Skip to main content

Γιώργος Γερακάρης: «…όσα μας λείπουν είναι εδώ […] όσα είναι εδώ μας λείπουν»

«Υπεραπουσία», εκδόσεις 24γράμματα

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

Η ποιητική συλλογή του Γιώργου Γερακάρη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις 24γράμματα· «Υπεραπουσία» είναι ο τίτλος της.
Ο ποιητής μίλησε μαζί μας.

«Υπεραπουσία»· θα θέλατε να μας συστήσετε αυτή την τρίτη, ποιητική σας συλλογή;

«Η συλλογή γράφτηκε σε δύο φάσεις. Μεταξύ του πρώτου μισού και του δεύτερου, μεσολάβησε ένα διάστημα σιωπής, μέχρι να επανέλθει εκείνη η μυστηριακή κλήση που πολλοί ονομάζουν “έμπνευση” και να ολοκληρωθεί η συγγραφή της.

Η λέξη “Υπεραπουσία” είναι πολυσήμαντη έννοια, αλλά πρωτίστως αφορά μια υπερβατική απουσία, που ταυτόχρονα αποτελεί μία υψηλότερη, αιματηρή παρουσία. Ένα είδος εγκόσμιας υπερπραγματικότητας, που -αν και απρόσιτη- μας διαπερνά αθόρυβα και μας περιέχει. Και προκαλεί πόνο, αλλά και υποστασιακό ενθουσιασμό».

Ποια κεντρικά θέματα συναντούμε στον πυρήνα των ποιημάτων σας;

«Έρωτας και θάνατος. Το υπέρτατο αντιθετικό ζεύγος, που ουσιαστικά είναι το μόνο θέμα της ποίησης και το κύριο θέμα της ύπαρξής μας γενικότερα. Όλα τα άλλα είναι παράγωγα και υποκατηγορίες του».

Όσα δεν έγιναν, όσα δεν ειπώθηκαν, όσα απουσιάζουν από τη ζωή μας, όσα μας λείπουν πόσο, τελικά, μας καθορίζουν;

«Όπως λέει και ο Ρίλκε, “είμαστε αυτοί που όλο πηγαίνουν”. Ένα ον που είναι προορισμένο να βρίσκεται πάντα καθ’ οδόν, όπως ο άνθρωπος, φυσικά βιώνει την απουσία και καθορίζεται από αυτήν. Παράλληλα, θα πρόσθετα ότι είμαστε και αυτοί που διαρκώς θυμούνται. Όσα δεν έγιναν, όσα δεν ειπώθηκαν και όσα μας λείπουν είναι καταρχάς αυτά που χάθηκαν χωρίς να μας εγκαταλείψουν. Είναι αυτά που συνεχίζουν να υπάρχουν στο βασίλειο της εσωτερικής ζωής, αυτά που μας ακολουθούν και πάντα επανέρχονται, όχι ως υλική αλλά ως απούσα παρουσία. Επιπλέον, για όσα μας λείπουν μπορεί να υπάρχει ο -εξωλογικός ή μη- πόθος της μελλοντικής απόκτησης ή ανάκτησής τους. Άρα, η απουσία είναι ταυτισμένη με ανάμνηση και με άρρητη ελπίδα.

Δεδομένου, επίσης, ότι βρισκόμαστε πάντα καθ’ οδόν, όσα δεν έγιναν, δεν ειπώθηκαν και όσα λείπουν από τη ζωή μας μπορεί να είναι και αυτά που πάντα απομένουν. Όσο κι αν προχωράμε, όμως, αυτά που απομένουν είναι μεγαλύτερα από τα βήματά μας, καθώς μοιάζουν να πολλαπλασιάζονται ή να κρύβονται, να μετατοπίζονται, να μεταμορφώνονται και να ανανεώνονται αδιαλείπτως.

Όλα αυτά είναι απελπιστικά αλλά και λυτρωτικά. Η απουσία προκαλεί οδύνη γιατί συνδέεται με την έλλειψη και τη ματαίωση. Ταυτόχρονα, όμως, θέλγει και εκστασιάζει γιατί είναι ταυτισμένη με το μυστήριο, το δέος και την αρχέγονη σιωπή του άπιαστου και του μη πεπερασμένου. Απουσία σημαίνει Ανεκπλήρωτο αλλά και Ανεξάντλητο.

Επίσης, οι έννοιες της απουσίας και της παρουσίας φαίνεται πως είναι αλληλένδετες. Η απουσία μάς ωθεί να συνειδητοποιήσουμε την παρουσία. Η δε παρουσία μπορεί να αντανακλά μια απουσία, δηλαδή μια ανώτερη υπεραισθητή οντότητα, έναν μητρικό Πυρήνα, όπου νιώθουμε ότι ανήκουμε, αλλά μας αφαιρέθηκε ή δεν μας έχει δοθεί (αποκαλυφθεί) ακόμα, τουλάχιστον εξ ολοκλήρου. Υπό αυτήν την έννοια, η απουσία μπορεί να είναι η πληρέστερη μορφή παρουσίας, που διαπνέεται από ωκεάνια νοσταλγία για το παρελθόν και για το μέλλον.

Και βέβαια, υπάρχει η προσωρινή αιωνιότητα της στιγμής, στο πλαίσιο της οποίας έχουμε ενίοτε την παράξενη αίσθηση ότι οι αντινομίες συναιρούνται αστραπιαία και τα χαμένα επαναπατρίζονται κάτω από μια άχρονη αγκαλιά που υπερβαίνει τον νοητικό ορίζοντα.

Με βάση τα προαναφερθέντα, μπορούμε να πούμε ότι, σε κάποιον βαθμό, όσα μας λείπουν είναι εδώ και -αντιστρόφως- όσα είναι εδώ μας λείπουν».

Γεγονότα, επιλογές κι αποφάσεις μας· ένα σχόλιό σας και για τη δυναμική όσων είναι εδώ;

«Κατ’ ουσίαν, τις αποφάσεις τις παίρνει η ζωή, που είναι ο απόλυτος πρωταγωνιστής. Τα πρόσωπα δεν αίρονται πάνω από αυτήν.

Η δυναμική όσων είναι εδώ αναβλύζει από αόρατες πηγές. Το αποτέλεσμα αυτής της δυναμικής καθρεφτίζεται στην ανθρώπινη ιστορία και την καθημερινότητα, ενώ η προέλευσή της παραπέμπει σε κάποια Υπεραπουσία».

Θα μας πείτε λίγα λόγια για την πρώτη ανάμνηση ποιητικής δημιουργίας που διατηρείτε; Πότε και πώς αισθανθήκατε, καταλάβατε ότι η ποίηση θα γίνει για εσάς χώρος δημιουργίας;

«Η πρώτη, χρονικά, επαφή μου ήταν σε πολύ μικρή ηλικία -στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού,  και την οφείλω σε στενά συγγενικά μου πρόσωπα -από την οικογένεια της μητέρας μου- που με μάθαιναν να διαβάζω ποίηση, κυρίως Έλληνες λυρικούς. Όμως, η πρώτη, πιο ουσιαστική, επαφή μου με την ποίηση ήταν στα εφηβικά μου χρόνια, όταν ένας σπουδαίος καθηγητής μού έδωσε δύο βιβλία: το ένα είχε ποιήματα του Χαίλντερλιν και το άλλο του Ρίλκε. Από τότε, άρχισα να σκάβω περισσότερο μέσα μου και να κολυμπάω στα βαθιά».

Από πού αντλείτε έμπνευση; Κάποια κεντρικά θέματα, καταστάσεις, σκέψεις ή στιγμές που σας κινητοποιούν;

«Σε γενικότερο επίπεδο, είναι γνωστό ότι η εισαγωγή ψυχικού πόνου, που οφείλεται σε διάφορες καταστάσεις, προσωπικές ή κοινωνικές, οδηγεί ή συμβάλλει στη σύλληψη, κυοφορία και γέννηση ενός ποιητικού έργου. Αυτό, όμως, δεν είναι απόλυτο, δεδομένου ότι η σχετική διαδικασία είναι μεταφυσική (μη εξηγήσιμη). Δεν υπάρχουν συνταγές. Συχνά, η έμπνευση αναδύεται απρόκλητα, σε ώρες ανύποπτες που φαίνεται να επιλέγει η ίδια».

Θα μπορούσατε να μας περιγράψετε, αν υπάρχουν, συνήθεις, συχνές ή οικείες συνθήκες στις οποίες γράφετε ποίηση;

«Συγκεκριμένες προϋποθέσεις και συνθήκες κατά την πρωτογενή διαδικασία δεν υπάρχουν.  Υπάρχουν, όμως, κάποιες ώρες και κάποιοι τόποι που, όπως έχω διαπιστώσει, ευνοούν τη γέννηση και την επεξεργασία ενός στίχου. Για παράδειγμα, επειδή είμαι νυχτερινός τύπος, μάλλον οι νυχτερινές ώρες είναι πιο πρόσφορες για ποιητική αφύπνιση, καθώς και για την απαραίτητη αυτοσυγκέντρωση. Επίσης, οι βραδινοί περίπατοι και οι σχετικές περιπλανήσεις (εσωτερικές και εξωτερικές) πιθανώς συμβάλλουν στην έλευση και την επεξεργασία στίχων και σκέψεων. Όπως αναφέρει και ο Γκαίτε, “η νύχτα είναι το άλλο μισό της ζωής και μάλιστα το καλύτερο μισό”. Ακόμα και ορισμένα τοπία και μέρη, όπως η Σαντορίνη -όταν δεν έχει πολύ κόσμο, ή κάποιες πόλεις της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, έχουν μια ιδιαίτερη αύρα και δύναμη που πυροδοτεί την ποιητική διαδικασία.

Σε δεύτερο χρόνο, όταν δουλεύω και ξαναδουλεύω τα ποιήματα που έχω γράψει, για να κάνω αφαιρέσεις και διορθώσεις, συχνά ακούω και μουσική -συνήθως κλασική, αλλά κάποιες φορές και ροκ, μπλουζ, ηλεκτρονική, παλιά ελληνικά κ.λπ.».

Πώς θα περιγράφατε, ως προσωπική εμπειρία, την ποιητική σας διαδρομή;

«Ως μια προσπάθεια έκφρασης δια των λέξεων, πραγμάτων που είναι πέρα από τις λέξεις -γνωρίζοντας ότι η προσπάθεια αυτή καταλήγει σε ήττα, αλλά ελπίζοντας και σε κάποιες μικρές νίκες. Ως μια νυχτερινή πορεία αυτογνωσίας σε δύσβατα ορεινά μονοπάτια, στις παρυφές των απρόσιτων κορυφών, όπου επικρατεί ερημιά και πυκνό σκοτάδι, αλλά και ριγηλό φως όταν ξημερώνει, έστω και στιγμιαία. Και ως μια γοητευτική και επικίνδυνη περιπλάνηση στην παραφροσύνη της μεγάλης πόλης, όπου κάποιες φορές απόγνωση και επίγνωση συνομιλούν για λίγο, με έναν παράξενο τρόπο».

Ποιητές, δημιουργοί, γεγονότα που έχουν επιδράσει στην ποιητική σας ταυτότητα;

«Δεν ξέρω κατά πόσο έχουν επιδράσει στην ποίησή μου, δεδομένου ότι δεν θεωρώ κάποιον πρότυπό μου. Γενικώς, δεν έχω πρότυπα και πιστεύω ότι δεν υπάρχουν αυθεντίες. Ωστόσο, σίγουρα υπάρχουν δημιουργοί που είναι πολύ μεγάλα αναστήματα και σημεία αναφοράς και κάποιοι από αυτούς νιώθω ότι με καλούν να συνομιλήσω μαζί τους, όσο μπορώ. Τέτοιες περιπτώσεις, από τους Έλληνες,  είναι οι Καβάφης, Σολωμός, Καρυωτάκης. Υπάρχουν, βέβαια, και άγνωστοι ποιητές, νεότεροι από αυτούς, με σπουδαίο έργο, όπως ο Γιώργος Σκουρογιάννης κ.ά. Από τους ξένους ποιητές, οι πιο δυνατοί για μένα είναι οι  Έλιοτ, Ρίλκε, Τρακλ,  καθώς και άλλοι δημιουργοί και μυστικές συνειδήσεις όπως ο Λάο Τσε, αλλά και φιλόσοφοι, μουσικοσυνθέτες κ.λπ. -δεν χρειάζεται να τους αναφέρω έναν προς έναν. Και ασφαλώς, όταν μιλώ για τεράστια πνευματικά αναστήματα, αναφέρομαι και σε αρχαίους Έλληνες, ιδίως Προσωκρατικούς».

Να υποθέσουμε ότι ήδη έχετε γραμμένες σελίδες, με υλικό της επόμενης συλλογής σας;

«Προς το παρόν όχι. Ανήκω στη “σχολή” αυτών που γράφουν ποίηση μόνο αν και όταν ακούσουν βαθιά μέσα τους τη Φωνή, τον εσωτερικό κοχλασμό που πιέζει για εξωτερίκευση. “Το αίμα που πρέπει να τρέξει”… Αυτός είναι και ο λόγος που μπορεί να περάσουν πολλά χρόνια για να εκδώσω κάτι. Τα ποιήματα προκύπτουν. Δεν εκβιάζονται».

Θα μοιραστείτε μαζί μας, κάποια λόγια, κάποιους στίχους από την «Υπεραπουσία»;

ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ

Μες στην απόλυτη σιωπή

του μαύρου ωκεανού

είναι ένα φως που αναδύεται απρόκλητα.

Σε ώρες ακανόνιστες κι αδιάφορες.

Μια απουσία που σβήνει όλες τις παρουσίες.

Μέσα σε χώρους αμνημόνευτους κι ασήμαντους,

μες σε δωμάτια κλειδωμένα,

μες σε τοπία απόμερα και ξεχασμένα.

Πέρα από πρόσωπα και πράγματα.

Πέρα από ήχο κι από εικόνες.

Πέρα από τη σκέψη.

Φως άφωνο κι απρόκλητο,

μες στην απόλυτη σιωπή

του μαύρου ωκεανού.

Μια απουσία που σβήνει όλες τις παρουσίες.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΤΡΑΙΝΟ

Πρέπει να υπήρχε ένας σταθμός ακόμα.

Δεν έληγε στο τέρμα η διαδρομή.

Το ένιωθε συχνά όταν επέστρεφε τα βράδια.

Όσο κι αν δεν κατέβηκε ποτέ εκεί.

Όσο κι αν δεν αναγραφόταν πουθενά.

Εκείνος ο σταθμός υπήρχε.

Στο σκοτεινό ανικανοποίητο της καληνύχτας

που ανέπνεε στα βλέμματα άγνωστων κοριτσιών.

Στην υπερβατική απόγνωση

του ανεπανάληπτου κάθε στιγμής∙

στην κατανυκτική του αιμορραγία.

Όταν νύχτες ολόκληρες περιπλανιόταν

και μεθούσε με απουσία

στις παρυφές του αφανέρωτου σπιτιού.

Κι αόρατο νερό αφυπνιζόταν

θερμαίνοντας το εγκόσμιο κενό.

Εκείνος ο σταθμός υπήρχε.

Όσο κι αν δεν κατέβηκε ποτέ εκεί.

Όσο κι αν δεν αναγραφόταν πουθενά.