«Τσιτσιμπού, η μάγισσα της πίστας» είναι ο τίτλος του τελευταίου μυθιστορήματος που υπογράφει ο Αύγουστος Κορτώ· κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Γέρασε η Τσιτσιμπού –η θρυλική ρεμπέτισσα, η φωνή που γέμιζε κέντρα και ράγιζε ποτήρια και καρδιές– κι αναρωτιέται αν έμεινε κανείς να τη θυμάται. Κι έτσι, οπλισμένη μ’ ένα κασετοφωνάκι, αρχινά να λέει την ιστορία της, για να ξορκίσει τη λήθη.
«Ξέρω τι λένε για μένα – χρόνια τώρα. Ότι είμαι κακιά γυναίκα, άσπλαχνη, σκληρή – σκύλα μαύρη. Ότι είμαι φιλοχρήματη, και προσκυνάω τον παρά σαν Θεό μου. Ότι με νοιάζει μόνο η πάρτη μου, κι η φήμη. Ότι όποιος έκανε το λάθος να μ’ αγαπήσει, τον έφαγε το χώμα, γιατί δεν είχα στάλα έρωτα κι αγάπη μες στην άραχλη καρδιά μου, και τους έπινα το αίμα. Όταν μου βγήκε το παρανόμι της μάγισσας, το ’60, δεν ήταν μόνο για καλό, για τη φωνάρα μου, που μάγευε τα πλήθη. Θα την ξεχάσω κείνη την παλαβιάρα, ένα βράδυ που ράγιζα τα πατώματα στου Ξεδόντη, στο Χαλάνδρι, που ξαφνικά σηκώθηκε και μ’ έλουσε μ’ αγιασμό, σαν να ’μουν δαιμονισμένη; Λέγανε, βλέπεις, πως δεν πέτυχα τυχαία, μήτε με την αξία μου, αλλά επειδής είχα πουλήσει την ψυχή μου στον Οξαποδώ, όπως ο Χορν στο “Αλίμονο στους νέους”».
Η Τσιτσιμπού θυμάται τη φρίκη της Κατοχής, την ορφάνια, την αδέσποτη καλοσύνη, τη μέρα που το σπάνιο λαρύγγι της φανερώθηκε σαν θαύμα, το αναπάντεχο σουξέ του Τσιτσάνη που της άνοιξε την πόρτα της δόξας. Κι έπειτα… Έρωτες που έσβησαν σαν τα φώτα της πίστας το χάραμα, φίλοι που χάθηκαν στην ομίχλη του χρόνου. Μα η Τσιτσιμπού δεν το βάζει κάτω: η τρυφερότητα παραμονεύει παντού. Τα όνειρα δε γερνάνε.
Ένας σύγχρονος μύθος για μια μυθική τραγουδίστρια -μια φωνή γεννημένη από πόνο και σεβντά, μια φωνή ζωής και θανάτου-, και για το μαγικό της πέρασμα μέσα απ’ την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.