Το βιβλίο «Ο Βιτρούβιος στη χώρα των αντιπαροχών: Εκφάνσεις της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής» του Ηρακλή Καραμπάτου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελευθερουδάκης· εκδήλωση για την παρουσίασή του θα πραγματοποιηθεί τη Δευτέρα 23 Οκτωβρίου στις 6 μ.μ., στον ΙΑΝΟ της Αθήνας [Σταδίου 24].
Για την έκδοση θα μιλήσουν ο Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ Δημήτρης Φιλιππίδης και ο Ηθοποιός και Σκηνοθέτης Ρένος Χαραλαμπίδης.
Μαζί μας μίλησε ο συγγραφέας -υποψήφιος διδάκτορας στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ, Ηρακλής Καραμπάτος.
Τι είναι για εσάς η αρχιτεκτονική;
«Ο Lloyd Wright αναφέρει κάπου ότι η αρχιτεκτονική είναι “η επιστημονική́ τέχνη που κάνει τα κτίσματα να εκφράζουν ιδέες”. Αυτός, ξέρετε, είναι ένας πολύ καλός ορισμός, αλλά δεν είναι απαλλαγμένος παθογενειών, αφού, για παράδειγμα, δεν αναφέρεται στο τι ακριβώς κάνει η αρχιτεκτονική σε εμάς. Η αρχιτεκτονική δεν αποτελεί́ μόνο μια απονευρωμένη διαδικασία πλήρωσης θεμελιακών αναγκών, αλλά ορίζει κι εμάς τους ίδιους. Μετατρέπεται στο πρώτο μας σύμπαν, όπως γράφει ο Γκαστόν Μπασελάρ. Πώς το κάνει αυτό; Ένας από τους τρόπους που επιτυγχάνει κάτι τέτοιο έγκειται στον βαθμό που τα κτήρια επιδρούν σε καθοριστικό βαθμό στη δημόσια εποπτεία μας. Η αρχιτεκτονική δεν ορίζει όμως μόνο την όρασή μας αλλά επιτυγχάνει και κάτι ευρύτερο: μετά τις μελέτες του J. Palasmaa, αλλά και τις νευροαισθητικές μελέτες των τελευταίων δεκαετιών, είναι πρόδηλο πως η περιφερική όρασή μας αποτελεί τον οριστή του χώρου μας, μετατρέποντας έτσι ακόμη και το ευτελέστερο ερείπιο της γειτονιάς μας, εκεί που οι αδέσποτες γάτες βρίσκουν λίγο χώρο για να γεννήσουν ή να κοιμηθούν, νευραλγικό για εμάς τους ίδιους. Θα λέγαμε πως η αρχιτεκτονική μας εισάγει ομαλά σε μια εποπτική κατανόηση της έννοιας του χώρου και ότι επίσης μετατρέπεται σε πεδίο συγκρότησης των ενικών μας αναμνήσεων, ωσάν το κτήριο να μαγνητίζει το ίδιο τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες μας. Το βλέμμα που ανταλλάξαμε εκείνο το πρωί “αποθηκεύεται” στον χώρο εκείνης της αθηναϊκής στοάς κι εκείνο το μεταμεσονύκτιο ερωτικό φιλί μας αντικατοπτρίζεται ακόμη από την πρόσοψη του κτηρίου, κάτω από το οποίο δόθηκε· η αρχιτεκτονική, εν ολίγοις, είναι κάτι που βιώνεται από όλους, όχι μόνο από τους κατοικούντες».
Στο λεύκωμά σας παρατηρούμε ότι σας απασχολεί, κατά βάση, η δημόσια οικοδομική δραστηριότητα και λιγότερο οι εκφάνσεις της λαϊκής αρχιτεκτονικής της Αθήνας. Ποια είναι η σχέση μεταξύ των δύο;
«Αυτή η ερώτηση είναι ιδιαίτερα σημαντική. Ξέρετε, το ζήτημα αυτό είναι ιδιαιτέρως περίπλοκο και δεν επιδέχεται μονοαιτιακές εξηγήσεις, αφού τίθενται συνεχώς δευτερογενή ερωτήματα. Θα ήθελα να σταθώ σε ένα μόνο σημείο: μπορούμε να ενοχοποιούμε άκριτα τη λαϊκή αρχιτεκτονική, κατασκευάζοντας ένα στιλιζαρισμένο τεχνο-ιστορικό αφήγημα, το οποίο προσιδιάζει περισσότερο σε μια μυθολογία που στον ρόλο του “κακού” τοποθετεί τη μαζική αρχιτεκτονική; Τα περισσότερα “μεγάλα” δημόσια έργα αποδείχθηκαν ανίκανα να υπερκαλύψουν τη σημαντικότητα της ανώνυμης και λαϊκής αρχιτεκτονικής ή να μεταβάλλουν τον χαρακτήρα της. Γιατί συνέβη κάτι τέτοιο; Διότι η λαϊκή αρχιτεκτονική, συνιστώντας τον μοναδικό νόμιμο κληρονόμο της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, ήταν νομοτελειακό να αναπτύξει έναν κριτικό αντίλογο απέναντί τους».
Είναι, τελικά, η Αθήνα μια όμορφη πόλη;
«Αυτό, ξέρετε, είναι το ερώτημα που συναντώ ιδιαίτερες δυστοκίες στο να απαντήσω. Μπορώ να αναφέρω κάποια πράγματα που θα φαίνονταν, πιστεύω, ενδιαφέροντα, αλλά δεν μπορώ να σας δώσω μία και μόνη απάντηση για πολλούς λόγους, ένας από τους οποίους είναι ότι τελικά δεν έχω αποφανθεί ακόμη για το εν λόγω ζήτημα. Γενικά θα έλεγα ότι η Αθήνα μάς στενοχωρεί, όχι απλώς με την έννοια ότι μας κάνει να λυπόμαστε, αλλά -όπως και η σημασιολογική διαφάνεια της λέξης μας επιτρέπει να σημειώσουμε- προσπαθεί, εντός στενών ορίων, να μας χωρέσει όλους.
Με αυτή τη φιλοσοφία, άλλωστε, δομήθηκε από το 1950 και έπειτα. Κλήθηκε ως πόλη να “απαλύνει” το τραύμα του εμφυλίου πολέμου και να καταστρέψει τις μνημονικές του κοινότητες με την ανωνυμία της. Μας υποσχέθηκε μέσα από τα χείλη των εργολάβων της πως η ίδια η πολεοδόμησή της θα λειτουργήσει ως αναλγητικό απέναντι στους πόνους μας και θα ήταν άδικο να ισχυριστούμε πως ο στόχος της δεν τελεσφόρησε: κανένας ένοικος μιας πολυκατοικίας δεν θα γνώριζε πως ένας άλλος ένοικος είχε συμμετάσχει σε κάποια μάχη και δεν θα γνώριζε, φυσικά, και στο ποια πλευρά αυτής της μάχης παρατάχθηκε ο γείτονάς του. Η ανωνυμία της πόλης μάς έσωσε από τον απόηχο του εμφυλίου πολέμου και στον βωμό αυτό θυσιάστηκαν εκατοντάδες άλλων ιδανικών, όπως η αξιοπρεπής διαβίωση, η ανάγκη μας για συμπλοκή με τη φύση κ.ά. Αλήθεια, πόσους γείτονες από το οικοδομικό σας τετράγωνο γνωρίζετε;
Ένα σημαντικό ποσοστό κτισμάτων της Αθήνας καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ σημαντικά πλήγματα δέχθηκε και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου (1945-1949). Η πραγματική περιπέτεια αυτής της πόλης, όμως, ήταν μοιραίο να ακολουθήσει την επόμενη τριακονταετία (1950-1980), όπου ό,τι δεν κατάφερε η Βέρμαχτ, το κατάφερε μια νέα εφεύρεση, η μπουλντόζα, που μαζί με το ασθενοφόρο έχει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντι σε κάθε άλλο είδος οχήματος: θα περάσει από κάθε ρείθρο. Ας θυμηθούμε το ποίημα του Φίλιπ Λάρκιν με τίτλο “Ασθενοφόρα”: “[…]Σταματούν σε κάθε ρείθρο: Με τον καιρό, θα περάσουν από κάθε δρόμο”».