Το μυθιστόρημα «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους» του Μιχάλη Αλμπάτη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις νήσος.
Αρχές της δεκαετίας του 1950, σ’ ένα χωριό της κρητικής ενδοχώρας, ένα νεαρό αγόρι ανακαλύπτει, στην κηδεία κάποιου συγγενή, πως έχει την ικανότητα να ακούει τις σκέψεις των νεκρών. Κανείς δεν τον πιστεύει· όμως, αποδεικνύει δημόσια το αληθές των ισχυρισμών του.
«Η επομένη ήταν Κυριακή και, όπως έκαναν πάντα, είχαν κινήσει πρωί πρωί με τη μητέρα του και την αδερφή του για την εκκλησιά. Φυσικά, τα χθεσινά γεγονότα στην κηδεία της γρια-Ξώφαινας είχαν διαδοθεί από στόμα σε στόμα και αποτελούσαν το κύριο θέμα συζήτησης σ’ ολόκληρο το χωριό. Στον δρόμο για τον Αϊ-Γιώργη, αλλά και μέσα στην εκκλησιά, όταν άναψε το κερί κι έπειτα που στάθηκε μπροστά απ’ το ιερό μαζί με τους άλλους άντρες, τα βλέμματα όλων στρέφονταν επάνω του δίχως ίχνος κοροϊδίας πια, αλλά φορτισμένα με ανησυχία, δέος ή φόβο, ενώ τα χείλη τους ψιθύριζαν την ώρα που από μπροστά τους περνούσε: “Μιλάει με τους νεκρούς!”, “Ακούει τους πεθαμένους!” […]
Μετά την εκκλησιά, γύρισαν σπίτι για το μεσημεριανό, χωρίς ούτε η μητέρα ούτε η αδερφή του να κάνουν την παραμικρή αναφορά στα γεγονότα της προηγούμενης μέρας, τα οποία δεν θα μπορούσε παρά να είχαν κι εκείνες πληροφορηθεί. Το έβλεπε, άλλωστε, στον τρόπο που τον κοίταζαν, καθώς προσπαθούσαν να διακρίνουν επάνω του κάποια αλλαγή, κάποιο στοιχείο που να φανερώνει τη μεταμόρφωσή του από τη μια μέρα στην άλλη σε κάποιον που κουβαλάει ένα εκπληκτικό μα και συνάμα φοβερότατο χάρισμα. Μόνο την ώρα που μάζευαν τα πιάτα άφησε η μητέρα του να φανεί κάτι απ’ την υποβόσκουσα ταραχή της, όταν, με μια ασυνήθιστη επισημότητα, του ανακοίνωσε πως η γιαγιά του ήθελε να του πει κάτι σημαντικό και να περάσει το απόγευμα απ’ το σπίτι της.
Ο Φανούρης κατάλαβε πως η γιαγιά είχε αναλάβει το βάρος της συζήτησης των αναπάντεχων, όσο και παράδοξων καινούργιων δεδομένων, και έλπιζε πραγματικά, με τη σοφία των εβδομήντα τόσων χρόνων της, να τον βοηθήσει να καταλάβει τι ήταν αυτό που του είχε συμβεί. Θυμόταν πως ο Κρασογιώργης, μέσα απ’ το φέρετρό του, του είχε πει πως έμοιαζε του παππού του, που μιλούσε κι εκείνος με τους πεθαμένους, και ήξερε πως μόνο η γιαγιά του θα μπορούσε να του εξηγήσει τι ακριβώς εννοούσε ο νεκρός αδερφός της. […] “Σου τα λέω όλα αυτά παιδί μου, γιατί είσαι κι εσύ σαν κι εκείνον, σου φανερώνονται μυστικά που για τσ’ άλλους είναι κρυμμένα. […] αντράκι μου οι άνθρωποι ό,τι δεν καταλαβαίνουν και ό,τι δεν τους μοιάζει το φοβούνται, και ό,τι φοβούνται το κοροϊδεύουνε στο τέλος και το μισούνε. Γι’ αυτό -να ’χεις την ευκή μου- άκουσέ με καλά και όσα γίνανε εδώ και δυο βδομάδες όλα να τα ξεχάσεις και ποτέ σου να μην ξαναπατήσεις σε κηδεία κι ούτε να ξαναπλησιάσεις ποθεμένο -κι ακόμα κι εγώ όταν πεθάνω να μην έρθεις να μ’ αποχαιρετήσεις -και με τον καιρό θα δεις πως όλοι θα ξεχάσουνε τούτα τα γεγονότα και θα λένε “μικρός ήτανε κι έλεγε παλαβομάρες”, και θα σε λογαριάζουν όμοιό τους, και μαζί με τους ζωντανούς μπορεί να σε ξεχάσουνε και οι πεθαμένοι, γιατί, καμάρι μου, […] όποιος μπορεί και ακούει ήντα ψιθυρίζουνε μέσα απ’ τα φέρετρά τους δεν έχει θέση μες στους ζωντανούς και ο κάτω κόσμος γρήγορα τονε τραβάει κοντά του. Γι’ αυτό -να ’χεις την ευκή μου- άκου τη συμβουλή και δεν θα χάσεις, μπορεί να μην είμαι σπουδαγμένη και να μην έφυγα ποτέ μου απ’ το χωριό, μα τα μάτια μου έχουνε δει πολλά και ξέρω καλά ήντα θηρία ανήμερα κρύβουνε στις καρδιές τους οι άνθρωποι”».
Ένας θείος τού Φανούρη, συνειδητοποιώντας τις δυνατότητες οικονομικής εκμετάλλευσης που ανοίγονται μπροστά τους, τον πείθει ν’ αρχίσουν να περιοδεύουν στα χωριά του κάμπου, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους σαν «διερμηνείς των πεθαμένων».
Από χωριό σε χωριό κι από κηδεία σε κηδεία, κάθε νεκρός διηγείται τη δική του ιστορία, φανερώνει τα δικά του μυστικά και δίνει τις δικές του απαντήσεις στον γρίφο της ύπαρξης· μόνο που οι νεκροί λένε πάντα την αλήθεια, και οι ζωντανοί δεν θέλουνε αλήθειες να ακούσουν…