Skip to main content

Ημερολόγιο μιας παλιάς γειτονιάς

Ο Μίμης Φωτόπουλος και ο Βασίλης Αυλωνίτης σε σκηνή από την ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» του Αλέκου Σακελλάριου [Finos Film,1955]

Το βιβλίο «Λατέρνα, φτώχεια και περίσσευμα καρδιάς» του Θωμά Σιταρά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας.

Ο καταξιωμένος αθηναιογράφος  μάς προσφέρει ένα νοσταλγικό ταξίδι στην εικοσαετία 1920-1940, αποτυπώνοντας την ατμόσφαιρα που επικρατούσε τότε στις γειτονιές με τους ανθρώπους, τις χαρές τους, τα βάσανά τους, τις ελπίδες τους.

Οι άνθρωποι διασκέδαζαν διαφορετικά: θέατρα, συνοικιακά σινεμά, χοροδιδασκαλεία, ταβέρνες και κουτούκια· τίποτα δεν έλειπε. Οι γυναίκες της γειτονιάς με τα κουτσομπολιά, τους κρυφούς πόθους και τα πάθη τους, οι πλανόδιοι κι οι γυρολόγοι με τα κόλπα τους, ο μπακάλης, ο φούρναρης, ο κουρέας, με τις ιστορίες τους, η φωνακλάδικη λαϊκή, οι μπόμπιρες του παιδομαχαλά, οι καφενόβιοι και οι κουβέντες τους.

Οι γιορτές με τα ξεχασμένα πια ήθη κι έθιμα, οι παντρειές και τα αρραβωνιάσματα, η καθημερινή αγωνία για την επιβίωση, η πολυπόθητη ησυχία –που πάντοτε έλειπε μεσημεριάτικα, η ξεχωριστή προεκλογική περίοδος, οι πάντα αθεράπευτοι ερωτικά κανταδόροι και τα καμώματά τους.

Ο αναγνώστης τού σήμερα κατακλύζεται από μια έντονη νοσταλγία για μια άλλη εποχή, τότε που όλα κυλούσαν απλά και ανθρώπινα…

Στο κεφάλαιο «Στο καφενείο», στο κείμενο με τίτλο «Ένας αφανής καλλιτέχνης», διαβάζουμε:

«Κάθε φορά που πάω στο καφενείο της γειτονιάς, δεν σταματώ να θαυμάζω τη δεξιοτεχνία του ψήστη του καφέ, του ταμπή [Σ.τ.Σ.: η λέξη “ταμπής” προέρχεται από την τουρκική “Tabi” που σημαίνει “εντάξει”,  λέξη με την οποία ο ψήστης του καφέ απαντούσε στο γκαρσόνι ότι κατάλαβε την παραγγελία]. Μπορεί όλα να έχουν μεταβληθεί, ακολουθώντας τους νόμους της εξέλιξης, αλλά το καφεδάκι μας επιμένει, ευτυχώς, ακόμη παραδοσιακά.

Το καταλαβαίνεις με το που μπαίνεις. Η ματιά σου θα πέσει αναγκαστικά –έτσι μικρό που είναι- στη ζεστή άμμο, όπου στο πολίτικο μπρίκι βράζει ο καφές και το νερό… Είναι το βασίλειο των αποχρώσεων του φλιτζανιού. Πάνω από 46 διαφορετικές συνταγές, παρακαλώ! Σε όλο τον κόσμο, βέβαια, ψήνουν καφέ, αλλά με τον ίδιο, πάνω κάτω, τρόπο. Καφές ομαδικός, ομοιόμορφος, μαζικός. Ο ταμπής προσαρμόζει τις τεχνικές του, όχι γενικά στην πελατεία του, αλλά στο γούστο και τις ιδιοτροπίες κάθε πελάτη ξεχωριστά.

Ο πελάτης του ελληνικού καφενείου δεν είναι ένας οποιοσδήποτε πελάτης. Έχει προσωπικότητα. Είναι ο κυρ Βασίλης, ο κύριος Τέρπος, ο κυρ Κώστας, ο κυρ Δημήτρης. Είναι δικό του μπαϊράκι και δικός του ο καφές.

Είναι βαρύ γλυκός, είναι βραστός με ολίγη, είναι μέτριος βραστός, είναι γλυκύς βραστός, είναι καϊμακλής, είναι πικρός μισό φλιτζάνι, είναι… είναι… Είναι απειρία καφέδων, και ο  ταμπής οφείλει να κανονίσει, να συνθέσει, να πετύχει προκειμένου να ικανοποιήσει τον πελάτη.

Καμιά φορά ο τελευταίος φτάνει συνοφρυωμένος, μαχμουρλής, έτοιμος για μουρμούρα!       
– Γκαρσόν! Έλα εδώ! Τι καφές είναι αυτός;

Θυμάμαι το ανεπανάληπτο σχόλιο που έκανε κάποτε η Κοτοπούλη:   
– Πάρε, παιδί μου, αυτό το φλιτζάνι, δεν μου αρέσουν τα όσπρια!

Ή όταν η παραγγελία δεν εκτελείται με ακρίβεια:        
– Είπα μέτριο βραστό, παιδί μου, δεν είπα μέτριο!

Βεβαίως.  Ο μερακλής του καφέ γνωρίζει πολύ καλά ότι υπάρχει μια σημαντική απόχρωση μεταξύ μέτριου βραστού και μέτριου, που είναι ικανή να τον κάνει έξαλλο, να του στραβώσει την ημέρα… Για τον μερακλή το να μπερδέψεις έναν καφέ είναι σαν να μπερδεύεις δύο διαφορετικά πρόσωπα. Με λίγα λόγια: Απαράδεκτο, και να λείπουν τα αστεία!

Δεν  είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι, όταν μπει στο καφενείο ένας καινούργιος πελάτης, πρέπει να δηλώσει το “πώς τον παίρνει” για να γίνει και η σχετική κατάταξη…           
-Πώς τον παίρνετε;     
-Βραστό με πολλά ολίγη!

Ο Θωµάς Σιταράς ασχολήθηκε συστηματικά με την αθηναιογραφία. Έχει συγγράψει τρία
βιβλία για την Παλιά Αθήνα, ενώ διαχειρίζεται, από το 2012, τον ιστότοπο
www.paliaathina.com –ένα διαδικτυακό Μουσείο για την Αθήνα της περιόδου 1834-1940.

Ο ταμπής είναι ο αφανής καλλιτέχνης του ελληνικού ατομικισμού. Κρατά στα χέρια του, ή μάλλον στο χερούλι του μπρικιού του, το κέφι εκατοντάδων ανθρώπων, τα νεύρα τους, το κεφάλι τους, τις γνώμες τους, τις δουλειές τους.

Πιστεύω ότι θα παραμείνει αιώνιος, τουλάχιστον όσο υπάρχουν υπό τον ήλιο Έλληνες και παραδοσιακά καφενεία…».