Skip to main content

Ειρήνη Δερμιτζάκη: «…Στις αποθήκες, η ζωή, ο έρωτας, η φιλία ανθίζουν»

Photo: Κάρμεν Ζωγράφου

«Αποθήκη Ανθρώπων», εκδόσεις Εύμαρος

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

Το μυθιστόρημα «Αποθήκη Ανθρώπων» της Ειρήνης Δερμιτζάκη κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εύμαρος. Στις σελίδες του, η συγγραφέας καταθέτει τη δική της εμπειρία και τo βιώμά της ως εργαζόμενη πέντε χρόνια σε γηροκομεία στο Λονδίνο.

Με το ερώτημα: «πόσο άραγε τιμάται η ανθρώπινη ζωή και πότε ένας άνθρωπος είναι πλέον ασύμφορος για το κράτος;» να είναι διάχυτο,  αποκαλύπτει την ιστορία των ηλικιωμένων, σχεδόν εγκαταλελειμμένων, ανθρώπων που συνάντησε αλλά και το αποτύπωμα που άφησαν μέσα στην ψυχή της.

Η Ειρήνη Δερμιτζάκη μίλησε μαζί μας.

Να ξεκινήσουμε με λίγα λόγια σας για την υπόθεση του μυθιστορήματος;

«Μια Ελληνίδα ηθοποιός, η Ειρήνη, μετακομίζει την περίοδο της κρίσης στο Λονδίνο για να ξεκινήσει τη ζωή της από την αρχή. Αφού δε μπορεί να βρει αλλού δουλειά, ξεκινά να εργάζεται ως φροντίστρια σε ένα γηροκομείο. Εμείς παρακολουθούμε το παρόν και το παρελθόν τόσο εκείνης όσο και των άλλων ενοίκων του γηροκομείου».

Photo: Κάρμεν Ζωγράφου

Μια σύντομη περιγραφή των πρωταγωνιστών;

«Μέσα από τη ζωή της Ελληνίδας φροντίστριας, ανακαλύπτουμε τις ζωές των ηλικιωμένων και του προσωπικού. Έτσι βλέπουμε τη ζωή της Ρεγγίνα -μιας Εβραίας που γλίτωσε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, του Λαό -ενός Βιεταμένου ηλικιωμένου, της νοσοκόμας Εστέλα που ήρθε από την Ταϋλάνδη. Η “Αποθήκη Ανθρώπων” είναι ένα μωσαϊκό ανθρώπων από πολλά μέρη της γης, που βρέθηκαν να ζουν κάτω από την ίδια στέγη».

«Αποθήκη ανθρώπων»· ο τίτλος προετοιμάζει τον αναγνώστη για κάτι σκληρό, επώδυνο. Μιλήστε μας για την επιλογή του.

«Η επιλογή του τίτλου ήταν ένα σχόλιο στο βρετανικό σύστημα υγείας, και όχι μόνο, που θεωρεί ότι η τρίτη ηλικία δεν έχει τίποτα να προσφέρει πια και έτσι αποθηκεύεται σε “αποθήκες” όπως ένα αντικείμενο που δεν χρησιμοποιείς πια. Το βιβλίο, όμως, έχει πολύ χιούμορ, αλληλεγγύη και τρυφερότητα· οπότε ο τίτλος είναι θα έλεγα αντίθετος του περιεχομένου. Στις αποθήκες, η ζωή, ο έρωτας, η φιλία ανθίζουν».

Πέρα των άλλων ιδιοτήτων σας, έχετε σπουδάσει υποκριτική, ζήσατε δέκα χρόνια στο Λονδίνο -τα πέντε ως εργαζόμενη σε γηροκομεία του Λονδίνου και η «Αποθήκη Ανθρώπων» έχει μέσα δικές σας εμπειρίες -όπως μαρτυρούν και οι φωτογραφίες στις τελευταίες σελίδες της έκδοσης. Πόσο βιωματικό είναι, λοιπόν, αυτό το μυθιστόρημά σας; Και ποιες εμπειρίες, σκέψεις, ποια ανάγκη, ποια επιθυμία σας οδήγησε στη συγγραφή του;

«Κουβαλώ ακόμα μέσα μου τις εμπειρίες από τα βρετανικά γηροκομεία και ήθελα να τις μοιραστώ με το ελληνικό κοινό. Το βιβλίο είναι εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα και πρόσωπα· η φαντασία και η ιστορική έρευνα συμπλήρωσε τα κενά που είχα για το παρελθόν των ηρώων που πρωταγωνιστούν. Δεν ήξερα για παράδειγμα πως βρέθηκαν οι μετανάστες από την Αφρική ή το Βιετνάμ στο Λονδίνο τη δεκαετία του ’70. Η κυριότερη επιθυμία ήταν η αισιοδοξία και η αγάπη που πήρα από τους ηλικιωμένους μέσα στα γηροκομεία και ήθελα να τους αποδώσω κάτι σαν φόρο τιμής για όλα όσα μου προσέφεραν».

Η ηθοποιός, μετανάστης στο Λονδίνο προσπαθεί να ξεχάσει όσα την έδιωξαν από την Ελλάδα, σε αντίθεση με τους ενοίκους του γηροκομείου που προσπαθούν να θυμηθούν· ένα σχόλιό σας για αυτές τις -αντίθετης κατεύθυνσης- προσπάθειες;

«Η μνήμη είναι κάτι που με προβλημάτισε ιδιαίτερα σαν καλλιτέχνη, ενόσω εργαζόμουν με ανοϊκούς ασθενείς. Τι επιλέγουμε να θυμόμαστε και τι να ξεχνάμε; Πόσο επώδυνη είναι μια ανάμνηση και γιατί άλλοτε την απωθούμε κι άλλοτε προσκαλούμαστε σ’ αυτήν; Έκανα στον εαυτό μου αυτήν την ερώτηση. Τι θα συνέβαινε αν όλοι δε μπορούν να θυμηθούν και ένας προσπαθεί να ξεχάσει; Κι έτσι ξεκίνησα να γράφω».

Ο τρόπος αφήγησης  μάς δίνει τη δυνατότητα να δούμε την πλευρά του κάθε ήρωα· τη δική του αλήθεια. Πόσο σημαντικό ήταν αυτό για εσάς και γιατί;

«Έτσι γράφω, προσπαθώντας να καταλάβω πώς βλέπουν τη ζωή άνθρωποι που μπορεί να είναι πολύ μακριά από τη δική μου πραγματικότητα και καθημερινότητα. Επιθυμώ να γράφω για τους παρίες της κοινωνίας, ώστε να κατανοήσω τον ανθρώπινο βίο και τη δική μου ύπαρξη.  Τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν είναι είτε πραγματικά πρόσωπα που γνώρισα, είτε ένα κολάζ από ανθρώπους, με στοιχεία που ενσωματώθηκαν σε έναν χαρακτήρα. Για παράδειγμα η κυρία Ρόουζ, με την οποία ξεκινά το μυθιστόρημα δεν είναι πραγματικό πρόσωπο, αλλά έχει στοιχεία από διαφορετικές ηλικιωμένες γυναίκες που συνάντησα».

Θα διαλέξετε να μας διαβάσετε μια δυο προτάσεις, λίγα λόγια από το μυθιστόρημα;

«“Τι θα έβαζε κάποιος σε μια βαλίτσα αν ήταν να φύγει για πάντα; Χωράει άραγε μέσα της μια ολόκληρη ζωή; Μακάρι να διπλώναν οι τοίχοι του σπιτιού, να έκλειναν μέσα τους τα έπιπλα, τα μικροαντικείμενα και τα αγαπημένα πρόσωπα, κι ύστερα με έναν μαγικό τρόπο να ξανάνοιγε η βαλίτσα, να μεταφερόταν έτσι ανώδυνα η παλιά ζωή σε έναν νέο τόπο. ”»

Σκέψεις, συναισθήματα που, πιστεύετε, ίσως συναντήσει ο αναγνώστης μετά την ανάγνωση του μυθιστορήματος;

«Από όσο μου έχουν πει ήδη κάποιοι αναγνώστες, τους έμεινε η γλύκα για τη ζωή και η αγάπη για τον συνάνθρωπο. Η συγκίνηση των αναγνωστών είναι για μένα το Α και το Ω. Έχω κουραστεί ως αναγνώστρια από βιβλία που δε μου προκαλούν κανένα συναίσθημα».

Θα θέλατε να μας πείτε κάτι παραπάνω για την πενταετή εργασία σας σε  γηροκομεία;

«Είναι πάρα πολλά και δεν ξέρω πώς να αρχίσω. Στο μυθιστόρημά μου χώρεσαν τα  περισσότερα από όσα ήθελα να πω».

Θα μοιραστείτε μαζί μας μια δύσκολη ανάμνηση από εκείνα τα χρόνια;

«Όταν έκλεισε ένα από τα γηροκομεία στα οποία εργαζόμουν, και έπρεπε να μεταφερθούν οι ένοικοι σε άλλα ιδρύματα. Ήταν σαν μια οικογένεια να σκορπίστηκε στους πέντε ανέμους».

Και μία γλυκιά;

«Το χαμόγελο των ηλικιωμένων όταν με έβλεπαν από μακριά να μπαίνω στο γηροκομείο· άνοιγαν τα χέρια σαν μια αόρατη αγκαλιά και φώναζαν “καλώς τη φιλενάδα μας”».

Αν επιστρέφατε τώρα, στα ίδια μέρη, τι θα αλλάζατε αν μπορούσατε; Και υπάρχει κάτι που τότε δεν σκεφτήκατε να κάνετε και θα θέλατε να κάνετε τώρα;

«Το κοινωνικό σύστημα και το σύστημα υγείας πρέπει να αλλάξει, και εδώ και στην Αγγλία, αλλά αυτό δυστυχώς δεν περνάει από το χέρι μου. Χρειάζονται χρήματα και ειδικοί, ώστε να σχεδιαστούν προγράμματα και να μπορούν οι ηλικιωμένοι να ζουν τη ζωή που τους αξίζει».

Ανήκετε στη νέα γενιά συγγραφέων, έχετε σπουδάσει υποκριτική, ψηφιακό κινηματογράφο, ολοκληρώσατε το μεταπτυχιακό σας στη δημιουργική γραφή, εργάζεστε, επίσης, και ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης· και η δουλειά σας έχει πολλές  φορές διακριθεί και βραβευθεί. Αλληλοεπιδρούν  όλες αυτές οι ιδιότητες σας, επηρεάζουν η μία την άλλη; Κι εσείς, έχετε περισσότερη αδυναμία σε κάποια ή κάποιες από  αυτές;

«Θέλω απλά να λέω ιστορίες. Είτε μέσα από τη γραφή είτε μέσα από τη σκηνοθεσία. Η αδυναμία μου είναι ότι δεν παίρνω απόφαση ότι ο χώρος τον τεχνών στην ουσία είναι εμπόριο, κι εγώ δεν έχω μάθει να παίζω με εμπορικούς όρους».

Photo: Κάρμεν Ζωγράφου

Μέσα από τις εμπειρίες ζωής που έχετε αποκτήσει, τι θα ευχόσασταν σε έναν νέο άνθρωπο;

«Να μη γεράσει το μέσα του».

Να κλείσουμε με την ευχή που θα δίνατε σε έναν ηλικιωμένο;

«Να έζησε χωρίς ανεκπλήρωτες επιθυμίες».