Μαζί με τον Χάινριχ Μπελ, τον Γκύντερ Γκρας και τον Ζίγκφριντ Λεντς, ο Μάρτιν Βάλζερ ήταν ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς συγγραφείς της Γερμανίας.
Το Μάρτιο του 2021, λίγο πριν από τα 94α γενέθλιά του, εκδόθηκε μια εικονογραφημένη συλλογή κειμένων του Μάρτιν Βάλζερ με τον τίτλο Sprachlaub (κυριολεκτική μετάφραση: Φύλλα γλώσσας). Στο έργο ο συγγραφέας ασχολήθηκε ποιητικά με τον επερχόμενο θάνατό του: «Δεν υπερασπίζομαι τον εαυτό μου», έγραψε, «είμαι σκεπτόμενος και θέλω να ζήσω μέχρι το τελευταίο βράδυ».
Για τον Βάλζερ, η ζωή σήμαινε πάνω απ’ όλα γράψιμο. Έμεινε πιστός στον εαυτό του μέχρι τον θάνατό του – ως ένας σκληρά εργαζόμενος, παραγωγικός και διάσημος μυθιστοριογράφος. Με τα πολυάριθμα μυθιστορήματά του, τα διηγήματα και τα θεατρικά του έργα, άφησε πίσω του ένα εντυπωσιακό λογοτεχνικό έργο. Ήταν επίσης γνωστός για τη συμμετοχή του στις κοινωνικές συζητήσεις της Γερμανίας.
Το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο Ehen in Plilippsburg, κυκλοφόρησε το 1957 κι έγινε αμέσως μεγάλη επιτυχία.
Τόσο με τα λογοτεχνικά του κείμενα όσο και με τις πολιτικές του δηλώσεις έχει πυροδοτήσει συχνά συζητήσεις. Στη δεκαετία του ’60 τάχθηκε, όπως και πολλοί άλλοι αριστεροί διανοούμενοι, υπέρ της εκλογής του Bίλι Μπραντ στο αξίωμα του καγκελαρίου. Το 1964 παρακολούθησε ως ακροατής τη δίκη για το Άουσβιτς στη Φραγκφούρτη. Στρατεύτηκε κατά του πολέμου του Βιετνάμ, ταξίδεψε στη Μόσχα. Τη δεκαετία του ’60 και ’70 θεωρείτο φιλικά προσκείμενος προς το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, μέλος του ωστόσο δεν υπήρξε ποτέ.
Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία του: Αφηνιασμένο άλογο και Ανεπίδοτα γράμματα (Οδυσσέας, 1988), Η πηγή (2001) και Βιογραφία ενός έρωτα (2004) από τις εκδόσεις Καστανιώτη, Η υπεράσπιση της παιδικής ηλικίας (2001), Ο θάνατος ενός κριτικού (2004). ), Η στιγμή του έρωτα (2008), Ο άντρας που ήξερε ν’ αγαπάει (2013).