Skip to main content

Σκοτώνοντας με στυλ

Ο John Wick κερδίζει τις εντυπώσεις, αλλά υπάρχουν πολλά μικρά διαμάντια αυτή την εβδομάδα.

Μια σκηνή από το τελευταίο «John Wick» πρέπει να κοστίζει όσο οι υπόλοιπες (αξιόλογες) ταινίες της εβδομάδας μαζί. Σημαίνει αυτό πως, με τα λεφτά του «John Wick 4», θα μπορούσαμε να έχουμε πολλαπλάσιες ταινίες σαν κι αυτές; Φυσικά και όχι, αυτά τα ζητήματα είναι πιο περίπλοκα απ’ ότι ακούγονται – αλλά είναι μια σκέψη που εύκολα μπαίνεις στον πειρασμό να κάνεις. Θα μου πείτε, πέρασες άσχημα με το «John Wick 4»; Ομολογώ πως διασκέδασα μάλλον αρκετά. Σταθερά λιγομίλητος, ο Κιάνου Ριβς σκοτώνει θεαματικά έναν αριθμό «κακών» που πληθυσμιακά αγγίζουν σχεδόν αυτόν μιας μικρής χώρας, αυτό όμως που σε κερδίζει είναι η μεγάλη κινηματογραφική φροντίδα του όλου ανεγκέφαλου θεάματος. Εδώ, οι σωματικές αναμετρήσεις είναι υπέροχα χορογραφημένες, και η κάμερα τις καταγράφει με μεγάλη προσοχή, δίχως τα ενοχλητικά cut των παρεμφερών ταινιών του είδους, ενώ υπάρχει χώρος ακόμα και για εντυπωσιακά μονοπλάνα, καθώς και για πετυχημένες αναφορές: Όλο το τελευταίο μέρος της ταινίας οφείλει την ύπαρξη του στο «Warriors» του Γουόλτερ Χιλ, αλλά το nod είναι τόσο φινετσάτο που του βγάζεις το καπέλο. Η δε σεκάνς στην Αψίδα του Θριάμβου είναι για ανθολογία.

Από την άλλη, όπως έγραφα παραπάνω, υπάρχει το «άλλο» σινεμά: Στο Ιρανικό φιλμ «Η Λέιλα και τα αδέρφια της» του Σαΐντ Ρουστάγι, μια κόρη 40 ετών χαστουκίζει τον γέρο πατέρα της (δικαίως) και το προκαλούμενο σοκ είναι απείρως πολλαπλάσιο σε ισχύ απ’ αυτό που σου προκαλούν οι εκρήξεις 50 οικοδομικών τετραγώνων στην τελευταία ταινία της Marvel. Για δυόμιση ώρες παρακολουθούμε την πορεία μιας προβληματικής οικογένειας, με τη Λέιλα να αγανακτεί όντας η ικανότερη του σπιτιού, περικυκλωμένη όμως από τέσσερα αδέρφια, και δυο καταπιεστικούς γονείς – όλοι τους άχρηστοι, στην κυριολεξία. Με αφήγηση που παραπέμπει σε ιταλικό δράμα αξιώσεων (δεν βαριέσαι λεπτό), η ταινία αποδεικνύει πως το νέο Ιρανικό σινεμά σήμερα δείχνει πλέον ως ένα από τα πιο πολυπρόσωπα της παγκόσμιας κινηματογραφίας – την ίδια στιγμή που όλες οι σημαντικές ταινίες του, όσο διαφορετικές κι αν δείχνουν, διαθέτουν ξεκάθαρη εθνική ταυτότητα, καθώς όλες μιλούν για τις παθογένειες του τόπου τους. Σίγουρα τους βοηθά το μέγεθος των παραγωγών τους – διεθνείς όλες τους, με προϋπολογισμούς που ξεπερνούν κατά πολύ (μα πάρα πολύ) τους αντίστοιχους μιας μέσης ελληνικής ταινίας. Και πάλι όμως, θα μπορούσαν να μας παραδειγματίσουν. Έστω λίγο.

Στο δε σπαρακτικά χαμηλόφωνο «Utama, το σπίτι μας», του Αλεχάντρο Λοάιζα Γκρίσι, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι ιθαγενών που ζει σε ένα μακρινό χωριό της Βολιβίας αντιμετωπίζει μια ασυνήθιστα μακρά ξηρασία. Πρέπει να φύγουν για να σωθούν, τους λένε, να πάνε σε ένα άλλο μακρινό χωριό. Εδώ είναι ο τόπος μας, τους απαντούν, αντιμετωπίζοντας με στωική αξιοπρέπεια το αθέατο αντίκτυπο της υπερθέρμανσης του πλανήτη – αυτό δηλαδή που μας διαφεύγει.