Αγγελική Χρηστάκη, Η βάρβαρη μουσική της ψευδαίσθησης,
μετάφραση από τα γαλλικά Κατερίνα Γούλα, επιστημονική επιμέλεια και επιμέλεια μετάφρασης: Βίκυ Μαλισόβα, Θανάσης Χατζόπουλος,
σειρά Γραφές της Ψυχανάλυσης, εκδόσεις Αρμός
Θα μιλήσω για το βιβλίο της Αγγελικής Χρηστάκη, εστιάζοντας στον τίτλο ο οποίος σε τρεις λέξεις ενθυλακώνει τον πλούτο της σκέψης της συγγραφέως και των πολυδιάστατων νοημάτων που αναδύονται στο έργο της. Ο αινιγματικός χαρακτήρας του τίτλου είναι ένα παράδειγμα ποιητικού λέγειν, για το οποίο μιλά η Χρηστάκη στο βιβλίο της – είναι ένα τρέκλισμα της γλώσσας πάνω στο μύχιο ράγισμά της. Η ποίηση, ζωντανεύει τη γλώσσα εισάγοντας την κίνηση και τις μεταθέσεις του νοήματος, τα πηγαινέλα του νοήματος όπως λέει η Χρηστάκη, δημιουργώντας ένα πλέγμα που προσδένει τη γλώσσα στο σώμα, γύρω από τη χαρακιά του πραγματικού, γύρω από τη μουσική της γλώσσας.
Η βάρβαρη μουσική της ψευδαίσθησης
Το πρώτο που μου προσέλκυσε την προσοχή στον τίτλο είναι η θέση της μουσικής, ως σημαίνον. Αν διάβαζα η ‘βάρβαρη ψευδαίσθηση’ δε θα μου φαινόταν παράξενο, αλλά πιθανόν ούτε κάτι το ενδιαφέρον. Η ψευδαίσθηση βιώνεται από το υποκείμενο συχνά ως κάτι ξένο, άξεστο, βάρβαρο, κάτι που περιγράφεται σαν εισβολή κι όχι ως κάτι που ανήκει στον κόσμο του. Αλλά η μουσική, ένα τόσο ευγενές εκφραστικό μέσο, πώς μπορεί να είναι βάρβαρη και πώς μπορεί να συνοδεύει την ψευδαίσθηση; Ακριβώς εδώ η προσθήκη της μουσικής στον τίτλο ανοίγει μια τελείως διαφορετική προοπτική, φέρνει ερωτήματα και νοήματα που θα χάνονταν αν μέναμε στους δύο άλλους όρους. Μέσω της μουσικής της γλώσσας, το πραγματικό του σώματος προσδένεται στο συμβολικό, παραμένοντας ως η βουβή ηχώ μια σιωπηλής απόλαυσης. Έτσι, μια ψευδαισθητική δραστηριότητα μπορεί να επιτρέψει την αναμνημόνευση αυτού που είναι αδύνατο να ειπωθεί και παραμένει μια βουβή ηχώ στην ιστορία του υποκειμένου, δίνοντας ωστόσο σε αυτή την ιστορία μια πραγματική συνοχή.
Η γλώσσα λοιπόν κατέχει κεντρική θέση στο βιβλίο, ειδικά η μητρική γλώσσα. Το θεμελιώδες αποτύπωμα της, η δαγκωματιά της γλώσσας, αυτό διακρίνει την ιστορία του υποκειμένου:
«Η σχέση του υποκειμένου με το πραγματικό χαρακτηρίζεται από τη μοναδική ιστορία του που πλέκεται στη μητρική γλώσσα. Αυτό το πραγματικό φέρεται έτσι από τη γλώσσα σαν ένα δώρο του τίποτα που μεταδίδεται σιωπηλά. Το δώρο αυτό που είναι ένα κομμάτι του πραγματικού αποτελεί πηγή μιας μετάδοσης, η οποία συνιστά την αποστολή της γλώσσας.» (σ. 17)
Θα παρουσιάσω λοιπόν τις σκέψεις που έκανα για το καθένα από τα τρία στοιχεία του τίτλου, με αφορμή τις ιδέες του βιβλίου, μένοντας αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο στο περιεχόμενό του:
Η βαρβαρότητα
Η βαρβαρότητα είναι μια διάσταση της γλώσσας που φέρει το ξένο και οικείο μαζί. Η προφορά είναι αυτό το οικείο ανοίκειο ίχνος της μητρικής γλώσσας – παραπέμπει στη βαρβαρότητα και στη διαφορετικότητα, είναι το ανεξίτηλο αποτύπωμα του δαγκώματος της γλώσσας στο σώμα, η «δοντιά» θα έλεγα που αφήνει η μητρική γλώσσα.
«Κατά το πέρασμα από τη μητρική στην ξένη γλώσσα η προφορά αναδύεται, σαν ανεξάλειπτο ίχνος, φωνητική απόχρωση ενός μύχιου ομιλείν. Αυτή η μικρή μουσική προδίδει τη δαγκωματιά της μητρικής γλώσσας στο σώμα και ακούγεται στο κατώφλι του περάσματος ανάμεσα στις γλώσσες». (σ. 9)
Έχοντας ζήσει κι εγώ για πολλά χρόνια στο εξωτερικό, η υπέρβαση των γλωσσικών ορίων με τη μορφή της μετανάστευσης από τη μητρική γλώσσα στη γλώσσα υποδοχής ή αναδοχής, θα λέγαμε, εμφανίζεται σε σημασιολογικό, γραμματικό και συντακτικό επίπεδο, αλλά κυρίως σε φωνητικό επίπεδο, μέσω της προφοράς.
«Η προφορά η μύχια απόχρωση αυτός ο μοναδικός ρυθμός της εκφοράς των γραμμάτων μιας γλώσσας μεταδίδεται με τη δαγκωματιά της γλώσσας πάνω στο σώμα και μπορεί να επιβιώνει μέσω των γενεών». (σ. 9)
Η δαγκωματιά της μητρικής γλώσσας αφήνει τα σημάδια της στην προφορά η οποία φέρει κάτι από το φαντασιακό, π.χ. μια ταυτότητα καταγωγής και κάτι από το πραγματικό, μια διαφορετικότητα που δεν αίρεται, αλλά μεταφέρεται από το σημαίνον.
«Οι αρχαίοι απέδιδαν αυτή τη χαρακιά που αντηχεί στη γλώσσα με το όνομα βαρβαρόφωνός [… ] Ο όρος βαρβαρόφωνος σημαίνει τη βάρβαρη πνοή που φέρει η φωνή […] η βαρβαρότητα αποκολλάται ταυτόχρονα από την ομιλία και από τη γλώσσα πρόκειται με άλλα λόγια. Πρόκειται για ένα υπόλειμμα που χτυπάει στο αυτί και αναδύεται σαν παραξενιά, ένα ανεξάλειπτο ίχνος, ένα μη αναγώγιμο της μητρικής γλώσσας, ένα υπόλειμμα ανεπίδεκτο διόρθωσης». (σ. 10)
Η βάρβαρη πνοή της φωνής θα πω ότι ανήκει στο πραγματικό της φωνής. Η μία διάσταση της φωνής έχει να κάνει με ένα ηχητικό φαινόμενο που μεταφέρει το νόημα μέσα από την εκφορά του λόγου. Η δεύτερη διάσταση αφορά τον φευγαλέο χαρακτήρα της που μεταδίδει ένα αίνιγμα. Στην αρχή της βρεφικής ζωής η φωνή κυριαρχεί στην ηχηρότητά της, στη συνέχεια, της αφαιρείται αυτή η κυριαρχία και παραμένει ένα υπόλειμμα της φωνής, ένα βαρβαρόφωνο υπόλειμμα. Ένα μέρος της φωνής υποκύπτει στο σημαίνον, μεταφέρει λέξεις και νόημα, συμβολοποιείται, ενώ ένα άλλο μέρος παραμένει στο πραγματικό πεδίο και γίνεται κάτι που ελκύει και απωθεί, όπως συμβαίνει και με την προφορά.
Υπάρχει λοιπόν κάτι βάρβαρο στη δαγκωματιά της γλώσσας. Ο πρώτος που έπλασε τη λέξη ‘βάρβαρος’ άκουσε κάποιους ξένους να μιλούν και με την επανάληψη της συλλαβής ‘βαρ’ θέλησε να αποδώσει την παράξενη αντήχηση αυτού που άκουγε, τη μουσικότητα, με τη δημιουργία ενός σημαίνοντος. Το βρεφικό βάβισμα αντιστοιχεί σε αυτό το βαρ, βαρ, βαρ. Όπως και οι Άγγλοι που χρησιμοποιούν τον όρο babbling που συνδέεται με το μπλα, μπλα, μπλα… δηλώνοντας το ακατάληπτο, αλλά και το ακατάσχετο της φλυαρίας. Αυτό το πρώτο babbling, ο μωρουδίστικος λόγος που συγκροτείται πριν από την αρθρωμένη ομιλία, ο Λακάν το ονομάζει lalangue (λαλόγλωσσα – γλλώσσα) (Λακάν, [1972-1973] 2011, σελ. 113 ) Είναι ένας νεολογισμός που προέκυψε, μετά από μια γλωσσική παραδρομή του ίδιου του Λακάν, όπως επισημαίνει και η Χρηστάκη. Συνδέεται με το λάλλισμα του μωρού στην ονοματοποιητική του διάσταση. Η lalangue αφορά την ομιλία, με στόχο την απόλαυση και όχι την επικοινωνία. Δεν είναι λοιπόν ισότιμο με τη γλώσσα.
Η lalangue ήταν, για τον Λακάν, ένα βασικό σημείο της διδασκαλίας του στη δεκαετία του 1970. Στο σεμινάριο (Λακάν, [1972-1973] 2011) αναφέρεται στη lalangue ως κάτι που προηγείται της γλώσσας. Αν και κατανοούμε ότι η γλώσσα προϋπάρχει του ατόμου μέσω του Άλλου, στη συγκρότηση του υποκειμένου η γλώσσα μπορεί να νοηθεί ως κάτι δευτερεύον και αποτελούμενο από τη lalangue. Είναι κάτι που μεταδίδεται από τον Άλλο, όπως αυτός ενσαρκώνεται από τη μητρική φιγούρα. Από την επιθυμία του Άλλου μεταδίδεται η ηχητική ουσία που αποκτά η lalangue, τα βρεφικά λαλίσματα, π.χ. φωνήματα που είναι ειδικά για κάθε γλώσσα, μα/μπα/ντα. Σε όλες τις γλώσσες όμως, οι πρώτοι ήχοι μοιάζει να είναι ένρινοι. Η μουσική της πρωτο-γλώσσας προέρχεται από την ομιλία της μητέρας και το νανούρισμα, που στις περισσότερες περιπτώσεις μπορεί να είναι απλά ένας ήχος ένρινος.
Η lalangue είναι μια πρωτογλώσσα που πλάθει το παιδί με τη μητέρα του από τα φωνήματα και το βάβισμα του. Μέσω αυτής το παιδί θα αποκτήσει πρόσβαση στη γλώσσα και τότε η λαλάνγκ θα αποτελέσει μια ασυνείδητη γνώση. Η φωνή του μεγάλου Άλλου παρασιτεί στο σώμα του βρέφους και αυτή η αρχική μουσική της μητρικής φωνής είναι μέρος της ψευδαίσθησης ότι το μωρό αποτελεί ένα με τη μητέρα. Όταν τα πρώτα φωνήματα και το βάβισμα δίνουν τη θέση του στην εκφορά ενός ήχου που έχει την αξία ενός γλωσσικού σήματος τίποτε δεν είναι πια το ίδιο. Το μμ, μα, γίνεται μαμά! Και γίνεται πλέον μέρος ενός αιτήματος στη σχέση με τον άλλο. «Μαμά γάλα»! Όμως σε όλες τις γλώσσες που το μαμά είναι ένα κοινό σημαίνον, με μικρές παραλλαγές, και η ετυμολογία του θα φέρει για πάντα αυτό το βάρβαρο κατάλοιπο της λαλάνγκ. Οι ομοφωνίες, αντηχήσεις, η ονοματοποιία, που συναντάμε συχνά στην ποίηση, είναι κάτι που παραμένει στη γλώσσα και αντηχεί στο σώμα στην υλικότητά του, όπως ο ήχος του νανουρίσματος και η μουσική. Είναι το μητρικό που εμποτίζει τη μητρική γλώσσα και συνεχίζει να διαπερνά το σώμα του ομιλητή. Ο Λακάν επιμένει στην ηχητική υλικότητα της lalangue, αναδεικνύοντας έτσι τη μουσική της διάσταση, το δεύτερο στοιχείο του τίτλου του βιβλίου.
Μουσική
Για να διακρίνουμε τη μουσικότητα της lalangue, είναι σημαντικό να επισημάνουμε τη διαφορά της μουσικής από άλλους ήχους ή θορύβους. Η μουσική προκύπτει από την εναλλαγή μεταξύ οργανωμένων ήχων και σιωπών. Χωρίς την οργανωμένη σύνθεση των ήχων, το σύνολο των ηχητικών εκδηλώσεων δεν είναι μουσική, αλλά μόνον θόρυβος. Ο μουσικός ρυθμός και η μελωδία –ο τρόπος με τον οποίο οργανώνονται οι νότες και η σιωπή σε ένα δεδομένο χρόνο– πρωτοπαρουσιάζονται στα παιδιά, πριν από την ίδια την ομιλία, στην περίοδο του λαλλισμού. Η lalangue, όπως λέει ο Λακάν, σχετίζεται με το lalalá, lalation, από το λατινικό lallare, που σημαίνει «τραγουδώ για να αποκοιμηθεί το παιδί», καθώς επίσης σημαίνει κάποιον που δεν είναι στα καλά του και δεν ξέρει τι κάνει– στα ελληνικά έχουμε το «λαλάω» ή «αυτός λάλησε». Αυτό κρύβεται πίσω από το Lalaland, που σαν έκφραση υποδηλώνει μια ευφορική ψευδαισθησιακή κατάσταση, όταν κάποιος βρίσκεται όπως λέμε «στην κοσμάρα του»! Η ελληνική λαλαγή συνδέεται με τη φλυαρία, αλλά και με το τερέτισμα των πουλιών ή των τζιτζικιών. Επιπλέον, κοντά στο λάλα είναι και το λου-λου που δίνει το ρήμα lullen/lull «ηρεμώ κάποιον για να κοιμηθεί» απ’ όπου έχουμε το νανούρισμα (lullabye).
Υπάρχει λοιπόν μια στενή σχέση μεταξύ μουσικής και lalangue. Αρκεί να δει κάποιος ένα μωρό, για να διακρίνει ότι η πρώτη μορφή λόγου είναι γεμάτη μουσικότητα: ρυθμό, επαναλαμβανόμενους ήχους, ονοματοποιίες, παρήχησεις. Συνεπώς, η lalangue αποτελείται από όσα σημασιοδοτούνται από τη μητρική γλώσσα συν τη μουσική, με την οποία αρθρώνει αυτά που σημασιοδοτεί. Η μουσικότητα της φωνής της μητέρας καταγράφεται πρώτα, πριν τα βρέφη δώσουν νόημα στα φωνήματα. Αντιλαμβάνονται ότι η γλώσσα έχει νόημα, πριν μάθουν να μιλάνε και παράλληλα η φωνή της μητέρας, με το μελωδικό της άγγιγμα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, είναι μουσική και αυτό που θα συνεχίσουμε να ακούμε στη μουσική: μια γλώσσα η οποία δεν διακρίνεται σε μεμονωμένα σημεία, αλλά μόνο ως σύνολο, που είναι άμεσο, μη λεκτικό, αμετάφραστο – όπως λέει η Αγγελική Χρηστάκη «επειδή δεν λέει τίποτε, η μουσική είναι δώρο σιωπής. Αυτή η σιωπή είναι μη μεταφράσιμη.» (σ. 15) Μία νότα σε σχέση με μια άλλη δεν έχει την ίδια αξία με ένα σημαίνον που σε σχέση με κάποιο άλλο δημιουργεί νόημα. Η lalangue είναι ένα πεδίο αντηχήσεων, στο οποίο το σημαίνον είναι πιο πρόσφορο για απόλαυση και αποκομμένο από το νόημα, τη σχέση δηλαδή με ένα άλλο σημαίνον. Είναι κάτι που υπερβαίνει το υποκείμενο, που ο λόγος του δεν είναι σε θέση να δηλώσει – έχει να κάνει με κάτι που αντηχεί και εγγράφεται στο σώμα του βρέφους, όπως ακριβώς και η μουσική, είναι κάτι που αντηχεί στο σώμα και δεν συνδέεται με κάποιο νόημα. Όπως γράφει η Αγγελική Χρηστάκη. «Η μουσική είναι παλμός μιας μη μετάφρασιμης ραγισματιάς, ηχώ ενός μύχιου παλμού, μιας γνώσης εγγεγραμμένης στο σώμα.» (σ. 20) Σε αυτόν τον μυθικό και προϊστορικό χρόνο συντελείται η συνάντηση μεταξύ του πραγματικού του σώματος και αυτού που θα εγγραφεί πάνω του, του συμβολικού, δηλαδή εκείνου που ανήκει στη περιοχή του σημαίνοντος. Το υποκείμενο θα γεννηθεί μέσα από τη μουσική της πρωτογλώσσας.
Το πραγματικό της μητρικής φωνής, υποτάσσεται στο σημαίνον και γίνεται η μαμά – η ανθρώπινη μορφή που κουβαλάει όμως για πάντα μαζί με το σημαίνον «μαμά» και την αντήχηση της πραγματικής απόλαυσης, της μουσικής της πρωτογλώσσας. Μόνο μέσα από τη μετάδοση αυτών των πρώτων ήχων, που εκφράζονται από τη μητρική φωνή, μέσα από τις μελωδίες και τους ρυθμούς της, μπορούμε να δώσουμε νόημα στους ήχους που ακούγονται. Το πραγματικό μπορεί να υποκειμενοποιηθεί μόνο όταν είναι δεμένο με το συμβολικό. Οι ήχοι που σχετίζονται μεταξύ τους εξέρχονται από το πεδίο του καθαρού θορύβου και εισέρχονται στη μουσικότητα, εγκαθιστώντας τη βάση από την οποία θα προκύψει στη συνέχεια ο λόγος: εκεί το παιδί θα εγγράψει τα σημαίνοντα που θα πάρει από τον Άλλο.
Ο ρυθμός της μουσικής συνεπάγεται τη διαδοχή μεταξύ της ύπαρξης και της μη ύπαρξης του ήχου. Δηλαδή αντιστοιχεί σε μια παρουσία και σε μια απουσία, σε μια εναλλαγή που είναι γνωστή στην ψυχανάλυση. Ο ήχος ως σημάδι της παρουσίας του Άλλου δημιουργεί τη σιγουριά ότι, στη διαδοχή μιας σιωπής, θα υπάρξει η επανεμφάνιση του ήχου, αυτό που εκπροσωπεί τον Άλλο. Αυτός ο χρόνος της αναμονής του ήχου ως παρουσία, μας θυμίζει το παράδειγμα του fort-da, όπως περιγράφεται από τον Freud (1920) ή τη σταδιακή αποτυχία προσαρμογής της «αρκετά καλής μητέρας» (Winnicott), όταν το παιδί αντιλαμβάνεται την παρουσία της μέσα από τους ήχους που κάνει στην κουζίνα, ετοιμάζοντας το γάλα, αντί να είναι εκεί και να προσφέρει το μαστό της άμεσα. Με άλλα λόγια η μητέρα επιστρέφει από τη σιωπή, μέσα από την μουσική ψευδαίσθηση. Το λάλλισμα του μωρού δεν έχει πρόθεση να επικοινωνήσει, αλλά μάλλον να απολαύσει την εξαφάνιση και την επανεμφάνιση του Άλλου – θα λέγαμε είναι η απόλαυση της μεταβατικής εμπειρίας, με όρους του Γουίνικοτ, μέσω της μουσικής ως μιας γλώσσας που δεν αφηγείται, αλλά αντηχεί στο σώμα.
Η lalangue, το λάλλισμα αφήνει τα σημάδια της απόλαυσης στο σώμα του παιδιού, το δάγκωμα του σεξουαλικού που μένει ανεξίτηλο στη γλώσσα, όπως παρουσιάζεται και στο βιβλίο. Υπάρχει κάτι πραγματικό στον εαυτό που το συμβολικό δεν θα μπορέσει ποτέ να περιχαρακώσει πλήρως.
Ψευδαίσθηση
Σχετικά με την ψευδαίσθηση, η Αγγελική Χρηστάκη διακρίνει το καθεστώς της ψευδαίσθησης ως οργανωτικού φαινομένου της σχέσης με την πραγματικότητα. Μαθαίνουμε να μιλάμε, να χρησιμοποιούμε τη γλώσσα, μέσα από μια διαδικασία της ψευδαισθητοποίησης των λεκτικών ιχνών. H ψευδαισθητική αυτή ψυχική λειτουργία αποτελεί μια αρχική βάση για την ανάδυση της υποκειμενικότητας κι όχι η παθολογική κατάργησή της.
«Η ψευδαίσθηση των μνημονικών ιχνών είναι ένα ψυχικό στάδιο της έλευσης της γλώσσας και της ομιλίας, αφού το ανθρώπινο ον μαθαίνει να μιλάει ψευδαισθητοποιώντας τα λεκτικά ίχνη. Μέσω της ψευδαισθητικής δραστηριότητας τα πρωταρχικά ίχνη της γλώσσας ριζώνουν στο σώμα. Αυτά τα ίχνη προτού γίνουν μνημονικά φέρουν σαν σε αποτύπωμα τη στοιχειώδη υλικότητα της σεξουαλικής δαγκωματιάς της γλώσσας στο σώμα». (σ. 61)
Η ψευδαισθητοποίηση στη δυναμική της μεταβιβαστικής σχέσης, εμφανίζεται ως το ξετύλιγμα ενός αδύνατου να αρθρωθεί και ενός τίποτε να ακουστεί – δηλαδή το πραγματικό του τραύματος, μέσω της αναμνημόνευσης των ιχνών μνήμης, δημιουργώντας έναν νέο δέσιμο μεταξύ του ερωτικού σώματος, την ποιητική του λέγειν και τη μουσική της γλωσσας. Στη δεύτερη κλινική περίπτωση του βιβλίου, η Ζυλιέτ είναι ένα παιδί που ακούει φωνές να του ζητούν να διαπράξει κλοπές ή απατεωνιές. Μέσα από την αναλυτική θεραπεία, η Αγγελική Χρηστάκη διαπιστώνει ότι οι προσταγές που ακούει η Ζυλιέτ σχετίζονται με τη άμεση μετάδοση του τραυματικού της μητέρα της, όταν ως παιδί η ίδια εξαναγκαζόταν από τη δική της μητέρα να διαπράττει κλοπές. Η προέλευση των φωνών βρίσκεται στο μητρικό μεταβατισμό που μετατρέπει ένα μη συμβολοποιημένο βίωμα, το οποίο ανήκει στο πραγματικό, σε συναίσθημα, στην περίπτωση αυτή μια υπερεγωτική ενοχή. Οι ψευδαισθήσεις αυτές επομένως αναβιώνουν ένα μνημονικό ίχνος, που παρέμενε βουβό στη σχέση μητέρας και κόρης.
[Οι ψευδαισθήσεις της Ζυλιέτ είναι] «μια εκδήλωση του πραγματικού στην περιοχή μιας μη συμβολοποιημένης εμπειρίας, η οποία δεν είναι ωστόσο μη συμβολοποιήσιμη. Οι κλεψιές, οι ανοησίες που κάνει δεν αναδύονται σαν απάντηση σε ένα κάλεσμα που θα ονόμαζε το είναι της ‘κλέφτρας’ στο πραγματικό. Πρόκειται μάλλον για μια υπερεγωτική έκφραση που παίρνει την όψη ψευδαίσθησης και ριζώνει στο ενδιάμεσο ενός ψυχικού ορίου που περιέχει τη δική του διαχωριστική δυνητικότητα». (σ. 74)
Πράγματι, ρίχνοντας μια ματιά και στα εμπειρικά ερευνητικά δεδομένα, θα διαπιστώσουμε ότι σφάλματα διάκρισης της πραγματικότητας, παρόμοια με εκείνα της σχιζοφρένειας, βρίσκουμε συχνά σε παιδιά τριών ετών που αναπτύσσονται φυσιολογικά. Aπό τη στιγμή που ένα παιδί έχει αναπτύξει επαρκώς τις μεταγνωστικές δεξιότητες του, στις οποίες η γλωσσική δραστηριότητα έχει εξέχουσα θέση (π.χ. στην αυτό-παρατήρηση, να μιλώ στον εαυτό μου, τον προγραμματισμό), οι ψευδαισθήσεις θεωρούνται ως μια αποτυχία των μεταγνωστικών του δεξιοτήτων (Aggernaes, 1994.) Από μια ψυχαναλυτική σκοπιά, ειδικά εκείνη του Γουινικοτ, θα λέγαμε ότι η βάση του εαυτού βρίσκεται στην ψευδαίσθηση και είναι προϋπόθεση για την εμφάνιση των μεταγλωσσικών δεξιοτήτων. Κάτι που γνωρίζουμε καλά είναι ότι 50% των παιδιών ηλικίας πέντε έως 12 ετών εμφανίζουν φανταστικούς συντρόφους (Pearson et al., 2001). Οι έρευνες δείχνουν ότι οι εμπειρίες που περιγράφουν τα παιδιά σε σχέση με τους φανταστικούς συντρόφους τους είναι ποιοτικά πολύ παρόμοιες με τις εμπειρίες που περιγράφουν οι ενήλικοι σε σχέση με τις ακουστικές ψευδαισθήσεις. Έχουν την αίσθηση μιας πραγματικής αντίληψης χωρίς την εξωτερική διέγερση μιας πραγματικής αντίληψης. Η ψευδαίσθηση είναι λοιπόν η άρνηση της πραγματικότητας ή η επικύρωση αυτής, μέσα από τα ερωτήματα που θέτει; Πού πραγματικά βρίσκομαι εγώ και πού ο άλλος, ποια είναι η συμβολική θέση που λαμβάνω στην πραγματικότητα; Τι σημαίνει να είμαι η κόρη της μητέρας μου, όπως στην περίπτωση της Ζυλιέτ; Η ψευδαίσθηση της έδωσε μια θέση στη γυναικεία γενεαλογία, φέροντας το πραγματικό μια υπερεγωτικής ενοχής που μπορεί όμως να γίνει μέρος μια συμβολικής επεξεργασίας στη μεταβίβαση.
«Οι ψευδαισθήσεις της Ζυλιέτ διαμορφώνουν επομένως ένα σύμπτωμα επακόλουθο της αποτυχίας του μεταβατισμού μεταξύ μητέρας και κόρης». (σ. 78)
Συνοψίζοντας, όπως σημειώνει η Αγγελική Χρηστάκη εξαιρετικά, η μουσική της γλώσσας έχει να κάνει με ένα πραγματικό που είναι αδύνατο να αρθρωθεί και που αντηχεί στο σώμα. Αυτό το μη επικοινωνήσιμο θεωρώ ότι παραπέμπει στην βρεφική περίοδο, στην περίοδο του λαλλίσματος – κάτι που ο Γουίνικοτ συνδέει με τον μη επικοινωνήσιμο πυρήνα του αληθούς εαυτού. Η lalangue είναι κάτι δημιουργικό, χωρίς να είναι επικοινωνήσιμο.
«Η βάρβαρη ψυχή ως το πιο μύχιο μέρος του ανθρώπου και τις εκφράσεις του παραμένει μη επικοινωνήσιμη, μόλις επικοινωνηθεί παύει να υφίσταται».
Η αποεπένδυση του λόγου από την ποιητική του λειτουργία είναι για την Αγγελική Χρηστάκη κάτι που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη δυσφορία του υποκειμένου. Αυτή η αποσύνδεση αποκόβει τη σκέψη από το σώμα και οδηγεί στην απομόνωση ως σύμπτωμα της σύγχρονης κοινωνίας. Αρκεί να δούμε πόσο έχει αλλάξει η ποπ κουλτούρα τις τελευταίες δεκαετίες, για να διαπιστώσουμε αυτό που λέει η Χρηστάκη. – Για παράδειγμα, στη μουσική κάποτε οι στίχοι είχαν ποίηση, ακόμα και για τα ραδιοφωνικά τραγούδια. Σήμερα λέγονται όλα και μαζί ‘τίποτα’, σε μια γλώσσα που δεν τρεκλίζει, αλλά περισσότερο λαλλίζει.
Βιβλιογραφικές αναφορές:
Aggernaes, A. (1994). Reality testing in schizophrenia. Nordic Journal of Psychiatry, 48 (31), 47-54.
Freud, S. (1920). Beyond the Pleasure Principle (Standard Edition, Vol. 18, pp. 7-64). London, Hogarth.
Pearson D, Burrow A, Fitzgerald C, Green K, Lee G, Wise N. (2001). Auditory hallucinations in normal child populations. Personality & Individual Differences, 31, 3, 401–407.
Λακάν, Ζ. (2011). Σεμινάριο Eικοστό, Ακόμη(Encore), Αθήνα, Ψυχογιός.
Αντώνης Βαδόλας
Ψυχαναλυτής, μέλος του Ελληνικού Ψυχαναλυτικού Χώρου Ντ. Γ. Γουίνικοτ