Η έκδοση έχει 210 σελίδες και κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2022 από τις εκδόσεις Αρμός. Είχε προηγηθεί, από τον ίδιο εκδοτικό Οίκο, το πρώτο βιβλίο της συγγραφέως με τίτλο «Ανελκυστήρας», το οποίο διακρίθηκε στον «διαγωνισμό κοινού» του Public για το 2022. Το νέο της βιβλίο, όπως αναφέρεται σε ένα από τα εσώφυλλα, αφιερώνεται «Σε όλες τις μητέρες, τις ποιήτριες του κόσμου μας».
Το βιβλίο της Καμπάνταη μας άρεσε. Με συναίσθηση και απόλυτο έλεγχο στη γραφή της έγραψε είκοσι «πεζογραφήματα» που αξίζουν να διαβαστούν. Ως γνωστόν, ο όρος «πεζογράφημα» χρησιμοποιήθηκε για πολλά γραπτά του Γιώργου Ιωάννου. Αν όμως ο σπουδαίος συγγραφέας είχε ως κέντρο των πεζογραφημάτων του τη Θεσσαλονίκη, το κέντρο των κειμένων της Καμπάνταη είναι Η Μάνα. Η μάνα της συγγραφέως, αλλά ταυτόχρονα η κάθε μάνα και η δυνατή σχέση που πάντα αναπτύσσει με τα παιδιά της. Πιθανότατα το έναυσμα για να κάνει η συγγραφέας το βιβλίο ήταν τ’ ότι και η ίδια είναι μητέρα δύο παιδιών και επομένως μιλά για τον «ρόλο» έχοντάς τον ζήσει από δύο «πόστα», και ως κόρη και ως μητέρα.
Ο λόγος της Καμπάνταη είναι στρωτός, δροσερός, ήρεμος, χωρίς ανούσιες δραματικές κορυφώσεις και χωρίς καθόλου ίχνη καθωσπρεπισμού ή διδακτισμού. Μας άρεσε και που η νοσταλγία, που κάποιες στιγμές εκφράζεται, είναι κρυμμένη, σχεδόν αδιόρατη. Φτάνει, επιτέλους, τόση εκμετάλλευση της νοσταλγίας από τους συγγραφείς. Αντίθετα, τα κείμενά της έχουν εσωτερικότητα και φανερώνουν τη γνήσια ευαισθησία και την τρυφερότητά της.
Το πιο σημαντικό, κατά τη γνώμη μας, προσόν της, που εγγυάται ότι μπορεί να γράψει πολλά και καλά κείμενα στο μέλλον, είναι τ’ ότι από ελάχιστο προζύμι πλάθει ψωμιά για πέντε φούρνους. Τα κείμενά της τα επιμηκύνει και τα πλουτίζει ανακαλώντας μνήμες (αληθινές, όπως λέει και στον υπότιτλο του βιβλίου, είτε είναι δικές της είτε άλλων), κάνοντας ώριμες σκέψεις, χρησιμοποιώντας εναλλαγές στις οπτικές γωνίες και χρησιμοποιώντας ωραίες και καμιά φορά απροσδόκητες παρομοιώσεις –οι περισσότερες πολύ πετυχημένες.
Την ποιότητα των κειμένων της την ενισχύουν αφενός ο έλεγχος της ροής του λόγου (βρίσκεσαι με απόλυτη φυσικότητα από τη μια παράγραφο στην άλλη, από το ένα περιστατικό στο επόμενο) και αφετέρου τα πολύ καλά Ελληνικά της. Θα λέγαμε ότι κάποιες στιγμές η γλώσσα της, με την απλότητά της, είναι θαυμαστή. Πάντα δε η συγγραφέας κλείνει τα κείμενά της με άρτιο και πειστικό τρόπο.
Μία παρατήρηση, η οποία καθόλου δεν έχει σκοπό να μειώσει την ποιότητα του βιβλίου. Η σύγχρονη λογοτεχνία είναι και άσκηση οικονομίας για πολλούς και διάφορους λόγους. Ίσως, λοιπόν, αν η συγγραφέας την επεδίωκε σε κάποια από τα κείμενά της, αυτά θα απογειώνονταν και θα διαβάζονταν με ακόμα μεγαλύτερη ευχαρίστηση.
Η Μαρία Καμπάνταη χειρίστηκε τα θέματά της και το υλικό της με συγγραφική επάρκεια και τιμιότητα. Και, κατά τη γνώμη μου, με το δεύτερο βιβλίο της δείχνει ότι μπορεί στο μέλλον να παρουσιάσει κείμενα και βιβλία εξαιρετικά.