Στο βιβλίο αυτό ο Μιχάλης Πέτρου αναλύει μεθοδικά το ζήτημα των ελληνοκύπριων αγνοουμένων από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο πριν πενήντα ακριβώς χρόνια. Η ανάλυση του, προϊόν μιας πολυετούς έρευνας, αφορά ευρύτερα το θέμα της απώλειας και του πένθους, όπως βιώνεται από το άτομο και την κοινωνία και όπως αντιμετωπίζεται από την πολιτική. Εξ’ ου και η επιλογή του τίτλου και του υπότιτλου του έργου: Σπαράγματα της Γλυκείας χώρας. Πένθος: άτομο – κοινωνία – πολιτική.
Τι οδήγησε για δεκαετίες ολόκληρες πολιτεία και λαό σ’ ένα αδύνατο πένθος, για την ακρίβεια σ’ έναν ατέρμονο κοινωνικό θρήνο; Ποιος δεν έχει δει τις εικόνες εκείνων των μαυροφορεμένων γυναικών, επί δεκαετίες στην πρώτη γραμμή κάθε εκδήλωσης για την προώθηση του Κυπριακού, να επιδεικνύουν τις φωτογραφίες των χαμένων γονιών, αδελφών, συζύγων και παιδιών τους; Ποιοι λόγοι μάς οδήγησαν να προτάξουμε μιας ευρύτερης εθνικής και πολιτικής διεκδίκησης την προσωπική οδύνη των συγγενών;
Με αυτά τα λόγια ο συγγραφέας, κλινικός ψυχολόγος και ψυχαναλυτής, αλλά και κοινωνικός ανθρωπολόγος, ορίζει το θέμα και τον προβληματισμό του, μέσα σε ένα βιβλίο τριακοσίων σχεδόν σελίδων, που προλογίζει ο δάσκαλός του René Kaës. Είναι γραμμένο σε όμορφη, στρωτή γλώσσα και γενικότερα με τρόπο που το κάνει προσβάσιμο και από το μη ειδικό, παρά την εκδίπλωση δύσκολων ψυχαναλυτικών εννοιών.
Στην Κύπρο, εκείνες οι μαυροφορεμένες φιγούρες ενσαρκώνουν την αποφασιστικότητα ενός λαού να μην ξεχάσει. Ο Μιχάλης Πέτρου τις αποκαλεί φορείς-“πένθους”: οι συγγενείς των αγνοουμένων βιώνουν και εκφράζουν τη δική τους οδύνη για τους αγαπημένους τους και ταυτόχρονα εκφράζουν την οδύνη που αισθάνεται κάθε Ελληνοκύπριος για την μοιρασμένη του πατρίδα. Το αδύνατο πένθος των Ελληνοκυπρίων αφορά σε όλα εκείνα τα κομμάτια του καθενός τους που είναι κατατεθειμένα σε αυτό που έχουν χάσει: γονείς, γη, κράτος, εθνικά όνειρα…
Αυτές τις γυναίκες, ο συγγραφέας τις παρομοιάζει με την Αντιγόνη. Μια Αντιγόνη όμως σε κόντρα ρόλο, όπου ομού με τον Κρέωντα συμφωνεί ότι οι νεκροί πρέπει να μείνουν άταφοι, όχι επειδή είναι προδότες, αλλά επειδή είναι ήρωες. «Στην Κύπρο, κληρονόμοι τόσο μιας μελαγχολούσας Αντιγόνης όσο και ενός Κρέοντα χωρίς περίσκεψη και σύνεση, επιδεικνύουμε μια ύβρη και μια έλλειψη σεβασμού στους νεκρούς μας και τους τραγικούς συγγενείς τους.»
Αν το πένθος των Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων κατέστη αδύνατο, αυτό δεν οφείλεται μόνο στην απουσία πτώματος ή άλλου αποδεικτικού στοιχείου. Είναι κυρίως λόγω μιας πολιτικής, που ίσχυσε για τουλάχιστον είκοσι χρόνια και μιας κοινωνικής ενθάρρυνσης της ελπίδας στην ύπαρξη και επιστροφή των αγνοουμένων.
Το πένθος δεν είναι ποτέ μόνο ένα ατομικό ζήτημα ή μια καθαρά ιδιωτική δοκιμασία, γράφει ο ανθρωπολόγος συγγραφέας. Όπως όλα τα περάσματα, έτσι και ο θάνατος είναι κοινωνικά επικυρωμένος: συλλογικές πράξεις και λόγοι αναγνωρίζουν την απώλεια, εγκρίνουν την ανάγκη για πένθος και υποστηρίζουν τη διαδικασία του. Ειδικά όταν οι μη αναγνωρισμένες απώλειες είναι μαζικές, μια εξωτερική αναφορά είναι απολύτως απαραίτητη.
Η παρεμπόδιση του έργου του πένθους οδηγεί στο να βιώνεται ο αγνοούμενος όχι ως απώλεια, αλλά ως απουσία. Διότι η απώλεια είναι οριστική, ενώ η απουσία είναι μια δυνητική παρουσία, μια υπόσχεση επιστροφής. Για την απουσία του αγνοουμένου δημιουργούνται λόγοι και σύμβολα, παρόμοια ή συνδεόμενα με τους λόγους και τα σύμβολα που δημιουργήθηκαν για τα τραύματα που προκάλεσε η εισβολή και η διαίρεση της χώρας. Από το 1974, το “Δεν ξεχνώ” είναι το σύνθημα και η εντολή που δεσπόζει πάνω από τον αιματοβαμμένο χάρτη της διχοτομημένης Κύπρου. Η ελπίδα είναι η ίδια: η επιστροφή των αγνοουμένων, επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια τους, άρση της κατοχής, επανένωση της Κύπρου. Εν ολίγοις, η επιστροφή στις μέρες πριν από το ’74.
Μέσα σε αυτή τη φορική λειτουργία – οι συγγενείς των αγνοουμένων ως φορείς-«πένθους» – συνεχίζει ο ψυχαναλυτής Πέτρου, βρίσκονται συνεπώς ασυνείδητες συμμαχίες και σύμφωνα απάρνησης, εγγενή του συλλογικού τραύματος. Ως μέρος μιας συμμαχίας που αλλοτριώνει, οι οικογένειες των αγνοουμένων μαστίζονται από ένα ατέρμονο πένθος που παραπέμπει σε άλλα μεγαλύτερα πένθη. Αντί της επώδυνης εργασίας του πένθους για τους αγνοούμενους, ως μέρος μιας ευρύτερης συλλογικής διαδικασίας αντιμετώπισης της απώλειας και οραματισμού ενός βιώσιμου μέλλοντος για την Κύπρο, επιλέχθηκε μια μαζική υπερεπένδυση στην απουσία.
«Επενδύουμε στην απουσία σαν να ήταν η πραγματικότητα». Η εικόνα, το είδωλο, το ομοίωμα, έχουν τεράστια κοινωνική και πολιτική δύναμη. Πίσω από την εικόνα του αγνοουμένου κρύβεται η συνενοχή των συγγενών που επιθυμούν να αποφύγουν το πένθος και η λογική του κράτους – la raison d’État – που τους χρεώνει να φέρουν το μυστικό. Για τον Ε. Canetti, υπενθυμίζει ο συγγραφέας, το μυστικό είναι ο πυρήνας της εξουσίας.
Με μια ορισμένη αλλαγή της επίσημης πολιτικής της Κύπρου απέναντι στο θέμα των αγνοουμένων και με μια περιορισμένη έστω συνεργασία της τουρκοκυπριακής πλευράς, αρκετές εκατοντάδες από τους αγνοούμενους – Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους – έχουν από το 2007 ως τα σήμερα ταυτοποιηθεί. Το τιτάνιο αυτό έργο ανέλαβε μια ομάδα ειδικών, που υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, ερεύνησε την Κύπρο, ανέσκαψε ομαδικούς τάφους, ταυτοποίησε οστά και τα απέδωσε στους συγγενείς τους, ώστε επιτέλους να τα θάψουν.
Μήπως όμως η πανηγυρική κηδεία δεν συμβάλλει στην ιεροποίηση του επί σειρά ετών αγνοούμενου, καθιστώντας το πένθος αδύνατο, όπως συμβαίνει με τους αγίους της Εκκλησίας και τους μάρτυρες της Πατρίδας;
Οι οικογένειες των αγνοουμένων έχουν υποστεί, υφίστανται ακόμη σε ένα βαθμό, δύο ειδών βία. Η πρώτη, κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής του ’74, που προκάλεσε την απώλεια των αγαπημένων τους προσώπων. Η δεύτερη, πιο δυσδιάκριτη, διαιωνίζεται έκτοτε. Πρόκειται για κοινωνική και πολιτική βία. Οι οικογένειες των αγνοουμένων συνεχίζουν να κακοποιούνται από τους συμπατριώτες τους. Είναι μια βία κατά της συμβολικής τάξης, η οποία εμποδίζει το πένθος και την ανάπαυση. Είναι μια βία που τελικά στρέφεται εναντίον της ίδιας της κυπριακής κοινωνίας, γιατί εμποδίζει την ολοκλήρωση του πένθους των απωλειών, εμποδίζει τη μνήμη, την ιστορία και κατά συνέπεια το μέλλον του τόπου.
Το εξώφυλλο της φροντισμένης έκδοσης κοσμεί ένα έργο της ζωγράφου Εύης Θεοφανίδου, εμπνευσμένο από ένα αγγείο της προϊστορικής Κύπρου, το οποίο ο συγγραφέας παρουσιάζει και αναλύει με ένα ενδιαφέροντα τρόπο στον Επίλογο του βιβλίου του.
Πρόκειται για ένα έκθεμα του Κυπριακού Μουσείου (Λευκωσία), μια πήλινη λεκάνη, μικρογραφία ενός υπαίθριου κυκλικού ιερού. Αναπαριστά ένα πλήθος ανθρώπων, μελών μιας κοινότητας, τους αρχηγούς και ιερείς της, τα ζώα προς θυσία. Είναι μια ιεροτελεστία. Αντίθετα με την εικόνα του ίδιου κεραμικού που απεικονίζεται κατακερματισμένο στο έργο της Εύης Θεοφανίδου, αυτό το αγγείο είναι καλοδιατηρημένο και μάλιστα απόλυτα άρτιο. Τα τοιχώματα της λεκάνης-ιερού περιβάλλουν και προστατεύουν την κοινότητα από την απειλή του θανάτου, μέσα στην αναπαραστούμενη θυσιαστική μυσταγωγία. Η οικογένεια, οι κοινωνικές ομάδες και θεσμοί λειτουργούν ακριβώς ως περιέχοντα και ως περιβλήματα.
Και καταλήγει ο Μιχάλης Πέτρου:
«Τα τοιχώματα, όπως το πλαίσιο κάθε σημαντικής διεργασίας, περνούν συχνά απαρατήρητα. Ωστόσο είναι αυτά που εγγυώνται την ευόδωση της διεργασίας. Για να μπορέσουν οι ενδοϋποκειμενικές διεργασίες να επικοινωνήσουν με τις διυποκειμενικές, το πλαίσιο των κοινωνικών κωδίκων είναι απαραίτητο να είναι παρόν, σαφές και ανθεκτικό: ιεροτελεστίες, κοσμικές πρακτικές, το παίγνιο της συλλογικής μνήμης… Κανένα Εγώ δεν μπορεί από μόνο του να συγκρατήσει τις κινήσεις της ζωής και του θανάτου, να νοηματοδοτήσει την απώλεια, να εμπνεύσει αισιοδοξία για το αύριο.
Έχουμε την ανάγκη ενός στέρεου περιέχοντος και μιας ασφαλούς νοηματοδοτούσας λειτουργίας για να περιβάλουν και να συγκρατήσουν, να περιέξουν και να μεταβολίσουν το ακατανόητο (…) για να βρούμε ως ατομικά υποκείμενα παραμυθία, παρηγοριά και ελπίδα, και ως κοινωνία αντί της συμφοράς τον καημό, ένα μνησιπήμονα πόνο.»
Βιβλιοπαρουσίαση
Μιχάλη Α. Πέτρου
Σπαράγματα της Γλυκείας χώρας.
Πένθος: άτομο – κοινωνία – πολιτική.
Εκδόσεις Αρμός, 2023