© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η κυριότερη προκεχωρηµένη βάση της Βρετανίας στην Ασία, ήταν η Σιγκαπούρη. Η πτώση της πόλης σήμανε την απώλεια των ∆υτικών Ινδιών -και όλων των συµµαχικών δυνάμεων. Εκατόν πενήντα χιλιάδες άντρες πιάστηκαν αιχμάλωτοι και ελάχιστοι απ’ αυτούς κατάφεραν να επιβιώσουν στα σχεδόν τέσσερα χρόνια αιχμαλωσίας.
Στο Τσάνγκι, το πλέον διαβόητο στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου της Ασίας, µόνο ένας στους δεκαπέντε έγκλειστους είχε τη δύναμη, την τύχη και την εξυπνάδα να επιβιώσει.
«Το Τσάνγκι ήταν σφηνωμένο σαν μαργαριτάρι στην ανατολική άκρη του νησιού της Σιγκαπούρης και ιρίδιζε κάτω από το θόλο του τροπικού ουρανού. Βρισκόταν σε μια πλαγιά με μικρή κλίση, περιτριγυριζόταν από μια ζώνη πράσινου και πιο πέρα το πράσινο έδινε τη θέση του στη γαλαζοπράσινη θάλασσα κι η θάλασσα στην απεραντοσύνη του ορίζοντα.
Από κοντά το Τσάνγκι έχανε την ομορφιά του και γινόταν ό,τι πραγματικά ήταν -μια τρομερή και αποκρουστική φυλακή. Πανύψηλοι τοίχοι γύρω από ηλιοδαρμένα προαύλια, γύρω από συγκροτήματα κελιών.
Μέσα στα τείχη, μέσα στα συγκροτήματα των κελιών, σε ορόφους πάνω από ορόφους υπήρχαν κελιά που μπορούσαν να φιλοξενήσουν δυο χιλιάδες κρατούμενους. Τώρα, στα κελιά, στους διαδρόμους και σε κάθε πιθανή διαθέσιμη γωνιά, ζούσαν κάπου οχτώ χιλιάδες άντρες. Άγγλοι και Αυστραλοί κυρίως -λιγοστοί Νεοζηλανδοί και Καναδοί-, τα απομεινάρια των ενόπλων δυνάμεων της εκστρατείας στην Άπω Ανατολή.
Αυτοί οι άντρες ήταν εγκληματίες. Το έγκλημά τους ήταν αβυσσαλέο. Είχαν χάσει τον πόλεμο. Και είχαν επιζήσει.
Οι πόρτες των κελιών ήταν ανοιχτές, οι πόρτες των συγκροτημάτων των κελιών ήταν ανοιχτές, η τερατώδης πύλη που έχασκε στους τοίχους ήταν ανοιχτή κι οι άντρες μπορούσαν να μπαινοβγαίνουν σχεδόν ελεύθερα. Όμως, παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούσε να υπάρχει μια αίσθηση πνιγηρού, μια αίσθηση κλειστοφοβικού. […] Αν το στρατόπεδο δεν δημιουργούσε μπελάδες, δεν έβρισκε και μπελάδες. Αν ζητούσες φαγητό, έβρισκες τον μπελά σου. Αν ζητούσες φάρμακα, έβρισκες τον μπελά σου. Αν ζητούσες οτιδήποτε, έβρισκες τον μπελά σου. Το ότι ζούσες, ήταν αρκετό για να βρεις τον μπελά σου.
Για τους άντρες, το Τσάνγκι ήταν κάτι παραπάνω από φυλακή. Το Τσάνγκι ήταν η γένεση, το μέρος όπου ξανάρχιζαν από την αρχή».
Η τροφή σπάνιζε και οι συνθήκες ήταν ανυπόφορες· αλλά υπήρχαν τρόποι να απαλύνεις το μαρτύριο, αν γνώριζες τον κατάλληλο άνθρωπο. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο αποκαλούμενος Βασιλιάς. «Οι άντρες έτρωγαν και εμπιστεύονταν σε ομάδες. Δυάδες, τριάδες, σπανίως τετράδες. Ένας μόνος του ποτέ δεν μπορούσε να καλύψει αρκετό έδαφος, ή να βρει κάτι φαγώσιμο, να ανάψει φωτιά, να μαγειρέψει και να το φάει -όχι μόνος του. Τρεις ήταν η τέλεια ομάδα. Ένας να ψάχνει, ένας να φυλά ό,τι είχε βρεθεί κι ένας εφεδρικός. Όταν ο εφεδρικός δεν ήταν άρρωστος, έψαχνε κι αυτός ή φύλαγε. Όλα ήταν χωρισμένα στα τρία. Αν έπαιρνες ένα αυγό, ή έκλεβες μια καρύδα, ή έβρισκες μια μπανάνα, πήγαινε στην ομάδα. Ο νόμος, όπως κάθε φυσικός νόμος, ήταν απλός. Μόνο με αμοιβαία προσπάθεια επιζούσες. Το να κρύψεις κάτι από την ομάδα ήταν μοιραίο, γιατί έτσι σε έδιωχναν από την ομάδα, κι αυτό μαθευόταν. Κι ήταν αδύνατον να επιζήσεις μονάχος.
Όμως ο Βασιλιάς δεν είχε ομάδα. Ήταν αυτάρκης από μόνος του. Το κρεβάτι του βρισκόταν στην καλύτερη γωνία του παραπήγματος, κάτω από το παράθυρο, σχεδόν στην τέλεια θέση για να πιάνει και ελαφρύτερο αεράκι. Το κοντινότερο κρεβάτι ήταν δυόμισι μέτρα μακριά. Το κρεβάτι του Βασιλιά ήταν καλό. Ατσάλινο. Οι σομιέδες ήταν σφιχτοί, το στρώμα γεμισμένο με μπαμπάκι. Το κρεβάτι ήταν σκεπασμένο με δυο κουβέρτες και όλα ήταν πεντακάθαρα -από το πανωσέντονο μέχρι το ξασπρισμένο από τον ήλιο μαξιλάρι. Πάνω από το κρεβάτι, απλωμένη σφιχτά σε στύλους, ήταν μια κουνουπιέρα. Αψεγάδιαστη».

Ο Βασιλιάς είχε κι εκείνος την τιμή του· και σε ένα στρατόπεδο διαβόητο για τη σκληρότητα, την αδικία και τη διαφθορά του, ήταν ο πιο μισητός απ’ όλους.
«Ο Βασιλιάς των Αρουραίων» είναι µια ιστορία επιβίωσης· το καλύτερο μυθιστόρημα της αγγλικής γλώσσας για τα στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου των Ιαπώνων. Μία μυθιστορηματική αφήγηση του τρόμου εκείνων των ημερών από την πένα του αριστοτέχνη Τζέιμς Κλάβελ· μα και αφήγηση βαθιά προσωπική, καθώς ο ίδιος επέζησε του Τσάνγκι και ξέρει τι είναι ικανός να κάνει κανείς για να επιβιώσει…