Με μεγάλη χαρά, αλλά ομολογώ και με μια μικρή δυσπιστία, σαν θέλω να προστατεύσω τον εαυτό μου από κάποια πιθανή απογοήτευση, στις συναντήσεις που κάνω με ανθρώπους στην γειτονιά μου καθώς και σε άλλες γειτονιές της Αθήνας διαπιστώνω κάτι ελπιδοφόρο. Ότι φέτος στις αυτοδιοικητικές εκλογές μάλλον θα «καταφέρουμε», ως εκλογικό σώμα, κάτι σημαντικό – να μειώσουμε το ποσοστό της αποχής. Φίλοι και άνθρωποι του ευρύτερου περίγυρου μου που απείχαν στις προηγούμενες εκλογές το 2019 μου λένε ότι την Κυριακή στις 8 Οκτωβρίου θα πάνε να ψηφίσουν –και όχι επειδή τους ζήτησα αν κρίνουν ότι το αξίζω να με στηρίξουν, μιας και σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται και ορισμένοι που θα ψηφίσουν άλλον συνδυασμό, ή που δεν ψηφίζουν στην Αθήνα.
Μακάρι, με όλη μου την καρδιά το εύχομαι, αυτά τα σημάδια για μεγαλύτερη συμμετοχή να επαληθευτούν. Η ψήφος για το δήμο ή την κοινότητά μας έχει μια σημαντική ιδιαιτερότητα. Είναι πολύ δυνατή και πολύ κοντά μας. Είναι η δημοκρατική επιλογή μας που έχει τον μεγαλύτερο και τον πιο άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινότητά μας. Η δημοτική/κοινοτική αρχή καθορίζει και ελέγχει πάρα πολλά από αυτά που διαμορφώνουν το πώς ζούμε, την ποιότητα ζωής μας. Από την καθαριότητα και τον φωτισμό στους δρόμους, μέχρι την συντήρηση των πάρκων και των συντριβανιών – και από την ανακύκλωση και τον καθαρισμό των τοίχων από τα υβριστικά συνθήματα μέχρι το αν θα υπάρχουν δομές που προσφέρουν άσυλο στις κακοποιημένες γυναίκες και τα παιδιά τους, ή φροντίδα στα ζώα.
Η αυτοδιοίκηση είναι η πολιτική της καθημερινής ζωής στην πόλη, στην κοινότητά μας, στην γειτονιά, στο δρόμο που βρίσκεται το σπίτι μας. Συμμετέχοντας, διαμορφώνοντας τα δημοτικά ή κοινοτικά συμβούλια, έχουμε το προνόμιο να διαμορφώσουμε αυτήν την καθημερινότητα. Αλλά έχουμε και την υποχρέωση.
Μου φαινόταν πάντοτε παράξενο ότι για κάποιο λόγο η λέξη ψηφοφόρος στην γλώσσα μας δημιουργεί αρνητικούς συνειρμούς. Ο «voter», λ.χ., στα αγγλικά είναι σχεδόν τιμητική ιδιότητα. Εμείς λέμε «οι ψηφοφόροι» και υπονοούμε ανθρώπους άβουλους, κατευθυνόμενους, που άγονται και φέρονται, ή που έχουν πολύ συγκεκριμένα συμφέροντα. Η λέξη εμπεριέχει μια υπόνοια έλλειψης κριτικής ικανότητας… όμως, δεν μπορώ να μην σκεφτώ πως όποιος και ότι και αν ευθύνεται για αυτό το φαινόμενο, μάλλον είχε κακά κίνητρα. Πονηρούς σκοπούς.
Ας το σκεφτούμε λίγο. Όταν οι καλλιεργημένοι, οι ευαίσθητοι, οι στοργικοί με την κοινωνία, με την δημοκρατία, με τον συνάνθρωπο πολίτες δεν πάνε να ψηφίσουν – επειδή σκέφτονται “σιγά, τι διαφορά έχει μια ψήφος, η δική μου” – τι κάνουν; Αφήνουν το πεδίο ελεύθερο σε εκείνους για τους οποίους η ενασχόληση με τα κοινά μπορεί να είναι πρώτα όφελος και μετά προσφορά ή ενδιαφέρον. Και έτσι, εκείνοι, οι στοργικοί, χάνουν το παιχνίδι με τον κυνισμό από τα αποδυτήρια. Δίνουν το δικαίωμα σε πρόσωπα που δεν εκτιμούν να αποφασίζουν για τους ίδιους. Ενώνουν την σιωπή τους με τους αδιάφορους, τους σιωπηλούς, τους ατομικιστές. Αφήνουν το πεδίο ελεύθερο στον κυνισμό, στους «ψηφοφόρους» που επαληθεύουν το βλαβερό για την δημοκρατία στερεότυπο.
Η Ελλάδα, σύμφωνα με τους κοινωνικούς ψυχολόγους βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο. Από κοινωνία που διέπεται από τις αρχές της συλλογικότητας, (όπου το καλό ορίζεται ως τέτοιο όταν ωφελεί την ομάδα, την οικογένεια, την πόλη, την κοινωνία, την κοινότητα) μετατρέπεται σε κοινωνία ατομιστική, όπου η προσωπική πρόοδος, οι προσωπικοί στόχοι και επιδιώξεις, θεωρούνται προτεραιότητα – ακόμα και αν αυτό συνεπάγεται να ξεχνάμε τον άλλον, τον λιγότερο τυχερό, τον λιγότερο έτοιμο, ή απλώς τον άνθρωπο που δεν μετρά την ζωή με κριτήρια ίδια με τα δικά μας.
Όμως, εδώ υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα. Η κλιματική αλλαγή και πολλές ακόμα περιστάσεις και φαινόμενα της σύγχρονης ιστορίας θα επιφέρουν κρίσεις που μπορούν να αντιμετωπιστούν με μία και μόνο μέθοδο. Την αλληλεγγύη. Την ομαδικότητα. Το μαζί.
Η ψηφοφορία, με τις ελλείψεις, με τα προβλήματά της, παραμένει ό,τι καλύτερο έχουμε σε «μαζί». Πώς θα είμαστε αλληλέγγυοι αν δεν κάνουμε την μικρή υπέρβαση να νικήσουμε τον κυνισμό, την βαρεμάρα, την πίκρα (ή απλώς την επιθυμία να πιούμε έναν καφέ στην αγαπημένη μας πλατεία) και δεν πάμε να στηρίξουμε τον υποψήφιο που επιλέγουμε; Πώς θα είμαστε μαζί αν δεν εμφανιστούμε καν;
Δεν ήταν δεδομένο πάντα το δικαίωμα της ψήφου. Στην χώρα μας οι γυναίκες ψήφισαν για πρώτη φορά στις δημοτικές εκλογές στις 11Φεβρουαρίου τους 1934. Δεν είχαν όλες εκλογικό δικαίωμα, μόνο εκείνες που είχαν κλείσει τα 30 χρόνια τους και διέθεταν τουλάχιστον απολυτήριο Δημοτικού. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στους εκλογικούς καταλόγους της Αθήνας γράφτηκαν 2.655 κυρίες, από τις οποίες ψήφισαν τελικά μόνο 439. Ενδεικτική για το κλίμα της εποχής ήταν η άρνηση της ηθοποιού Μαρίκας Κοτοπούλη να ψηφίσει, λέγοντας πως ψήφο θέλουν μόνο όσες είναι άσχημες και όσες αποφεύγουν να κάνουν παιδιά…
Μας καλώ όλους να γίνουμε ψηφοφόροι. Χωρίς εισαγωγικά. Με υπερηφάνεια. Με πείσμα. Με επιμονή. Με χαρά, που εξασκούμε ένα σπουδαίο δικαίωμα. Με τρυφερότητα για την πόλη μας. Μπορούμε να αλλάξουμε τον αρνητικό, μειωτικό συνειρμό της λέξης ψηφοφόρος. Και φυσικά, ψηφίζοντας, μπορούμε να δυναμώσουμε το μαζί.