© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
«Ήρεμα Φεύγω» τιτλοφορείται το βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γκοβόστη στο οποίο η Μάχη Τζαβέλλα υπογράφει μια τολμηρή νουβέλα, όπου οι πρωταγωνιστές στροβιλίζονται διαρκώς μαζί με τα όνειρα και τις ματαιώσεις τους σε ένα μικρό, φτωχικό διαμέρισμα σε συνθήκες ανέχειας.
Για την έκδοση η οποία διεκδικεί μια θέση στη βαλίτσα των διακοπών σας είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε με την Μάχη Τζαβέλλα.
Μέσα από το βιβλίο σας φέρνετε στο προσκήνιο τα συμπλέγματα μιας οικογενειακής σχέσης. Θεωρείτε ότι στις μέρες μας η οικογένεια, ως θεσμός πάσχει και αν ναι, γιατί;
«Με ποιο κριτήριο να ισχυριστεί κανείς ότι πάσχει ο θεσμός σήμερα, σε σχέση με άλλοτε, και με ποια περίοδο ακριβώς; Διαχρονικά, αντιμετωπίζει πλείστα όσα προβλήματα, το μόνο σίγουρο είναι ότι αλλάζει, μεταβάλλεται και ένα καλό είναι ότι σήμερα μιλάμε πιο ανοιχτά, επικοινωνούμε τις ανάγκες μας, στα παιδιά ειδικότερα, βρίσκω ότι δίνεται η δυνατότητα να εκφραστούν και μου αρέσει πολύ αυτός ο αέρας ελευθερίας. Η φρενίτιδα της καθημερινότητας απ΄ την άλλη δεν βοηθάει, όλοι τρέχουν να εκπληρώσουν τις πολλαπλές υποχρεώσεις τους έναντι τρίτων. Χρειάζεται μια σχετική ηρεμία να μπορέσει να σκύψει κανείς σε λεπτά ζητήματα, σε βαθύτερες ψυχικές ανάγκες. Συμπλέγματα υπήρχαν και δυστυχώς θα υπάρχουν, εκτός και αν, μια μέρα, συνειδητά οδηγηθούμε όλοι, ιδία θελήσει, στην ψυχοθεραπεία.»
Τοποθετείτε την πλοκή της ιστορίας σας σ’ ένα μικρό, φτωχικό διαμέρισμα. Οι συνθήκες διαβίωσης των ηρώων σας πόσο έχουν επηρεάσει τις προσωπικές τους σχέσεις αλλά και τις επιλογές τους;
«Η ανέχεια συνδυαστικά με την ασχήμια του περιβάλλοντος προφανώς και δεν δρουν καταπραϋντικά σε σχέσεις τόσο προβληματικές όσο αυτή. Η ένστασή μου έγκειται στο θέμα των επιλογών των ηρώων, αν και σωστότερο θα ήταν να πω ‘’των μη επιλογών τους’’. Διαβιούν άθλια, αδύναμοι όντες να προσδιορίσουν τα προσωπικά τους όρια και τις επιθυμίες τους. Είναι σαν να μην μπορούν να ωριμάσουν. Δεν κατανοώ για παράδειγμα, γιατί ο 35άρης γιος ζει σε αυτή την ηλικία, με τον συνταξιούχο πατέρα του. Γιατί έχει περιορίσει τη ζωή του σε ένα φριχτό διαμέρισμα και δεν ανοίγει τα φτερά του να κατακτήσει τον κόσμο ποικιλοτρόπως ή τουλάχιστον να το προσπαθήσει. Όσο για τον πατέρα, κι αυτός αντιστοίχως, είναι έρμαιο των καταστάσεων, και είναι μάλλον πολύ αργά να αναστρέψει το κλίμα που εν πολλοίς έχει διαμορφώσει ο ίδιος.»
Θίγετε, επίσης, το ζήτημα της αναπηρίας, ο κεντρικός σας χαρακτήρας είναι ανάπηρος. Υπάρχουν ταξικά εμπόδια σε σχέση με τη συμπερίληψη; Πόσο έχουμε προχωρήσει ως κοινωνία προς την ουσιαστική ορατότητα;
«Φοβάμαι ότι ο ορίζοντας είναι πολύ θολός και τα ταξικά εμπόδια, πλείστα όσα κι αυτά. Κατά τη γνώμη μου ωστόσο, το χειρότερο είναι η μεταξύ μας συμπεριφορά προς τους αναξιοπαθούντες. Η συνολική στάση μας απέναντί τους δεν μας τιμά καθόλου, και αν υποθέσουμε ότι γίνεται μια μικρή, μηδαμινή προσπάθεια, δυστυχώς κι αυτή πατάει πάνω σε σαθρό έδαφος.»
Ο ήρωάς σας, μετά το ατύχημα που είχε, αναθεωρεί όλα όσα είχε δεδομένα. Έχει υπάρξει κάποια στιγμή στη δική σας ζωή που χρειάστηκε να επαναξιολογήσετε όσα θεωρούσατε αυτονόητα;
«Ασφαλώς κι έχει υπάρξει, η διαφορά σε σχέση με τον ήρωα, είναι ότι δεν μου συνέβη με τόσο βίαιο τρόπο. Η επαναξιολόγηση μόνο καλό κάνει, ενώ απ΄ την άλλη, εξ’ ορισμού, τίποτα μα τίποτα, δεν είναι αυτονόητο και δεδομένο.»
Πώς επιδρά ο έρωτας στην ψυχοσύνθεση του ήρωά σας;
«Είναι κάτι σαν καταφύγιο ο έρωτας στον ταλαιπωρημένο ήρωά μας. Κι ενώ φαντάζει εξαιρετικά παρήγορο το ότι επιθυμεί να συνευρίσκεται ερωτικά, δυστυχώς τον ορίζουν βαθύτερες παρορμήσεις και για να το θέσω όσο πιο αντιπροσωπευτικά μπορώ, θα πω ότι τείνει να χρησιμοποιεί τα σώματα, σαν να δανείζεται τις ερωτικές συντρόφους του, παραλλάσσοντας, ενώ δεν θα έπρεπε, κάθε φορά τα πρόσωπά τους με ένα άλλο πολύ συγκεκριμένο.»
Τι είναι για εσάς η συγγραφή; Πως ξεκινήσατε αυτή την τόσο δημιουργική αλλά και επίπονη διαδικασία;
«’’Μάχη λάμπεις όταν λες ότι είσαι συγγραφέας’’, έχω ακούσει αρκετές φορές να σχολιάζουν γνωστοί και φίλοι, και πράγματι έτσι μου συμβαίνει, εντελώς ασυναίσθητα. Επομένως η συγγραφή για μένα, συνδέεται με ένα πολύ ευχάριστο συναίσθημα. Επί της ουσίας όμως πρόκειται για μια κατάσταση αρκούντος επώδυνη, η διαδικασία της γραφής μοιάζει με μια βαθιά θάλασσα που πρέπει να κολυμπήσεις, μια μικρή οδύσσεια, θα μπορούσε κάλλιστα να συγκριθεί και με τον τοκετό. Ώσπου έρχεται η ευλογημένη στιγμή που βάζεις την τελευταία τελεία σου και τότε αναπνέεις βαθιά, επέρχεται η λύτρωση. Άλλο αν σύντομα αρχίζει, ξανά μανά, το τριβέλισμα του επόμενου. Το μεγάλο ευτύχημα είναι ότι ενδιάμεσα θα συνομιλήσεις με κάποιους αναγνώστες και τότε όλο και θα ακούσεις μια απίστευτη άποψη, μια θέση που ούτε κατά διάνοια δεν θα πήγαινε ο νους σου για το ίδιο σου το πόνημα. Αυτές λοιπόν τις στιχομυθίες τις χαρακτηρίζω ως το συγκλονιστικότερο μέρος της διαδικασίας. Είναι κάτι για το οποίο είμαι ευγνώμων κι ευχαριστώ τους αναγνώστες από τα βάθη της καρδιάς μου.»
Τι θα θέλατε ιδανικά να αισθανθεί ο αναγνώστης που θα διαβάσει το βιβλίο σας;
«Παρηγοριά, ελπίδα. Καταφέρνει να επιβιώσει ένας σακατεμένος όμορφος άντρας χωρίς χρήματα, χωρίς υποστήριξη• καταφέρνει να παραμένει ακόμα θελκτικός!»