Skip to main content

Πόθος, εφηβεία, θάνατος, κανονικό και ανήθικο

«Εξομολογήσεις μιας μάσκας», μτφ. Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδόσεις Άγρα

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

Στην Ιαπωνία του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και στα μετέπειτα χρόνια, εν μέσω πρωτοφανών καταστροφών, ο Κοτσάν έρχεται αντιμέτωπος με τις ορμές του.

Στην ασφάλεια του υπνοδωματίου του, ο πόθος ξυπνά μέσα του καθώς ξεφυλλίζει τις σελίδες ενός βιβλίου τέχνης. Η ομορφιά του γυμνού σώματος του αγίου Σεβαστιανού, όπως είναι δεμένο και δαγκωμένο από τα βέλη, τον κυριεύει. Στο δρόμο τον ελκύουν ναύτες και μικροκακοποιοί, στο σχολείο ένας συμμαθητής του -με αυτοπεποίθηση και γοητεία που τον αιχμαλωτίζουν. Πώς να είσαι ομοφυλόφιλος σε μια συντηρητική κοινωνία; Από την παιδική του ηλικία ως την ενηλικίωση, αυτός ο νεαρός αστός θα κατασκευάσει μια κοινωνική μάσκα που θα τη φοράει καθημερινά για τα μάτια του κόσμου.

«Ομπρέλες» (1971 – 1975), ακρυλικό σε ύφασμα επικολλημένο σε ξύλο, 78 x 63,5 εκ. [Παραλής Γιώργος (1908 – 1975), Εθνική Πινακοθήκη].

Προσπαθεί με κάθε κόστος να συμμορφωθεί σε αυτό που θεωρείται νόρμα της επιθυμίας. Αλλά η κοροϊδία της ετεροφυλοφιλίας δεν θα τον ξεγελάει για πάντα· και για να μην προδίδει, πλέον, το εσώτερο είναι του, θα πρέπει να βρει τη δύναμη να κοιτάξει κατάματα την έλξη που τον τρώει και να μάθει, επιτέλους, να ζει αρμονικά με τον εαυτό του.

«Ακόμα μία ανάμνηση: Είναι η μυρωδιά του ιδρώτα, μια μυρωδιά που με έκανε να προχωρώ, ξυπνούσε τους πόθους μου, με κατέκλυζε…

Τεντώνοντας τα αυτιά μου, ακούω έναν ήχο σαν τρίξιμο, πνιχτό και πολύ ανεπαίσθητο, που έμοιαζε απειλητικός. Που και που συνοδεύεται από μία σάλπιγγα. Ένας απλός και παράξενα θρηνώδης ήχος τραγουδιού πλησιάζει. Τραβώντας το χέρι μιας υπηρέτριας, την προτρέπω να βιαστεί, να βιαστεί, λαχταρώντας να σταθώ στην πύλη ενώ εκείνη με κρατάει στην αγκαλιά της.

Ήταν οι στρατιώτες που περνούσαν μπροστά από την πύλη μας γυρνώντας από γυμνάσια. Οι στρατιώτες αγαπούν τα παιδιά, και δεν έβλεπα την ώρα να μου δώσουν μερικούς άδειους κάλυκες. Καθώς η γιαγιά μου μού είχε απαγορεύσει να δέχομαι τέτοια δώρα λέγοντας πως είναι επικίνδυνα, η προσμονή μου γινόταν ακόμα μεγαλύτερη από τις χαρές της μυστικότητας. Ο βαρύς γδούπος από τα στρατιωτικά άρβυλα, οι λερωμένες στολές και το δάσος από όπλα σηκωμένα στους ώμους αρκούν για να γοητεύσουν απόλυτα κάθε παιδί. Όμως εμένα ήταν απλώς η μυρωδιά του ιδρώτα τους που με γοήτευε, διαμορφώνοντας ένα ερέθισμα που κρυβόταν πίσω από την ελπίδα μου ότι θα μου δώσουν κάλυκες.

Η μυρωδιά από τον ιδρώτα των στρατιωτών -εκείνη η μυρωδιά σαν την αύρα της θάλασσας, σαν τον αέρα που καίγεται χρυσίζοντας πάνω από την ακτή- ορμούσε στα ρουθούνια μου και με μεθούσε. Αυτή ήταν ίσως η παλιότερη μνήμη μου από μυρωδιές. Περιττό να πω ότι η μυρωδιά δεν θα μπορούσε, εκείνη  την εποχή, να έχει οποιαδήποτε άμεση σχέση με σεξουαλικές αισθήσεις, αλλά σταδιακά την απέκτησε και ξυπνούσε επίμονα μέσα μου μια αισθησιακή λαχτάρα για πράγματα όπως το πεπρωμένο των στρατιωτών, η τραγική φύση του επαγγέλματός τους, οι μακρινές χώρες που θα έβλεπαν, οι τρόποι με τους οποίους θα πέθαιναν…»

Γεννημένος το 1925, ο Γιούκιο Μισίμα, στις 25 Νοεμβρίου 1970, πραγματοποίησε απόπειρα πραξικοπήματος. Παγκόσμια αίσθηση προκάλεσε η επακόλουθη τελετουργική του αυτοκτονία, σε δημόσια θέα, στο επιτελείο του ιαπωνικού στρατού στο Ιτσιγκάγια. Η αυτοκτονία του –το ύστατο «έργο τέχνης του»– θεωρείται η απόλυτη υλοποίηση των φαντασιώσεων πόνου και θανάτου που έτρεφε.

Αληθινό ακατέργαστο διαμάντι, αυτό το μυθιστόρημα, το  πρώτο αυτοβιογραφικό τού Μισίμα,  σηματοδοτεί τη γέννηση ενός μεγάλου συγγραφέα. Με ύφος φλογερό και με ειλικρίνεια μεγαλειώδη,  το βασανισμένο αφήγημα θέτει ερωτήματα για την καταπίεση του πόθου, τον ίλιγγο της εφηβείας, την προσκόλληση στον θάνατο, για το τί είναι κανονικό και τί ανήθικο.