«Κάθε πρωί στις επτά, φρέσκος, πλυμένος, ξυρισμένος, ντυμένος στην τρίχα, κάθομαι στο τραπέζι του γραφείου μου και γράφω. Είμαι πειθαρχημένος, τέλειος υπάλληλος της γραφής. Με κάποιες κακές συνήθειες, ίσως, γιατί όσο γράφω καπνίζω, πολύ, και πίνω μπίρα. Και γράφω, γράφω ασταμάτητα».
Καλοκαίρι του 2016. Ο Αντρέα Καμιλλέρι, στα 91 του, μάχεται το σκοτάδι της τυφλότητας ανατρέχοντας στις εικόνες της μνήμης του. Και αρχίζει να υπαγορεύει.
Γεννιέται έτσι μια πραγματική άσκηση μνήμης, ένα είδος «εργασίας για τις διακοπές». 23 ιστορίες σε 23 ημέρες, για τις αναμνήσεις που σημάδεψαν τη ζωή και το έργο του, και που αποτελούν επιπλέον πολύτιμες βινιέτες της ιστορίας του τόπου του τα τελευταία εκατό χρόνια.
Τις ιστορίες συνοδεύουν τα σχέδια έξι καταξιωμένων Ιταλών εικονογράφων, οι οποίοι επιχειρούν να εκφράσουν οπτικά το συναίσθημα του βιβλίου.
Η στάχτη του Λουίτζι Πιραντέλλο, που το 1942 πέντε μαθητές λυκείου, ανάμεσά τους κι ο Αντρέα Καμιλλέρι, προσπαθούν να πείσουν τις αρχές να μεταφερθεί από τη Ρώμη στο Αγκριτζέντο, τιμώντας την επιθυμία του.
Πίσω στα 1940 και στο εξοχικό των εκ μητρός παππούδων, τη μέρα που ο Μουσσολίνι κήρυξε τον πόλεμο στη Γαλλία και στην Αγγλία. Η προληπτική λογοκρισία του 1960, που φτάνει ως τη σύλληψη του κριτικού κινηματογράφου που δημοσίευσε, υπό τον εύγλωττο τίτλο «Η Στρατιά “Σ’ αγαπώ”», κείμενο με θέμα τα κατορθώματα του ιταλικού στρατού στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι αφηγήσεις του Ρώσου φίλου του ηθοποιού Πιέτρο Σαρόφ για τη γνώμη του Τσέχοφ για τον Στανισλάφσκι, για τον Αντονιόνι και τη Μόνικα Βίττι, για τις παρενέργειες των ψηλών βουνών στη συμπεριφορά ενός ανθρώπου που γεννήθηκε σ’ ένα χωριό ενάμισι μέτρο πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, για τη μανία του καπνίσματος, για τον αστυνόμο Καμιλλέρι, για την Ομορφιά που κάποτε είχε την τύχη ν’ αντικρίσει…
«Αυτό το βιβλίο γεννήθηκε ακριβώς σαν μία άσκηση, κάτι σαν εργασία για τις διακοπές. […] με συμβούλευσαν να προσπαθήσω να κάνω ένα διαφορετικό βιβλίο: Γιατί να μη ζητήσω από έξι καταξιωμένους Ιταλούς εικονογράφους, που ανήκουν σε διαφορετικές γενιές, να δημιουργήσουν ο καθένας από ένα σχέδιο που θα είχε τη δυνατότητα να εκφράσει το “συναίσθημα” του βιβλίου μου; Θα αναρωτηθείτε: Και γιατί, εφόσον έχω τυφλωθεί, η ιδέα να υπάρχουν εικόνες που δε θα είχα τη δυνατότητα να δω ποτέ, μ’ έπεισε να δημοσιεύσω τις ασκήσεις μνήμης μου; Γιατί πάντα αγαπούσα την τέχνη, κι όταν δεν αντέχω άλλο το σκοτάδι που είμαι αναγκασμένος να ζω, φτιάχνω τη διάθεσή μου προσπαθώντας να θυμηθώ κάθε πινελιά από τους αγαπημένους μου πίνακες, κι έτσι τα χρώματα επιστρέφουν στη μνήμη μου. Τότε, παρότι δεν τις βλέπω, ζήτησα να μου περιγράψουν με κάθε λεπτομέρεια τις εικόνες των συνεργατών μου σ’ αυτό το βιβλίο, τις ξαναέπλασα με τη φαντασία μου και, ομολογώ, μου άρεσαν πολύ…».