Skip to main content

Πέθανε η ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη

Αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες ποιητικές φωνές του νεοελληνικού λογοτεχνικού κανόνα

Πέθανε σε ηλικία 75 ετών η σπουδαία Ελληνίδα ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη, που έχει τιμηθεί με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων.

Αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες ποιητικές φωνές του νεοελληνικού λογοτεχνικού κανόνα.

Η εξόδιος ακολουθία θα γίνει την  Πέμπτη 1.8 στον Ιερό Ναό της Αγίας Ζώνης (Επτανήσου 70, Κυψέλη) στις 11.30 π.μ. , και θ’ ακολουθήσει η ταφή στο Νεκροταφείο Ζωγράφου.

Η Τζένη Μαστοράκη γεννήθηκε το Φεβρουάριο του 1949 στην Αθήνα και σπούδασε βυζαντινή και μεσαιωνική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ανήκει στη Γενιά του ’70, ομάδα Ελλήνων συγγραφέων και ποιητών που άρχισαν να δημοσιεύουν τα έργα τους κατά τη δεκαετία του 1970, και ειδικότερα προς το τέλος της Χούντας των Συνταγματαρχών και τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Η πρώτη εμφάνιση ποιήματος της έγινε το 1971. Το ποίημα αυτό συμπεριλήφθηκε στην «Αντι-ανθολογία» του Δημήτρη Ιατρόπουλου. Το πρώτο της βιβλίο, με τίτλο«Διόδια», εκδόθηκε το 1972.

Τα ποιητικά έργα της κίνησαν το ενδιαφέρον του Γιάννη Ρίτσου και της Νανάς Καλλιανέση, ενώ τα ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες και δημοσιεύθηκαν σε ανθολογίες και περιοδικά ανά τον κόσμο.

Παράλληλα, εξίσου σημαντικό ήταν το μεταφραστικό της έργο. Μετέφρασε λογοτεχνία και θεατρικά, ενώ συνέδεσε το όνομά της με τη μετάφραση στα ελληνικά του θρυλικού «Φύλακα στη σίκαλη» του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ.

Το 1989 βραβεύθηκε από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια με το βραβείο Thornton Niven Wilder για το μεταφραστικό της έργο. Επίσης, το 1992 έλαβε βράβευση από τη Διεθνή Επιτροπή Παιδικού Βιβλίου (ΙΒΒΥ, International Board on Books for Young People) για τη μετάφραση του παιδικού βιβλίου «Ο ταξιδιώτης της αυγής».

Συλλυπητήριο μήνυμα της Υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη 

Πληροφορούμενη την απώλεια της Τζένης Μαστοράκη, η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη έκανε την ακόλουθη δήλωση:

Η απώλεια της Τζένης Μαστοράκη μας στερεί μία από τις μεγαλύτερες μορφές των σύγχρονων Γραμμάτων μας. Εκπρόσωπος της Γενιάς του 70, μας καταλείπει ένα ποιητικό έργο, το οποίο πέρασε τα σύνορα και γνώρισε πολλές ξενόγλωσσες εκδόσεις. Διακρίνεται για το απόλυτα προσωπικό του στίγμα, αναδεικνύοντας την άρρηκτη σχέση γραφής και ανάγνωσης αλλά και την πολύχρονη βιωματική εμπλοκή της δημιουργού με τη γλώσσα, την ιστορία και τη λογοτεχνία.

Η Τζένη Μαστοράκη υπήρξε κορυφαία μεταφράστρια. Αναμετρήθηκε με κλασικά και σύγχρονα κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, από την πεζογραφία, την ποίηση, το θέατρο, αλλά και εμβληματικά δοκίμια, από διαφορετικές γλώσσες. Μας πρόσφερε μεταφράσεις που αποτελούν σημεία αναφοράς, τόσο για τα ίδια τα έργα, όσο και για τον επανακαθορισμό του μεταφραστικού είδους. Το μεταφραστικό corpus της Τζένης Μαστοράκη, το οποίο συγκρότησε επί δεκαετίες, με αφοσίωση, επίμονη και επίπονη δουλειά, διακρίνεται για τη γλωσσική του ακρίβεια και το ξεχωριστό αισθητικό του αποτύπωμα.

Μέσω της μακράς πορείας της αναδείχθηκε σε μοναδική περίπτωση των ελληνικών Γραμμάτων, που τίμησε με την αδιάλειπτη και ποιοτική, χωρίς εκπτώσεις, προσφορά της. Στο έργο της συνδύασε την ασυμβίβαστη μέριμνα για τη γλώσσα με τη δημιουργική ανάπλαση του παρελθόντος, τη χαρτογράφηση της μνήμης και τη σιωπηλή, αλλά εκφραστικότατη αφομοίωση του βιώματος.

Η Τζένη Μαστοράκη σπάνιος άνθρωπος, σπάνιος δημιουργός, με παραδειγματική αφοσίωση στην Τέχνη, δεν επεδίωξε ποτέ την περιττή και άσκοπη δημοσιότητα. Πρόλαβε, όμως, να χαρεί την αναγνώριση του έργου της, όπως πιστοποιούν οι πολυάριθμες βραβεύσεις της, με εξέχουσα την απονομή του Μεγάλου Βραβείου Γραμμάτων 2020.

Στην οικογένειά της και στους φίλους της, απευθύνω τα πιο ειλικρινή μου συλλυπητήρια.

Εταιρεία Συγγραφέων – Ανακοίνωση 

Με μεγάλη θλίψη πληροφορηθήκαμε τον θάνατο της διακεκριμένης ποιήτριας και μεταφράστριας, μέλους της Εταιρείας Συγγραφέων, Τζένης Μαστοράκη. Η Τζένη Μαστοράκη γεννήθηκε το 1949 στου Ζωγράφου. Σπούδασε Βυζαντινή Φιλολογία στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρωτοεμφανίστηκε στα Γράμματα με ένα ποίημά της που περιλήφθηκε στην “Αντι-ανθολογία” του Δημήτρη Ιατρόπουλου, το 1971. Δημοσίευσε τέσσερεις ποιητικές συλλογές: Τα διόδια (1972), Το σόι (1978), Ιστορίες για τα βαθιά (1983), Μ’ ένα στεφάνι φως (1989). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες και έχουν δημοσιευτεί σε ανθολογίες και περιοδικά στο εξωτερικό. Ανήκε στη Γενιά του ’70.

Υπήρξε συστηματική μεταφράστρια από την αγγλική, τη γερμανική, την ιταλική και την ισπανική γλώσσα. Το 1989 βραβεύθηκε από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια με το βραβείο Thornton Niven Wilder για το μεταφραστικό της έργο. Το 1992 βραβεύτηκε επίσης από τη Διεθνή Επιτροπή Παιδικού Βιβλίου (ΙΒΒΥ, International Board on Books for Young People) για τη μετάφραση του παιδικού βιβλίου Ο ταξιδιώτης της αυγής του Κλάιβ Στέιπλς Λιούις. Το 2020 τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων του Υπουργείου Πολιτισμού.

Εκ μέρους του Δ.Σ. και των μελών της Εταιρείας Συγγραφέων εκφράζουμε τα βαθύτερα και ειλικρινή μας συλλυπητήρια στην οικογένεια και τους οικείους της.

Η Έρη Σταυροπούλου, αντιπρόεδρος της Ε.Σ., γράφει:

Για την Τζένη, τη φίλη από τα παλιά

Με την Τζένη Μαστοράκη μάς συνδέουν πολλά με πρώτο το ότι γεννηθήκαμε την ίδια μέρα της ίδιας χρονιάς. Ήταν λοιπόν εύκολο να θυμόμαστε να ανταλλάζουμε ευχές στα γενέθλιά μας! Μας βάφτισαν με μεγαλοπρεπή ονόματα, Ιφιγένεια εκείνη, Ερασμία-Λουίζα εμένα, που γρήγορα τα κρύψαμε πίσω από δισύλλαβα υποκοριστικά.

Πρωτοσυναντηθήκαμε στα έδρανα της Φιλοσοφικής της Αθήνας πρωτοετείς το 1967, εγώ στη Νεοελληνική και εκείνη στη Βυζαντινή Φιλολογία. Με γοήτευσε η φωτεινή και ταυτόχρονα σοβαρή σχεδόν δωρική μορφή της και το υποδόριο χιούμορ της. Αργότερα στην εικόνα της προστέθηκαν το τσιγάρο στο χέρι και η εντυπωσιακή σεμνότητα μαζί με την απλόχερη τρυφερότητα.

Χρόνια αργότερα μου έγραφε: «Αγαπημένη μου Έρη, παλιά μου φίλη. Έχει περάσει καιρός από τότε που κρατούσαμε πυρετωδώς σημειώσεις στο μάθημα των Νέων Ελληνικών, και που το Συναξάριον του Τιμημένου Γαϊδάρου ήταν (συν-πλην) όλη η λογοτεχνία των φοιτητικών μας θρανίων. Κι ωστόσο, μου φαίνεται σαν χτες. Το πολύ, προχτές. Γιατί αυτά που μοιραστήκαμε, από μακριά κι από κοντά, τόσα και τόσα χρόνια, ήταν απείρως περισσότερα. Και πρώτα πρώτα τα γενέθλιά μας!»

Χρόνια δίσεκτα, τα βουβά πρώτα χρόνια της δικτατορίας στο πανεπιστήμιο, με τον απόηχο του Μάη του ’68 και των κινητοποιήσεων στα αμερικανικά πανεπιστήμια να φτάνουν διαθλασμένα και με δυσκολία ως εμάς. Φτάνανε πάντως.

Η επιστήμη μας στραμμένη όλως διόλου στο παρελθόν και ανάμεσα στους καθηγητές ελάχιστες μικρές οάσεις πνευματικής και ψυχικής προσφοράς. Τις διαφυγές του τις όριζε και τις αναζητούσε ο καθένας από μας μόνος του. Η Μαστοράκη είχε ανοίξει από χρόνια το παράθυρο της ποίησης. Στους στίχους της βρίσκουμε σοφά τοποθετημένα τα ψήγματα από όσα είχε τότε σπουδάσει.

Όταν ξανασυναντηθήκαμε στα χρόνια της ωριμότητας, ξέραμε ότι υπήρχαν κοινοί δεσμοί φιλίας, αμοιβαίας κατανόησης, καθώς κι ένα επιπλέον θέμα συζήτησης, οι κόρες μας και η ενασχόληση τους με το θέατρο. Ωστόσο, ένα θέμα που δεν προέκυψε ποτέ στις φιλικές μας συναντήσεις ήταν η ποίηση. Ακόμη κι όταν εγώ ρωτούσα, η Τζένη δεν απαντούσε. Δεν θα χρειαζόταν ίσως, την παρουσία της ποίησης την αισθανόμασταν βαθιά κι οι δυο. Άλλωστε η ίδια έχει πει: «Δεν κουβεντιάζονται τα ποιήματα».

Από τις εμβληματικές ποιήτριες της γενιάς του ’70, δηλώνει εκ των υστέρων για τα κοινά χαρακτηριστικά εκείνης της σειράς ποιητών, που ήταν όμως και τα χαρακτηριστικά της γενιάς μας: «Τα μόνα ‘συστατικά’ που μπορώ να σκεφτώ, αφορούν την κοινή καταγωγή μας: Γεννηθήκαμε από ανθρώπους της Κατοχής και του Εμφύλιου. Βρεθήκαμε φορτωμένοι με κληρονομικά τραύματα, πολιτικά και κοινωνικά, που δεν πολυξέραμε τι να τα κάνουμε. Διανύσαμε σχεδόν συνειδητά (στις διάφορες ηλικίες μας) δύο ανεπανάληπτες δεκαετίες, του ’60 και του ’70. Γνωρίσαμε παράλογες απαγορεύσεις κάθε είδους. Μεθύσαμε με όλα τα απαγορευμένα: βιβλία, μουσικές, ταινίες, ιδέες. Νιώσαμε από τις ίδιες τις συνθήκες την ανάγκη να μιλήσουμε δυνατά, δημοσιεύοντας, άλλοι μέσα σε μια στρατιωτική δικτατορία (σπρωγμένοι από τον άνεμο της «Συνέχειας» και των «Δεκαοχτώ Κειμένων»), άλλοι στο χάος μιας μεταπολίτευσης που ήταν απελπισμένη και κοσμογονική. Προλάβαμε να ζήσουμε, τότε παλιά, μια εποχή όπου τα ποιήματα μπορούσαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο.»

Η πρώτη συλλογή της εκδόθηκε το 1972, χρονιά αποφοίτησής της από το Πανεπιστήμιο. Τίτλος άμεσα δηλωτικός: Διόδια, η αναγκαία πληρωμή για να αρχίσει κανείς μια νέα διαδρομή. Σε αυτή τη διαδρομή προχώρησε σταδιακά οικοδομώντας με τα δικά της ποιητικά υλικά έναν χώρο που περιχαρακώνει και «κατοικεί». Στις δύο πρώτες συλλογές φρόντισε να αποδομήσει τον υπάρχοντα κόσμο της και στις δύο επόμενες να συνθέσει τον καινούργιο. Στην ποιητική γενιά του ’70, που έχει χαρακτηριστεί ως γενιά της «αμφισβήτησης» ή της «άρνησης» η κατάθεση αυτή της Μαστοράκη θεωρώ ότι συνιστά τη δική της πρόταση, την οποία κατόρθωσε να ολοκληρώσει μέσα στις τέσσερεις ποιητικές της συλλογές.

Από την εξωτερική πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, την οποία σχολιάζει με λόγο λιτό, πέρασε στο ζήτημα των ενδοοικογενειακών σχέσεων, για να καταβυθιστεί κατόπιν στο πιο ιδιωτικό συναίσθημα, τον έρωτα, μέσα σε ένα εξαιρετικά σκηνογραφημένο και εντυπωσιακά σκηνοθετημένο δράμα. Η συνολική κίνηση είναι σαφώς ελικοειδής από έξω προς τα μέσα, προς τον πυρήνα της ύπαρξης. Παράλληλα εντείνεται η συνομιλία της με τον ξένο ποιητικό λόγο, ο διάλογος με τους ομότεχνους που φαίνεται να λειτουργεί επιβοηθητικά για τη δημιουργία εντέλει ενός σταθερού στοιχείου, ενός προστατευτικού πλέγματος για την ψυχή και τον συναισθηματικό κόσμο.

Από την άποψή αυτή δεν μπορώ να μιλήσω για το τέλος της ποιητικής δημιουργίας της Τζένης Μαστοράκη αλλά για την ολοκλήρωση της ποίησής της και την κατοπινή σχεδόν ολοκληρωτική αφιέρωσή της στη μετάφραση με λαμπρά κι εδώ αποτελέσματα.