Ένας (εξαιρετικά) παχύσαρκος καθηγητής λογοτεχνίας. Οι μαθητές του δεν τον έχουν δει ποτέ: Οι παραδώσεις γίνονται online, και η κάμερα του είναι μονίμως κλειστή. Κάτι φρικτό συνέβη στο παρελθόν, κάτι που τον οδήγησε σε αυτή την ιδιότυπη «αυτοεξορία». Τώρα όμως, που ο χρόνος μετράει αντίστροφα, προσπαθεί να επανασυνδεθεί με την κόρη του, να «προλάβει να κάνει κάτι σωστά», όπως ακούγεται και στο τρέιλερ. Είναι δύσκολο να αντισταθείς στη σαρωτική δύναμη της τελευταίας ταινίας του Ντάρεν Αρονόφσκι.
Κινηματογραφημένη σε «τετράγωνο» κάδρο, δίχως να προσπαθεί καν να μασκαρέψει τις θεατρικές καταβολές του πρωτότυπου (αν και ντεκουπαρισμένη με Πολανσκι-κή χάρη), η «Φάλαινα», είναι ένα ασφυκτικό μελόδραμα, μονοδρομημένο έτσι ώστε να σε οδηγήσει απαρέγκλιτα στο λυτρωτικό κλάμα, όπως δηλαδή συμβαίνει και στις καλύτερες ταινίες του είδους. Τι κι αν οι θρησκευτικές εμμονές του σκηνοθέτη είναι και εδώ πανταχού παρούσες; Τι κι αν δεν στέκονται όλες οι ερμηνείες στο ίδιο υψηλό επίπεδο της τριάδας Μπρένταν Φρέιζερ – Χονγκ Τσάου – Σέιντι Σινκ (με αυτή τη σειρά); Το φιλμ πετυχαίνει το στόχο του: Είδα την ταινία στο Φεστιβάλ της Βιέννης, σε μια κατάμεστη αίθουσα 1200 θέσεων. Από το πρώτο μισό της ταινίας μπορούσες να αισθανθείς πως όλοι μας είχαμε συγκινηθεί – άκουγες και κάνα «σνιφ» που και που, πολύ πριν αρχίσουν τα δάκρυα. Άκουγες όμως και εκδηλώσεις φόβου ή ακόμα και απέχθειας. Γιατί ενώ οι περισσότεροι σκηνοθέτες εκεί έξω θα ήταν αρκετά ικανοποιημένοι με το να στήσουν ένα καλό μελόδραμα (που συνιστά μια μεγάλη κινηματογραφική τέχνη), ο δικός μας εδώ ενδιαφέρεται πρωτίστως να υπογράψει «μια ταινία του Ντάρεν Αρονόφσκι». Εδώ, υποφέρουν μεν οι ήρωες, υποφέρουν, ως οφείλουν, και οι θεατές, το μαρτύριο τους όμως πατά λιγότερο στο δράμα των πρώτων και περισσότερο στις θρησκευτικές εμμονές που αναφέραμε στην αρχή του κειμένου: Είναι στιγμές που αισθάνεσαι πως η ταινία μας τιμωρεί, πως αυτό το μαρτύριο μας αξίζει. Θα μου πείτε, και ο Λαρς Φον Τρίερ το ίδιο έκανε με το «Δαμάζοντας τα κύματα». Ε όσο να’ ναι, είναι λίγο διαφορετικά τα μεγέθη.
Ο δε Τομ Χανκς δίνει τον καλύτερο εαυτό του στο «Ένας άνθρωπος που τον έλεγαν Όττο», ριμέικ της ομώνυμης Σουηδικής ταινίας που, με τη σειρά της, βασίστηκε στο μυθιστόρημα του Φρέντρικ Μπάκμαν «Ένας άντρας που τον λένε Ούβε». Είναι ο κακός, στραβός κι ανάποδος Όττο, αυστηρός και επικριτικός με τους πάντες, «κλειδωμένος» στον εαυτό του από τότε που έχασε τη μονάκριβη σύζυγο του. Όλα αυτά, μέχρι που φτάνουν οι νέοι θορυβώδεις γείτονες της απέναντι μονοκατοικίας, μια αφορμή για να ανοίξει επιτέλους, αργά αλλά σταθερά, η καρδιά του στριφνού μεσήλικα. Ο Μαρκ Φόστερ που σκηνοθετεί, δυστυχώς, υπερτονίζει τις γλυκερές σημάνσεις του στόρι, πρώτα απ’ όλα με τη γλυκανάλατη μουσική υπόκρουση που δεν σου επιτρέπει στιγμή να αντιπαθήσεις τον κεντρικό ήρωα! Κι αν δεν αντιπαθήσεις τον κεντρικό ήρωα, τι μάθημα ανθρωπιάς θα αποκομίσεις όταν αυτός διαψεύσει τις προσλαμβάνουσες σου; Οπότε και η ταινία αρχίζει, εξελίσσεται, και τελειώνει με μια επίπεδη μονοκοντυλιά.
Σαν μονοκοντυλιά βέβαια τρέχει και το «Operation fortune: Η μεγάλη απάτη» όπου ο Γκάι Ρίτσι ξανασμίγει με τους Τζέισον Στέιθαμ και Χιου Γκραντ (που μοιάζει να απολαμβάνει επιτέλους το «τσαλάκωμα» του), σε μια ωραιότατη κωμική περιπέτεια κοσμοπολίτικων τόνων. Δεν περνάς όμως καθόλου άσχημα, ίσως επειδή ο Ρίτσι βάζει στην άκρη τους γνωστούς εφετζίδικους βερμπαλισμούς του (γίνονται και θαύματα). Εδώ ο Στέιθαμ παίζει τον μυστικό πράκτορα που αναλαμβάνει να «παγιδέψει» τον κακό μεγιστάνα Γκραντ μέσω του αγαπημένου του κινηματογραφικού αστέρα, που ενσαρκώνει διασκεδαστικά ο Τζος Χάρνετ. Σας θυμίζει λίγο το «The unbearable weight of massive talent» με τον Νίκολας Κέιτζ; Κανείς δεν είναι τέλειος!
Από το Φεστιβάλ Βενετίας έρχεται το «Ο σύντροφος Βολκονόγκοφ απέδρασε» των Αλεξέι Χουπόφ & Νατάσα Μερκούλοβα. Όπου το έτος 1938, ο Φίοντορ, αξιοσέβαστος και υπάκουος υπάλληλος του νόμου της ΕΣΣΔ, γίνεται μάρτυρας μιας σειράς βάρβαρων ανακρίσεων συναδέλφων του και αποφασίζει να την κοπανήσει όταν διαισθάνεται πως έρχεται η σειρά του. Εκεί πάνω, ο προσφάτως δολοφονηθείς κολλητός και συνάδελφος του βγαίνει από τον τάφο (δεν σας κάνω πλάκα) και τον ενημερώνει: Μας έχουν στείλει όλους στην Κόλαση, βρες έναν τρόπο να συγχωρεθείς. Και γι’ αυτό τρέχει ο κακομοίρης ο Βολκονόγκοφ, για μια θέση στον Παράδεισο και όχι για να σώσει τη ζωή του, γιατί το παιχνίδι είναι στημένο και το ξέρει. Όλα αυτά δοσμένα με ένα χιούμορ εντελώς Ντοστογιεφσκι-κό, ένα χιούμορ δηλαδή που μέσα από το παράλογο των περιγραφών του, σε φέρνει εντέλει πιο κοντά στον κεντρικό ήρωα παρά τα κρίματα του. Με άλλα λόγια, είναι μια εντελώς Ρωσική (δηλαδή μυστικιστική) κριτική σε μια πολύ συγκεκριμένη χρονική περίοδο της ΕΣΣΔ που έρχεται στις οθόνες με την πρέπουσα βαρύτητα της εποχιακής συγκυρίας.
Από το τερέν του τρόμου, η «M3GAN», μια ανατριχιαστικά αληθοφανής κούκλα που έχει προγραμματιστεί να είναι ο καλύτερος σύντροφος ενός παιδιού (και ο μεγαλύτερος σύμμαχος ενός γονιού) «παίρνει ανάποδες», για να το πούμε απλά, ενώ το «πακέτο» των νέων ταινιών συμπληρώνεται από το καρτούν «Μαρμαντιούκ» με το γνωστό σκύλο. Βγαίνει τέλος και σε επανέκδοση η θρυλική «Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, αλλά κρατείστε επιφυλάξεις για την κόπια γιατί έρχονται στα αυτιά μου πολλά παράπονα από τους θεατές του «Studio».