Skip to main content

Ο μεγάλος Τσαρούχης μιλά για ζωγράφους

«Μαθήματα ζωγραφικής – Χίος, 1981», επιμ.-σημ. Ευφροσύνη Δοξιάδη, Αχιλλέας Τζάλλας, εκδόσεις Άγρα

Η έκδοση περιέχει την πιστή απομαγνητοφώνηση μιας σειράς μαθημάτων για την ιστορία της ελληνικής ζωγραφικής που παρέδωσε ο Γιάννης Τσαρούχης [1910-1989] τον Ιούλιο του 1981 στο Ιωνικό Κέντρο της Χίου.

Διαβάζουμε στην Εισαγωγή τής Ευφροσύνης Δοξιάδη: «O Τσαρούχης σε όλη του τη ζωή αρνιότανε να μαγνητοφωνηθεί ενώ μιλούσε. Το κείμενο του παρόντος βιβλίου είναι μια λαμπρή εξαίρεση: Δέχτηκε να διδάξει, δέχτηκε να κινηματογραφηθεί και δέχτηκε να μαγνητοφωνηθεί διδάσκοντας. Αυτό είναι μια πολύτιμη κληρονομιά για μας που ακολουθήσαμε.

Όπως πάντοτε αρνιόταν τον τίτλο του δασκάλου, κι εδώ δεν παραδίδει μαθήματα ως καθηγητής· μπορεί τα θέματα των μαθήματων να είναι προσεκτικά μελετημένα και συγκροτημένα, αλλά διαβάζοντας το κείμενο, διανθισμένο με αποφθεγματικές διαπιστώσεις συγκλονιστικής ακρίβειας και πρωτοτυπίας αλλά και με το αυθόρμητο χιούμορ του, έχουμε την αίσθηση ότι παρακολουθούμε τους ελεύθερους συνειρμούς του σε μια από εκείνες τις συζητήσεις με τους φίλους του όταν μοιραζόταν μαζί μας γενναιόδωρα τα μυστικά της τέχνης του, αυτά που αναζητούσε με συγκινητική επιμονή σε όλη του τη ζωή.

«…Η ύπαρξις ενός λαού και η διατήρησις της ταυτότητός του είναι ένας συνεχής αγών, σαν τον αγώνα που κάνει στα σύνορά του. Αν αυτό παραλύσει δεν θα ’χουμε να προσφέρουμε τίποτα, και σήμερα που ’μαστε μέλη της Κοινής Αγοράς πρέπει να προσφέρουμε κατιτί αλλιώς θα ’μαστε πτωχοί συγγενείς…»

Δεν μιλά ως ιστορικός τέχνης αλλά ως ζωγράφος και για ζωγράφους: “Μιλάω για ζωγράφους κυρίως εγώ και ζητώ συγγνώμη απ’ τους άλλους που δεν τα λέω φιλολογικά να τα καταλάβουνε”. Παρακολουθώντας όμως την εξέλιξη της ελληνικής τέχνης από τη μινωική περίοδο μέχρι τα σύγχρονα χρόνια, επανέρχεται διαρκώς στα τεχνικά ζητήματα που τον απασχολούσαν, στις εκδηλώσεις των γενικών ζωγραφικών προβλημάτων στην ελληνική τέχνη αλλά και στα στοιχεία της διαχρονικής της ενότητας.

Εξάλλου, δεν ασχολείται μόνο στενά με τη ζωγραφική αλλά επιμένει στη δομή της κοινωνίας και την ιδεολογία κάθε εποχής, και σε παραλληλισμούς με τις άλλες τέχνες. Ιδιαίτερα ενδιαφέρεται, ακόμα, για το θέατρο και τα κοστούμια, μια και είχε εργαστεί πολλές φορές ως σκηνογράφος, και σκηνοθέτησε και ο ίδιος παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας.

Όπως λέει  στο μάθημα β΄: “Δε χρειάζεται ο άνθρωπος να ξέρει τόσα πολλά πράγματα” -σ’ αυτή την πολύ προσωπική ιστορία της τέχνης κατά Γιάννη Τσαρούχη μιλά με τη βεβαιότητα της προσωπικής διαπίστωσης και δεν αναπαράγει τις απόψεις άλλων για την ελληνική τέχνη. Σαν ένα μεγάλο τέλειο φίλτρο, έχει χωνέψει όλη την ιστορία της τέχνης και έχει διαμορφώσει μια συνολική θεώρηση –οι λεπτομέρειες δεν τον ενδιαφέρουν. […]

«Καφενείον το Νέον (Νύχτα)», 1965 – 1966, λάδι σε μουσαμά, 127 x 180 εκ. [Τσαρούχης Γιάννης (1910 – 1989), Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη]
Ο Τσαρούχης (γεννημένος το 1910) έδωσε αυτά τα μαθήματα σε ηλικία εβδομηνταενός ετών, έχοντας πίσω του την εμπειρία του πολέμου, της δικτατορίας στην Ελλάδα και πολλά χρόνια ειρήνης και ζωγραφικής, κι έχοντας ζήσει στην Ελλάδα και στη Γαλλία. Είναι η μοναδική φορά που δέχτηκε τον τίτλο του δασκάλου, που πάντοτε τον αρνιότανε θέλοντας να τονίσει τη δυσκολία της ζωγραφικής ως τέχνης. […]

Ακούγοντάς τον να μιλάει, μετέχει κανείς στη δικιά του σφαιρική εικόνα του κόσμου. Είναι σαν να βλέπεις έναν θόλο αστεροσκοπείου που περιέχει όλες του τις σκέψεις και τις πεποιθήσεις, όλες του τις αγάπες: τη ζωγραφική, το θέατρο με τα σκηνικά και τα κοστούμια του, τον Καραγκιόζη, και βέβαια τον Πειραιά, το σκηνικό μέσα στο οποίο μεγάλωσε. Μίλαγε σαν χείμαρρος, κι αυτό μπορεί να παραξενέψει κάποιον που δεν τον έχει ξανακούσει να μιλάει έτσι αυθόρμητα. Ο Τσαρούχης, όπως μού είπε κάποτε ένας φίλος ψυχαναλυτής, “είναι ο άνθρωπος που βρίσκεται σε επαφή με τα συναισθήματά του περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο που ξέρω”. Χωρίς ρητορείες, χωρίς ηθικολογίες, με τα απλά του καθημερινά λόγια, μας κάνει κοινωνούς ενός μαγικού κόσμου, του κόσμου του –που είναι κι ο δικός μας κόσμος, η Ελλάδα που έχουμε μέσα μας».

Υπό το τίτλο: «Η έννοια ελληνικότητα», μεταξύ άλλων, διαβάζουμε -ακούμε τον Τσαρούχη να λέει: «Θα πάρουμε μια άλλη λέξη, όπως είναι η ελληνικότης. Τι πιο φυσικό, ο Έλληνας να είναι Έλληνας, αφού είναι Έλληνας; Τώρα, η φροντίδα να γίνει ελληνικός είναι μία τουριστική φροντίδα. […]

Λοιπόν, αποκηρύσσω μετά βδελυγμίας την προσπάθεια να γίνω Έλληνας με τεχνητά μέσα για να ικανοποιούνται οι αμάθειες των ξένων, που ονομάζουν το ένα πράγμα ελληνικό και το άλλο πράγμα μη ελληνικό. Είναι η κακή σημασία της λέξεως ελληνικότης. […]

Αυτοί που σώζονται αντιγράφοντας ένα ζωγράφο ή μία τεχνοτροπία είναι μαϊμούδες, και έχουν ένα ταπεινό ιδανικό, να περάσουν απαρατήρητοι στην Ευρώπη· διότι, όταν κάνεις  ό,τι κάνει πολύς κόσμος από κοινή επίδραση, το μόνο πράγμα που θα συμβεί θα είναι να μείνεις απαρατήρητος. […]

Λοιπόν, η ελληνική παράδοσις, όπως κάθε παράδοσις, άμα χρησιμοποιηθεί καλά, μπορεί να μας βοηθήσει να δώσουμε μια προσφορά σημαντική στην ανθρωπότητα. Αλλά όταν θέλουμε να γίνουμε εφάμιλλοι των άλλων, τα οποία έχουν καταγραφεί και ταξινομηθεί και έχει μπει η ημερομηνία της εφευρέσεώς των, δεν μπορούμε να πετύχομε πολύ διότι οι άλλοι θα μας βάλουνε σε δεύτερη κατηγορία. Όλο αυτό το με τα μούτρα πέσιμο στη μοντέρνα τέχνη ορισμένων Ελλήνων ζωγράφων τούς δίνει το δικαίωμα να λαμβάνουν μέρος σ’ όλες τις διεθνείς εκθέσεις, αλλά να περνάνε και απαρατήρητοι και να μην αντιπροσωπεύουνε τα προβλήματα τα ανθρώπινα όπως παρουσιάζονται στην Ελλάδα. Ο σκοπός δεν είναι να δείξομε το εθνικό μας συμφέρον, το οποίο είναι άγνωστο πολλές φορές. Να επιλύσουμε τα δικά μας προβλήματα τα ατομικά· αν το πρόβλημά μας είναι να μη μας γνωρίζουν ότι είμαστε Έλληνες, είναι μικρό ιδανικό. Σημασία έχει να ξυπνήσεις τον άλλον κόσμο και να παλέψεις με τους δυνατούς, όχι να μιμηθείς τους δυνατούς. Άμα δεν μπορείς να παλέψεις, γιατί να παλέψεις, περιττό να είσαι και μεγάλος άνθρωπος όταν το ιδανικό σου περιορίζεται στο να μιμηθείς καλά ό,τι έχει γίνει ήδη. Ως μαθητεία είναι καλό αυτό, αλλά δεν μπορείς να εξακολουθήσεις αιωνίως. Πρέπει να γυρίζει κανείς στον εαυτόν του και στον τόπο του. […]

…οι ζωγράφοι όσο πιο σοβαροί είναι τόσο  πιο πολύ πρέπει να ζωγραφίζουν  κοινά πρόσωπα, τα οποία μπορείς εύκολα να τα βρεις στο δρόμο και να συγκρίνεις αν τα απέδωσε καλά. Το λέει ο Νίτσε αυτό κάπου, ότι οι μεγάλοι ζωγράφοι ζωγραφίζουν καλά απλά τοπία, ασήμαντα τοπία. Οι μικρότεροι, ξέροντας την υστέρησή τους σε δύναμη ζωγραφική, κάνουνε εξαιρετικά τοπία με πολύ ψηλά βράχια περίεργα, με περίεργα κτίρια. Καταλάβατε πώς είναι το πράγμα;»