Το βιβλίο «Λατέρνα, φτώχεια και περίσσευμα καρδιάς» του Θωμά Σιταρά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας.
Ο καταξιωμένος αθηναιογράφος μάς προσφέρει ένα νοσταλγικό ταξίδι στην εικοσαετία 1920-1940, αποτυπώνοντας την ατμόσφαιρα που επικρατούσε τότε στις γειτονιές με τους ανθρώπους, τις χαρές τους, τα βάσανά τους, τις ελπίδες τους.
Ο αναγνώστης τού σήμερα κατακλύζεται από μια έντονη νοσταλγία για μια άλλη εποχή, τότε που όλα κυλούσαν απλά και ανθρώπινα…
Ο αθηναιογράφος – συγγραφέας Θωμάς Σιταράς μίλησε μαζί μας.
Να ξεκινήσουμε με λίγα λόγια για την αγάπη σας στην παλαιά Αθήνα· πότε και πώς ξεκίνησε κε Σιταρά;
«Όλα ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1960, όταν σαν φοιτητής του Πανεπιστημίου του Μονάχου παρακολουθούσα μαθήματα Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης. Ήταν για μένα μια αποκάλυψη η καθημερινή ζωή των Ευρωπαίων τα παλιά χρόνια και τα τόσα ανθρώπινα προβλήματα που ζητούσαν τη λύση τους. Λέξη κλειδί, λοιπόν, αυτή η καθημερινότητα, που ποτέ δεν με είχε απασχολήσει σαν μαθητή, αφού δεν υπήρχε όχι μόνο σαν μάθημα, αλλά ακόμη και σαν μικρή αναφορά. Φυσικά για την Ελλάδα ούτε νύξη…
Γυρίζοντας, άρχισα να ψάχνω στα παλαιοπωλεία, κείμενα της περιόδου 1832-1940, γυρεύοντας την αντίστοιχη ελληνική καθημερινότητα. Χτύπησα φλέβα χρυσού. Απίστευτες αναφορές και περιγραφές που μια απλή περιέργεια την άλλαξαν σε αγάπη για τα παλιά, ιστορίες που θέλησα να τις μεταφέρω σε όλους τους σημερινούς νοσταλγούς. Και πιστέψτε με δεν είναι λίγοι…»
Μιλήστε μας για τη διαδικασία της έρευνάς σας και τις πηγές της μελέτης σας;
«Θα αναφερθώ και πάλι στα φοιτητικά μου χρόνια, διότι το εκεί εκπαιδευτικό σύστημα στηρίζεται σε δύο πυλώνες. Ο ένας αφορά τη θεωρία της επιστήμης που επέλεξες, ο άλλος αφορά τη διαχείριση αυτού του όγκου των γνώσεων, αλλά και του τρόπου εντοπισμού των αναγκαίων πηγών σου για το μέλλον. Διασφαλίζεται έτσι η διαχρονική σου σχέση με την επιστήμη που επέλεξες και η εύκολη πρόσβαση σε ό,τι ζητάς. Και όλα αυτά όταν το Διαδίκτυο ήταν ακόμα άγνωστη λέξη!
Βασική μου πηγή είναι τα χρονογραφήματα των εφημερίδων, που υπογραφόντουσαν από τις καλύτερες πένες, χρονογραφήματα που αποτύπωναν την καθημερινότητα των προγόνων μας με μια ισχυρή δόση χιούμορ.
Όσον αφορά τα διαδικαστικά, βασιλεύει η γερμανική οργάνωση αρχείων που προανέφερα.
Ξέρετε εσείς οι δημοσιογράφοι είστε άπιαστοι στη διαχείριση θεμάτων που προκύπτουν την τελευταία στιγμή. Έλα, όμως, που χρειάζεται πολλές φορές φωτογραφίες και υλικό που θα το ήθελες χθες. Εκεί επεμβαίνω με το δικό μου αρχείο φωτογραφιών-αποκομμάτων-κειμένων εκείνης της εποχής που φεύγει σε χρόνο ντε-τε… (γέλια) Αναρωτιέμαι, τώρα που σας τα λέω, μήπως είναι καιρός να ανοίξουμε κανένα πρακτορείο!»
Στο τελευταίο αυτό πόνημά σας ασχολείστε με τις γειτονιές της 20ετίας 1920-1940· κάποια κεντρικά χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περιόδου;
«Είναι, όπως την αποκαλώ, η ώριμη περίοδος της Παλιάς Αθήνας. Η γλώσσα έχει στρώσει, η κοινωνική συνοχή βρίσκεται στα καλύτερά της. Οι ανακαλύψεις από Αμερική και Ευρώπη, που ξεκίνησαν βασικά από το 1890, έχουν κάνει την καθημερινή ζωή σαφώς πιο υποφερτή. Προηγούμενοι πόλεμοι και λιμοί έχουν ανεβάσει τη διάθεση για μια καλύτερη ζωή, γεμάτη διασκέδαση και έξω καρδιά συμπεριφορά. Τέλος, οι γυναίκες έχουν πάρει την κοινωνική θέση που τους αρμόζει. Με δύο λόγια, αν κάποτε βρισκόμασταν μεταξύ Ανατολής και Δύσης με τη ζυγαριά να γέρνει μάλλον προς τη πρώτη μεριά, τώρα πια η ζυγαριά έχει κολλήσει προς Δυσμάς με ό, τι αυτό συνεπάγεται…»
Ένα σχόλιό σας για τη σημερινή Αθήνα;
«Άστα καλύτερα! Κρατήσαμε φυσικά ό,τι ανάποδο υπήρχε στο DNA μας, και απαξιώσαμε ό, τι καλό διέθετε εκείνη η εποχή. Γι’ αυτό φυσικά έχουμε γίνει φανατικοί νοσταλγοί της Παλιάς Αθήνας, και η διαπίστωση αυτή αναφέρεται και στις ψαγμένες, νεώτερες γενιές».
Κάποιες από τις κορυφαίες διαφορές τού να ζεις στην Αθήνα τού σήμερα από το να ζεις στην Αθήνα που περιγράφετε;
«Βρείτε μου σήμερα μια συνοικία που να βγαίνουν καλοκαιριάτικα στα δρομάκια οι κυράδες να τα “πούνε”; Φυσικά μην αδικήσουμε εδώ τα ηπειρωτικά χωριά και τα νησιά μας. Ασφαλώς θα ξέρετε ότι όταν έρχονται επαρχιώτες από αυτά τα μέρη, κάνουν πώς και πώς να γυρίζουν πίσω στην ηρεμία και τους χαλαρούς ρυθμούς».
Και ομοιότητες; Υπάρχουν ομοιότητες που νικούν το πέρασμα του χρόνου;
«Ευτυχώς η καλώς εννοούμενη περιέργεια, η ευελιξία σκέψης και η ανεξαρτησία της συμπεριφοράς, η σκωπτική διάθεση, η φιλοξενία, ή ανθρωπιά κρατούν ακόμα γερά!»
Από τις πολλές ιστορίες που έχετε συναντήσει μέσα από τη μελέτη και την έρευνά σας, θα μοιραστείτε μαζί μας κάποιο που ξεχωρίζετε ιδιαίτερα;
«Να ένα αδημοσίευτο κείμενο που χωρίς δεύτερη σκέψη θα ήθελα να το μοιραστούμε: “Προχθές κατέβαινα με τον “Ηλεκτρικό” στον Πειραιά. Ξαφνικά η αμαξοστοιχία σταμάτησε απότομα λίγο μετά το Φάληρο. Σταμάτησε “μεσοκάναλα” όπως λένε και οι ναυτικοί, και φάνηκε να σταμάτησε για τα καλά.
Τα λεπτά περνούσαν και η αμαξοστοιχία δεν εννοούσε να ξεκινήσει… Οι επιβάτες άρχισαν να σχολιάζουν το γεγονός και να δυσφορούν.
-Το πράγμα είναι πολύ φυσικό! είπε κάποιος. Δεν βλέπετε, ότι έχουμε τρεις παπάδες μέσα στο βαγόνι μας. Σωστό συλλείτουργο!
Έκανα αμέσως τη διάγνωση του προληπτικού!
-Δεν κατεβαίνουμε, αδελφέ, να πάμε περπατώντας; είπε δεύτερος επιβάτης.
Και πήδησε από το όχημα, αψηφώντας την ηλεκτροφόρο ράβδο, και τα συρματοπλέγματα, που έπρεπε να πηδήσει, για να φθάσει σε βατό δρόμο, ακολουθούμενος από μερικούς άλλους.
Έκανα αμέσως τη διάγνωση του τολμηρού και του ριψοκίνδυνου ανθρώπου!
-Αυτή την ανοησία δεν την κάνω εγώ… είπε ένας άλλος. Ως που να περάσω το συρματόπλεγμα, μπορεί να φανερωθεί κανένα άλλο τραίνο από μπροστά και να την πάθω.
Έκανα αμέσως την διάγνωση του προνοητικού ανθρώπου!
-Ό,τι και να συμβεί –είπε ένας άλλος- εγώ πρέπει να κατέβω και να βρω ένα ταξί, να πάω στη δουλειά μου. Σε ένα τέταρτο πρέπει να βρίσκομαι στο γραφείο μου.
Έκανα αμέσως τη διάγνωση του ευσυνείδητου και εργατικού υπαλλήλου!
-Εδώ που καθόμαστε, τέλος πάντων, -είπε άλλος- υποφέρεται το πράγμα. Πολύ φοβάμαι όμως, μήπως μας κάνει τα ίδια μέσα στη σήραγγα, και μας αφήσει στα σκοτάδια…
Έκανα αμέσως τη διάγνωση του απαισιόδοξου!
-Δεν είναι τίποτε, βρε παιδιά, είπε άλλος. Σε λίγο, ό,τι και να συμβαίνει, θα ξεκινήσουμε. Θα το δείτε!
Έκανα αμέσως τη διάγνωση του αισιόδοξου!
Μία κυρία, που φαινόταν εξαιρετικά ανυπόμονη, είπε στο συνοδό της:
-Εγώ λέω να κατέβουμε Νίκο.
-Και πώς θα περάσεις το συρματόπλεγμα; τη ρώτησε ο Νίκος διστακτικά. Εδώ έχουμε ολόκληρο θεωρείο πίσω μας!
-Μου είναι αδιάφορο, φώναξε η κυρία, και παρέσυρε το συνοδό της στο τόλμημα.
Έκανα αμέσως τη διάγνωση του ρηξικέλευθου θηλυκού, και ταυτόχρονα του υποχωρητικού άρρενος!
Πολλοί επιβάτες έσπευσαν να απολαύσουν το θέαμα του γυναικείου άλματος.
Έκανα αμέσως τη διάγνωση των αδιάκριτων ανθρώπων.
***
Επί τέλους ξεκινήσαμε, αφήνοντας πίσω μας τους βιαστικούς τολμηρούς…
-Όποιος βγήκε μετανόησε! αποφάνθηκε ένας γηραλέος.
Έκανα αμέσως τη διάγνωση του φιλόσοφου!
-Τί κρίμα που ξεκινήσαμε! είπα μέσα μου. Ήμασταν τόσο καλά εδώ…
Προσφέρω το τελευταίο τεστ στους αναγνώστες μου, και τους αφήνω να κάνουν τη διάγνωσή μου…»
Θα μας πείτε και γιατί ξεχωρίζετε τη συγκεκριμένη ιστορία;
«Διότι μέσα από ένα κατά βάση αδιάφορο καθημερινό συμβάν –οι στάσεις τότε του “Ηλεκτρικού” ήταν τόσο συχνές, που οι Αθηναίοι τού είχαν βγάλει το παρατσούκλι “Ο Σταμάτης”- βλέπουμε πόσο διαφορετικοί τύποι είμαστε σαν λαός, και πόσο διαφορετικές αντιδράσεις συναντούμε καθημερινά».
Υπάρχουν ιστορίες που σας προβλημάτισαν σχετικά με το εάν θα τις συμπεριλάβετε σε κάποιο βιβλίο σας; Αν ναι, γιατί; Και τι αποφασίσατε, τελικά;
«Πολλές! Υπήρχαν π.χ. εποχές που οι περισσότεροι κυκλοφορούσαν με μια κουμπούρα στη τσέπη και οι “δι’ ασήμαντον αφορμή” τραυματισμοί ήταν καθημερινό φαινόμενο. Η καθαριότητα ξεκίνησε με την έλλειψη νερού, αλλά το κουσούρι έμεινε ακόμα όταν μας πλημμύρισε ο Μαραθώνας. Η μονομανία για τα καλούδια της Ευρώπης δεν άφησε Ελληνική βιοτεχνία να σταθεί στα πόδια της. Και τόσα άλλα που θα άφηναν τον σύγχρονο αναγνώστη αδιάφορο και τον συγγραφέα άνεργο!»
Σκέψεις για το επόμενο συγγραφικό σας βήμα;
«Βρίσκομαι ακόμα σε φάση επεξεργασίας υλικού και σίγουρα όλο και κάτι θα προκύψει. Σίγουρα δεν ανήκω στη κατηγορία των συγγραφέων που βγάζουν ένα βιβλίο τον χρόνο!»
Μιλώντας για το «Λατέρνα, φτώχεια και περίσσευμα καρδιάς», κάποιοι στίχοι τραγουδιού που σας έρχονται στον νου; Και με αυτούς να κλείσουμε…
«Έχει η Αθήνα ομορφιές/ έχει και κάτι ζωγραφιές/ μα σαν της Πλάκας τα στενά/ δεν έχει άλλα τέτοια πουθενά./ Ρε το ξέρει η Ανθρωπότης/ πως κι ο Θεός είναι Πλακιώτης/ κι όταν σιγοψιχαλίζει, ω/ τα βασιλικά ποτίζει./ Στης Πλάκας τις κατηφοριές/ που γέρνουν οι κληματαριές/ είναι κάτι Πλακιώτισσες/ που λες ροδόσταμο τις πότισες./ Τι ρετσίνα κεχριμπάρι/ ταβερνιάρη, ταβερνιάρη/ βρε βάλε μας να σβήσει η έννοια/ από την κεχριμπαρένια./ Πλέκουνε στα μπαλκόνια της/ φωλιές τα χελιδόνια της/ κι απάνω από το κάστρο της/ τον Παρθενώνα έχει γι’ άστρο της/ και το σούρουπο σαν φτάνει/ βγαίνουν οι Θεοί σεργιάνι/ βρε και τα κοπανάν για γούρι/ στην ταβέρνα του Τζουτζούρη».