Είναι κοινή παραδοχή ότι το Εθνικό Θέατρο είναι ένας εμβληματικός φορέας πολιτισμού στην Ελλάδα.
Ωστόσο, είναι εξίσου κοινή, αλλά κρυφή παραδοχή ότι είναι τρομερά δύσκολο το Εθνικό Θέατρο να διοικηθεί και ο εκάστοτε γενναίος–νέος καλλιτεχνικός διευθυντής ρισκάρει τη φήμη του και την καριέρα του αναλαμβάνοντας τη διοίκηση, διότι στο τέλος της ημέρας δεν θα του αναγνωριστεί από τους συγχρόνους του, σχεδόν ποτέ, η μικρή ή η μεγάλη συνεισφορά του.
Για κάποιους η κρατική σκηνή είναι ένας πολυδάπανος οργανισμός και για άλλους, τους πιο ρομαντικούς, είναι ένα εθνικό σύμβολο. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, τα ερωτήματα σχετικά με το Εθνικό Θέατρο είναι συσσωρευμένα ερωτήματα δεκαετιών και μας αφορούν άμεσα: Τι αντιπροσωπεύει; Τι αντικατοπτρίζει; Ποια είναι τα «καθήκοντά» του; Τι επιφυλάσσει το μέλλον; Αυτές οι συζητήσεις έχουν γίνει στο παρελθόν πολλές φορές με τις καλύτερες προθέσεις. Ωστόσο, σε ποια βάση συζητούνται αυτά τα κρίσιμα ζητήματα; Συνήθως χαράσσουμε στρατηγική λαμβάνοντας υπόψη τις ενέργειες των «έμπειρων», εκτός Ελλάδας, φορέων πολιτισμού. Μήπως, όμως, η ιστορία του Εθνικού Θεάτρου μπορεί να αποτελέσει –εν μέρει πάντα– έναν ασφαλή οδηγό πολιτιστικής διαχείρισης; Μήπως εν τέλει, μέσα από την ιστορία της κρατικής σκηνής, πρέπει να διδαχθούμε από τα λάθη του παρελθόντος, μελετώντας τις ανακατατάξεις, τον επαναπροσδιορισμό λειτουργίας, τους τρόπους ενσωμάτωσης των αλλαγών; Όσο και αν μας φαίνεται περιττό, μήπως πρέπει να ανατρέχουμε στη σχετική ιστοριογραφία;
Ας δούμε την περίπτωση του Εθνικού Θεάτρου με αφορμή το βιβλίο του Επίκουρου Καθηγητή του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ Παναγιώτη Μιχαλόπουλου Το Εθνικό Θέατρο στη δεκαετία 1940-1950. Οι διοικήσεις, το καλλιτεχνικό έργο και η θέση του σκηνοθέτη. Στο βιβλίο αυτό ο εκάστοτε επικεφαλής του οργανισμού θα συναντήσει αμέτρητα παραδείγματα, τα οποία, αν τα λάβει έστω και λίγο υπόψη του, θα τον βοηθήσουν να αποτρέψει τουλάχιστον μία διαφαινόμενη κρίση. Ενδεικτικά να αναφέρω τα εξής: α) Η λειτουργία της περιόδου Μπαστιά, η οποία απέδωσε και καλλιτεχνικά και οικονομικά. Ακόμα και με την κήρυξη του πολέμου ο «προστατευτικός» χαρακτήρας εκείνης της διοίκησης εξασφάλισε οικονομικά τους εργαζόμενους, οργάνωσε συσσίτια και παρείχε υλικοτεχνικό εξοπλισμό του θεάτρου για τις ανάγκες των πολεμικών επιχειρήσεων, β) Το ασφυκτικό πλαίσιο λειτουργίας της κρατικής σκηνής την περίοδο 1941-1944, η τοποθέτηση του δημοσιογράφου Νικόλαου Γιοκαρίνη στη θέση του διευθυντή, η αντικατάστασή του από τον μετριοπαθή Άγγελο Τερζάκη, η διεύθυνση του Νικόλαου Λάσκαρη, η οποία μάλλον συμπορεύθηκε με τις επιθυμίες του κατοχικού πρωθυπουργού, γ) Η Απελευθέρωση και η τοποθέτηση στη διεύθυνση του Γιώργου Θεοτοκά, ο οποίος εισηγήθηκε μία σειρά καινοτομιών με σκοπό τον εκσυγχρονισμό του ιδρύματος, ερχόμενος σε ρήξη με το παρελθόν, με αποτέλεσμα να δεχθεί δριμύτατη κριτική και να καθαιρεθεί, δ) Οι τακτικές εκκαθάρισης μετά το 1946, οι νέες πολιτικές μεθοδεύσεις και ένας «φωτογραφικός» νόμος που έφεραν στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου τον Ροντήρη, ο οποίος «δεν διαθέτει τα οριζόμενα από τον ιδρυτικό νόμο του Εθνικού Θεάτρου προσόντα», «αποτελούν την πρώτη απροκάλυπτη εξάρτηση της διεύθυνσης της κρατικής σκηνής από την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία […]. Το ασφυκτικό πλαίσιο λειτουργίας με την αυταρχικότητα, τους διωγμούς και τους αποκλεισμούς στελεχών, φαινόμενα που σε ανάλογη έκταση δεν γνώρισε το ίδρυμα ούτε στις ακραίες συνθήκες της ξένης κατοχής, ταυτίζουν τον Ροντήρη με τις κυβερνήσεις του Εμφυλίου Πολέμου και με τις πρακτικές τους», ε) Οι διαδικασίες και τα κριτήρια επιλογής του ρεπερτορίου, στ) Η άνοδος και η πτώση των σκηνοθετών κ.ά.
Τα παραδείγματα αυτά δεν είναι απλώς ιστορικά συμφραζόμενα αλλά μαθήματα διοίκησης, τα οποία αντικατοπτρίζουν τους μηχανισμούς διαμόρφωσης της πολιτιστικής πολιτικής του Εθνικού Θεάτρου της δεκαετίας του 1940 και μπορούν να χρησιμεύσουν –εν μέρει, επαναλαμβάνω– ως οδηγός αποφυγής λαθών για το παρόν και το μέλλον. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι το βιβλίο του Παναγιώτη Μιχαλόπουλου είναι γραμμένο σε ιστορικό ενεστώτα. Δεν επιδιώκει απλώς να ενισχύσει με δραματικό τόνο την αφήγηση των γεγονότων, δηλαδή δεν πρόκειται για ένα εφέ εντυπωσιασμού ή έναν εύκολο τρόπο παραγωγής αμεσότητας, αλλά για την ανάγκη να αισθανθούμε ότι η ιστορία του Εθνικού Θεάτρου είναι ένα παρόν που έχει ήδη συμβεί και μας αφορά άμεσα. Τα γεγονότα που παρατηρούνται στη δεκαετία του 1940 ή του 1950 ή του 1960 στην πραγματικότητα εξακολουθούν να συμβαίνουν στο ιστορικό προσκήνιο και βεβαίως αυτό συνεπάγεται ότι η εκάστοτε διοίκηση του Εθνικού Θεάτρου φέρει στην πλάτη της ένα δυσβάσταχτο φορτίο, είτε επιτυχιών είτε αποτυχιών. Γνωρίζοντας λοιπόν αυτήν την πολυετή, περίπλοκη πορεία, αντί να διολισθαίνουμε σε εικασίες, μπορούμε να κατανοήσουμε τις αναλογίες με το σήμερα και να προσπαθήσουμε συγκρατημένα να προβλέψουμε το μέλλον, αποτρέποντας ορισμένες έστω κακοτοπιές.
Σε αυτόν, λοιπόν, τον εμμέσως «οδηγό επιβίωσης εθνικού θεάτρου» –και σε όλες τις καλογραμμένες ιστορίες θεάτρου– ο αναγνώστης μπορεί εύκολα να αντιληφθεί ότι: σε καιρούς δυσπραγίας συνήθως το κλασικό ρεπερτόριο είναι σωτήριο ή ότι πάντα οι εντατικές σχέσεις με τον Τύπο επιδρούν στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του Εθνικού Θεάτρου ή ότι οι πολιτικές εξελίξεις συμβάλλουν καθοριστικά στην πορεία του ή ότι συνδέθηκε διαχρονικά η λειτουργία του με την αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας κ.ά.
Αυτό το τελευταίο μάλιστα, δηλαδή το κατά πόσο το Εθνικό Θέατρο είναι «Εθνικό» και τι σημαίνει αυτό, αποτελεί και θα αποτελέσει στα επόμενα χρόνια, ακόμα πιο εντατικά, ένα κρίσιμο ερώτημα. Διότι η έννοια της εθνικότητας μεταβάλλεται διαρκώς, άρα και η αντίστοιχη εννοιολόγηση παρουσιάζει τις ανάλογες μετατοπίσεις. Αν δεχθούμε τον ισχυρισμό ότι δύο υπήρξαν οι εποχές των Εθνικών Θεάτρων, από το 1850 έως το 1920 και από το 1950 έως το 1980,[1] θα πρέπει σοβαρά να αναρωτηθούμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος των εθνικών θεάτρων σήμερα στη Ευρώπη, ο ρόλος της οποίας όμως είναι και αυτός αρκετά αμφισβητούμενος, όπως και το τι σημαίνει να είσαι Ευρωπαίος κ.λπ. Οι συνέπειες της παγκοσμιοποίησης είναι ανελέητες για την πολιτιστική βιομηχανία και υπό την πίεση του σκληρού ανταγωνισμού, τα εθνικά θέατρα πασχίζουν ταυτόχρονα, αφενός να ισχυροποιήσουν τη θέση τους στην αγορά ακολουθώντας επιχειρηματικά μοντέλα, αφετέρου να διατηρήσουν αναλλοίωτη την εθνική ταυτότητα του φορέα.[2]
Ένα εθνικό θέατρο συνήθως είναι ένα μνημειακό οικοδόμημα που βρίσκεται στην πρωτεύουσα του έθνους, χρηματοδοτείται από το κράτος και πολύ συχνά είναι «αφιερωμένο εξ ολοκλήρου ή σε μεγάλο βαθμό σε παραγωγές εθνικών δραματουργών»[3] – κάτι που αμφισβητείται κατά πόσο συμβαίνει στην ελληνική περίπτωση. Ο όρος «εθνικό θέατρο», όπως έχει επισημάνει ο Carlson, δεν είναι πάντα εξίσου σαφής για όλους και απαιτείται η διαρκής του αποσαφήνιση και επανανοηματοδότηση. Άραγε, ένα εθνικό θέατρο που βρίσκεται στην Ευρώπη πρέπει να προσφέρει διεθνοποιημένες παραστάσεις;[4] Και αν αυτό το θέατρο βρίσκεται στην Αθήνα, πρέπει οι παραστάσεις του να αφορούν τους Έλληνες ή μήπως όχι μόνο τους Έλληνες; Η ελληνική περίπτωση, ή αλλιώς ιδιαιτερότητα, μπορεί να βρίσκει απαντήσεις στην καταγεγραμμένη ιστορία της κρατικής σκηνής, η οποία είναι γεμάτη μαθήματα πολιτικής εκσυγχρονισμού και πλουραλισμού.
Κατερίνα Διακουμοπούλου
Επίκουρη Καθηγήτρια, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, ΕΚΠΑ
Παναγιώτης Μιχαλόπουλος, Το Εθνικό Θέατρο στη δεκαετία 1940-1950. Οι διοικήσεις, το καλλιτεχνικό έργο και η θέση του σκηνοθέτη, προλογικό σημείωμα Στάθης Λιβαθινός, Κάπα Εκδοτική, Αθήνα 2018, σελ. 490
[1] B. McConachie, «Towards a History of National Theatres in Europe», στο: S. E. Wilmer (ed.), National Theatres in a Changing Europe, Palgrave Macmillan, London 2008, σ. 49-60.
[2] S. E. Wilmer, «National Theatres and the Construction of Identity in Smaller European Countries», στο: Hans van Maanen, Andreas Kotte, Anneli Saro (eds), Global Changes – Local Stages. How Theatre Functions in Smaller European Countries, Rodopi, Amsterdam/New York 2009, σ. 23-40.
[3] M. Carlson, «National Theatres: Then and Now», στο: S. E. Wilmer (ed.), National Theatres in a Changing Europe, Palgrave Macmillan, London 2008, σ. 21-33. Για το θέμα της «εγχώριας παραγωγής», δηλαδή για το ρεπερτόριο των εθνικών θεάτρων, βλ. και τον τόμο S. E. Wilmer (ed.), Writing and Rewriting National Theatre Histories, University of Iowa Press, USA 2009. Συγκεκριμένα για την ελληνική περίπτωση, βλ. S. E. Wilmer, «On Writing National Theatre Histories», στον ίδιο τόμο, σ. 19.
[4] J. Reinelt, «The Role of National Theatres in an Age of Globalization», στο: S. E. Wilmer (ed.), National Theatres in a Changing Europe, Palgrave Macmillan, London 2008, σ. 228-238.