© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Στην οθωμανική Θεσσαλονίκη του 1885, ένα άνοστο αστείο, λίγα βλέμματα και κάποια παλιά μυστικά στέκονται αρκετά για να ξεκινήσει μια ερωτική σχέση ανάμεσα σ’ έναν αφελή και ονειροπόλο άνδρα και μια δυναμική γυναίκα.
«Θα μπορούσα να γράψω ένα σωρό λεπτομέρειες για εκείνη την πρώτη βδομάδα, όταν ήρθες να μείνεις στο σπίτι μου. Ήταν από μέρους μου μια παράτολμη κίνηση, όπως κι αν το δει κανείς. Μπορεί να είχαμε διαδώσει στη γειτονιά πως ήσουν αδελφός μου, δεν ήταν όμως εύκολο να ξεφύγεις από τα διεισδυτικά βλέμματα, που μας αναζητούσαν μέσα από ανοιγμένα παράθυρα με απλωμένα σεντόνια, πίσω από μισάνοιχτες πόρτες, ανάμεσα σε καλημερίσματα στο παντοπωλείο και στο προαύλιο της εκκλησίας.
Πήρες τότε την πρωτοβουλία να πηγαίνεις εσύ κάθε μέρα στη μαρμάρινη κρήνη και να γεμίζεις νερό. Δεν ξέρω άλλον άντρα που θα το ’κανε δίχως να σκεφτεί τι θα μουρμούριζαν πίσω απ’ την πλάτη του. Στεκόσουν στην ουρά χαμογελαστός, μιλούσες με όλες τις γυναίκες, λέγοντας με την πρώτη ευκαιρία ξανά και ξανά την οικογενειακή μας ιστορία.
Τις πρώτες δύο μέρες σε λοξοκοίταζαν, ύστερα όμως ο χαμένος αδελφός της Λεύκας έγινε στη γειτονιά το πιο αγαπητό πρόσωπο. Κουβαλούσες εσύ ο ίδιος τις στάμνες σε ανήμπορες γριές ή σε γυναίκες με φουσκωμένη κοιλιά και δάνειζες το τουλπάνι σε όσες δεν είχαν, για να το απλώνουν στο στόμιο απ’ τα λαγήνια και να μην μπαίνουν οι βδέλλες. Σχολίαζες τον καιρό κι αρκετές φορές σιγοσφύριζες. Εσύ, λοιπόν, ο αδελφός της Λεύκας, είχες αρχίσει μάλιστα να ακούς διάφορες συμβουλές και προτροπές. “Μιχαλάκη μου, τον προορισμό της γυναίκας τον ξέρεις, η Λεύκα άργησε. Προσπάθησε κι εσύ, αδελφικό σου χρέος είναι, για θα μείνει γεροντοκόρη”».
Στην Αθήνα βασιλεύει ο Γεώργιος Α΄, στην Ερμούπολη το εμπόριο και στη Θεσσαλονίκη η ομίχλη.
Η Λεύκα και ο Μιχαήλ θα ταξιδέψουν στην παλιά Ελλάδα και θα επιστρέψουν στη συνέχεια στους τόπους αυτούς, που χρόνια αργότερα, μέσα από το ζεστό αίμα των πολέμων, θα ονομαστούν Νέες Χώρες.
Το «Παλιές και νέες χώρες» είναι ένα μυθιστόρημα για τις γυναίκες που ασφυκτιούν από το κοινωνικό περιλαίμιο, για τους αμήχανους άνδρες και τις άφωνες υπηρέτριες στα χρόνια της μπελ επόκ, της εποχής που ονομάστηκε χαρισάμενη από τους έχοντες πλούτο και δύναμη.
Είναι, επίσης, ένα μυθιστόρημα για τους παράκτιους φάρους που φωτίζουν τα σκοτάδια· από τον Φάρο Ψαθούρας στις12 Απριλίου 1888, ο Μιχαήλ γράφει στη Λεύκα:
«Η Ψαθούρα είναι σαν ένα κομμάτι μαύρη τσόχα μες στο πέλαγος. Δεν έχει βουνά ούτε χαράδρες, είναι ένα μπάλωμα από μαύρη ηφαιστειακή πέτρα, ένα σκληρό πολύπτυχο ύφασμα πάνω στο νερό. […]
Ο φάρος είναι χτισμένος στα βόρια του νησιού, εκεί που λυσσομανάνε οι βοριάδες -είναι και οι πιο συχνοί άνεμοι που πιάνουν εδώ. Στα νότια υπάρχει ένα λιμανάκι, που κάπως προστατεύεται από τον γρέγο, γι’ αυτό εκεί είναι χτισμένες μερικές καλύβες και κι ένας μικρός μόλος, που μοιάζει ψεύτικος. Ζούνε κάποιοι άνθρωποι στο νησί, όμως δεν είναι μόνιμοι κάτοικοι, είναι ψαράδες και κάποιοι λαθρέμποροι που κάνουν τους ψαράδες. Εγώ είμαι ο άνθρωπος της εξουσίας στο νησί, όμως συχνά κάνω πως δεν καταλαβαίνω. Όλον αυτόν τον καιρό που είμαι εδώ με έχουν μετρήσει επακριβώς και μ’ έχουν αφήσει ήσυχο, να είμαι εγώ με τα φώτα μου στον φάρο κι αυτοί στα σκοτάδια με το κοντραμπάντο. Εδώ, στο τέλος του κράτους, οι σχέσεις των ανθρώπων ρυθμίζονται διαφορετικά.
[…] Το νησί είναι σπαρμένο με βήσαλα, κομμάτια κεραμίδι, τα όστρακα των αρχαίων. Έχουν περάσει πολλοί άνθρωποι, αιώνες πριν από εμάς, και ακόμη περισσότεροι θα ακολουθήσουν. Όλοι τους έχουν σπείρει μυστικά, τα οποία, παρόλο που κείτονται αιώνες κάτω απ’ το ανελέητο φως, έχουν μείνει ανείπωτα.
Η βλάστηση είναι αχαμνή, ξυρισμένη από τους ανέμους. Έχω αναγνωρίσει μέχρι στιγμής σκίνους, μυρτιές, αγριελιές και τα ίτσια με τα κίτρινα λουλούδια. Έχει κι άλλα φυτά, που δεν τα ξέρω, κάποια πορτοκαλί που ντύνουν τα βράχια σαν λειχήνες και κάποια μοβ λουλούδια, που δίπλα στο μαύρο του ηφαιστειακού βράχου δίνουν έναν μυστικό χαρακτήρα αγωνίας και πένθους. Η Ψαθούρα είναι η δική μου “Μυστηριώδης Νήσος”.
Είμαι στο τέλος του κόσμου, Λεύκα, γιατί πολύ συχνά διακρίνω απέναντί μου τον Άθω. Εκεί, στα μοναστήρια, λένε πως τελειώνει ο κόσμος κι αρχίζει ο ουρανός. Κάποια πρωινά που τον χαζεύω να φοράει τη νεφοκορόνα του, ή κάποιες νύχτες με κεραυνούς καθώς τους βλέπω να πέφτουν απανωτά στην κορυφή του, καταλαβαίνω πως έχουν δίκιο. Είμαι ο συνοριοφύλακας μεταξύ ουρανού και γης. Απ’ τα δικά μου χέρια περνάνε τα διαβατήρια για τον κάτω κόσμο κι όλες οι σκιές των πεθαμένων».
Το «Παλιές και νέες χώρες» είναι ένα μυθιστόρημα για την ιερουργία του νερού και της θάλασσας, για τον Ιούλιο Βερν και τα βιβλία του -που εικονοποιούν τις αποκοτιές της φαντασίας, για το ερωτικό ανθρώπινο βλέμμα αλλά και την εξουσιαστική ματιά, για όσα, τέλος, παλιά θριαμβεύουν και για όσα νέα δεν έχουν ακόμη αρθρώσει το όνομά τους.