το 1971, κατέγραψε τη σχέση του Τσαϊκόφσκι με την Αντονίνα με μια ιλιγγιώδη, εκστατική φιλμική γραφή, η δε Γκλέντα Τζάκσον έδωσε μια σπουδαία ερμηνεία στον πρώτο ρόλο.
Σπουδαία ερμηνεία δίνει και η Ρωσίδα Αλιόνα Μιχαΐλοβα ως Αντονίνα, παίρνοντας όλη την ταινία στη πλάτη της. Μην περιμένετε να μάθετε πολλά για τον Τσαϊκόφσκι εδώ. Αυτό που απασχολεί τον Σερεμπρένικοφ είναι το πάθος της ηρωίδας του, μιας ηρωίδας περιφρονημένης σε έναν γάμο που δεν ολοκληρώνεται ποτέ. O βαθύς σπαραγμός της όμως μοιάζει να εξαφανίζει όλες τις άλλες πτυχές της προβληματικής του που από ένα σημείο και μετά, μονάχα αχνοφαίνονται: Η υποκρισία της Ρωσικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, οι πατριαρχικές προβολές της, ακόμα και αυτό το πάθος του Τσαϊκόφσκι για τη μουσική. Κάθε φορά που η Αντονίνα χαμογελά, ξέρουμε πολύ καλά πως πίσω από το πρόσωπο της κρύβεται μονάχα απόγνωση, και η μονίμως σκοτεινή παλέτα του φιλμ μας βυθίζει ολοένα και πιο βαθιά σ’ αυτή. Ναι, υπάρχει μεγάλη σκηνοθετική μαεστρία σε αυτό το αισθητικό κομψοτέχνημα, αλλά, να σας πούμε την αλήθεια, η «Γυναίκα του Τσαϊκόφσκι» θα μπορούσε να είναι και λιγότερο μονοσήμαντη – εκτός κι αν υποθέσουμε πως αυτός ήταν και ο τελικός στόχος του Σερεμπρένικοφ, πως αυτό το βάρος με το οποίο αφήνουμε την αίθουσα ήταν εντέλει το ζητούμενο.