Πρόκειται για έργο ζωής του συγγραφέα, «χρέος» στη μνήμη των παππούδων του, που δεν σταμάτησαν ποτέ να ατενίζουν με νοσταλγία και βαθύ πόνο τα πατρογονικά εδάφη τους, εκεί, πέρα, στην απέναντι μεριά του Έβρου. Σεβόμενος τα ιστορικά γεγονότα, φέρνει στο φως ιστορίες που εκτυλίχθηκαν σ’ ολόκληρη την Ανατολική Θράκη, κληρονομιά για τους επερχομένους. Παράλληλα, αναλύει τις κοινωνικές και οικογενειακές σχέσεις, την οικονομία, τον πολιτισμό, τα ήθη και έθιμα των Θρακών. Για να μη χαθεί η ιστορική συνέχεια και μνήμη.
Μέσα από το βιβλίο αναδεικνύονται τα πάθη των Θρακών, οι πρωτοφανείς ωμότητες των Τούρκων, ο βρώμικος ρόλος των «Συμμάχων» και οι καταστροφικές συνέπειες του «εθνικού διχασμού.» Η «Έξοδος των Θρακών», από τις πατρογονικές τους εστίες αποτελεί ένα από τα δραματικότερα γεγονότα της Παγκόσμιας Ιστορίας, που δυστυχώς παραμένει στη λήθη. Είναι μια Γενοκτονία που ζητά αναγνώριση και δικαίωση.
Το βιβλίο
Στις αρχές του 19ου αιώνα, παρά το καταπιεστικό καθεστώς του Χαμίτ, οι Θράκες μεγαλουργούν στην οικονομία, την εκπαίδευση, το εμπόριο. Η Κωνσταντινούπολη, η Αδριανούπολη, οι Σαράντα Εκκλησιές, η Φιλιππούπολη, η Ραιδεστός, η Χερσόνησος της Καλλίπολης, το Δεδέαγατς, αναδεικνύονται σε σημαντικά κέντρα του Ελληνισμού.
Οι Νεότουρκοι, μετά τις αποτυχίες στους Βαλκανικούς πολέμους, αναθέτουν τον Γερμανό Στρατηγό Σάντερς την αναδιοργάνωση του στρατού. Ο Σάντερς θέτει ως προτεραιότητα την εξόντωση του Ελληνισμού επειδή «η Τουρκία δεν θα είναι ασφαλής, όσο οι Έλληνες παραμένουν στην Ανατολική Θράκη.»
Οι διώξεις κορυφώνονται τον Απρίλιο του 1914, με «το Μαύρο Πάσχα των Θρακών». Περιουσίες κατάσχονται, οι άντρες στέλνονται στα διαβόητα “Αµελέ Ταµπουρού”, από τα οποία ελάχιστοι επέζησαν, κορίτσια και γυναίκες βιάζονται, ανήλικα αγόρια αρπάζονται, γέροι βασανίζονται, «πεταλώνονται» και σφαγιάζονται. Ατελείωτες πορείες ρακένδυτων δυστυχισμένων κατηφορίζουν προς τις παραθαλάσσιες πόλεις, αναζητώντας καράβι σωτηρίας για την Ελλάδα. Οι Τούρκοι μεταφέρουν μουσουλμάνους εποίκους για να εκτουρκίσουν τη Θράκη.
Το Καλοκαίρι του 1920, η Ανατολική Θράκη ελευθερώνεται µετά από σκλαβιά 6 αιώνων! Οι ξεριζωμένοι επιστρέφουν, ανοικοδομούν και ελπίζουν οτι τα μαρτύριά τους τελείωσαν. Για πρώτη φορά θα ζήσουν ως ελεύθεροι άνθρωποι. Όμως, η χαρά αποδεικνύεται σύντομη. Τον Αύγουστο του 1922, επέρχεται η κατάρρευση του Μετώπου στη Μικρά Ασία. Η Σμύρνη καίγεται…
Η κυβέρνηση των Αθηνών υπό το βάρος της καταστροφής, ενδίδει στις απαιτήσεις του Κεμάλ και τις εκβιαστικές πιέσεις των συμμάχων και παραχωρεί την Ανατολική Θράκη στην Τουρκία. Αναπάντητο και βασανιστικό παραμένει το ερώτημα: «Μπορούσε να σωθεί η Ανατολική Θράκη;» Οι Θρακιώτες έχουν μόνον 15 μέρες, να πάρουν ό,τι χωράει σ’ ένα κάρο και να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες! Τι να πάρεις σ’ ένα κάρο και τι ν’ αφήσεις;
Να πως περιγράψει τη δραματική έξοδο ο Ernest Hemingway : «Το κυρίως σώμα της πομπής, που διασχίζει τον ποταμό Έβρο στην Αδριανούπολη, φτάνει τα τριάντα χιλιόμετρα. Τριάντα χιλιόμετρα με κάρα που τα σέρνουν βόδια, ταύροι και λασπωμένα βουβάλια, με εξουθενωμένους, κατάκοπους άνδρες, γυναίκες και παιδιά να περπατούν στα τυφλά…Ενας άντρας σκεπάζει με μια κουβέρτα την ετοιμόγεννη γυναίκα του πάνω στον αραμπά για να την προφυλάξει από τη βροχή. Εκείνη είναι το μόνο πρόσωπο που βγάζει κάποιους ήχους [από τους πόνους της γέννας]. Η μικρή κόρη τους την κοιτάζει με τρόμο και βάζει τα κλάματα. Και η πομπή προχωρά… Η τρομακτική, βάναυση πορεία ενός λαού που ξεριζώθηκε από τον τόπο του θα συνεχίζει να τρεκλίζει στον ατέλειωτο λασπωμένο δρόμο…»
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Μαύρη πέτρα έριξες πίσω σου, καπετάνιο! Καλώς ήρθες στον τόπο σου!» είπε φωναχτά ο δεσπότης. Ο γέρος γέλασε πικρά. Ύστερα, με όση δύναμη είχε μέσα στη γέρικη ψυχή του, απάντησε δείχνοντας με το χέρι του:
«Η πατρίδα μου είναι πέρα, δέσποτα! Πέρα! Η Ανατολική Θράκη. Εκεί είναι όλα· πατεράδες, μανάδες, αδέρφια, παιδιά, φίλοι, σπίτια, χωράφια… η ψυχή μας! Μας τα πήραν όλα, τίποτα δε μας αφήσαν· μόνο λίγες ρίζες… Εδώ είμαι μουσαφίρης, δέσποτα, πρόσφυγας· πάει να πει ξένος!»
Απόλυτη σιγή επικράτησε. Ο γέρος πήρε ακόμα μια βαθιά ανάσα και συνέχισε:
«Σήμερα είναι 19 του Οκτώβρη. Πάνε τριάντα χρόνια, δέσποτα, από τη μέρα που αφήσαμε τα σπίτια μας και περάσαμε το ποτάμι! Ακόμη θαρρώ πως είναι ψέμα. Σαν σήμερα ήταν, 19 του Οκτώβρη του 1922…»
Ο γέροντας σωριάστηκε στο κρύο πλακόστρωτο, με το βλέμμα πέρα, στην Ανατολική Θράκη. Τα μαυροπούλια χαμηλοπέταξαν, πήραν την ψυχούλα του και έφυγαν για πέρα… στη μόνη πατρίδα που αγάπησε όλη του τη ζωή.»
Απόσπασμα από το βιβλίο
Οκτώβριος, 1922
Οι Ρωμιοί έφυγαν. Η Ανατολική Θράκη άδειασε.
Ο ιμάμης, σκαρφαλωμένος στον μιναρέ, προσπαθούσε να πείσει τους Τούρκους ότι διαφεντεύουν έναν τόπο που ξέρουν ότι δεν ήταν και ποτέ δεν θα γίνει δικός τους. Ήξεραν πως οι Ρωμιοί πήραν μόνο τα σαρκία τους. Οι ψυχές τους έγιναν ηλιαχτίδες και οι μνήμες τους χώμα, βροχή κι αγέρας. Η ελληνική λαλιά σώθηκε μέσα στην πέτρα της υπομονής και του ατελεύτητου χρόνου. Η ζωή κλείστηκε σε κάποιον σπόρο βαθιά θαμμένο στη γη που καρτεράει την ώρα του να βγει, και δεν θα τον μαγαρίσουν ανίερα χέρια. Οι καμπάνες βουβάθηκαν, αλλά ο αγέρας, καθώς περνάει από τις φυλλωσιές των δέντρων, φέρνει μαζί του παλιούς ήχους, λόγια, ιστορίες και θύμησες. Έφυγαν, όμως έμειναν για πάντα εκεί, άγρυπνοι φρουροί, οι κεκοιμημένοι. Κάποιοι Τούρκοι ακόμα και τώρα λένε πως, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ακούγεται «αχός βαρύς», τρομακτικός, που τους κόβει τα ήπατα. Είναι οι ώρες που τα πουλιά σωπαίνουν, σηκώνονται οι αποθαμένοι, ταράζουν τον κόσμο, τον φέρνουν ανάποδα και ζουν τον καιρό τους. Και χτυπάνε καμπάνες αναστάσιμες με το «Χριστός Ανέστη!» Κι ανατέλλει ανέσπερο φως! Εις τους Αιώνας των Αιώνων! Έφυγαν, αλλά οι ψυχές τους, οι αναμνήσεις τους, τα παιδικά τους όνειρα και εκείνα που πολύ αγαπήσανε, έμειναν εκεί.
Όλα αυτά είναι η Πατρίδα τους…
Όσο ζουν τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά τους, όσο υπάρχει ακόμη ένα δέντρο που φυτρώνει πάνω στην πέτρα, όσο βγαίνει ο ήλιος, Πατρίδα τους είναι η Ανατολική Θράκη.
Ο Αναστάσης αγκάλιασε την Ευγενία κι εκείνη συνέχισε: «Δεν θα ξεκληριστούμε! Εμείς περάσαμε τη φωτιά, την κοσμοχαλασιά, την μπαμπεσιά κι αντέξαμε την κατάρα, για να βρούμε το άσβεστο φως. Θα φτιάξουμε σπίτια, θα βάλουμε θεμέλια. Θα ζήσουμε! Δεν θα μας ξεκάνει κανένας· είμαστε Θράκες!
Της Ιστορίας παιδιά και του Θεού τ’ αγγόνια!» Θα μείνουμε εδώ. Ο κόσμος είναι μεγάλος για να λες ότι δεν έχεις ελπίδα. Γιατί καμιά φορά τ’ απίστευτα γίνονται πιστευτά, ενώ συμβαίνουν και θαύματα», είπε μέσα σε λυγμούς η Ευγενία.
«Πάλι δικά μας θα ’ναι…» συμπλήρωσε με ραγισμένη φωνή ο Αναστάσης, «εδώ ήρθαμε για προσωρινά. Πατρίδα μας είναι η Ανατολική Θράκη!”
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Κωνσταντίνος Α. Τριανταφυλλάκης γεννήθηκε στο Ασημένιο Έβρου. Τελείωσε το Γυμνάσιο Διδυμοτείχου. Το 1975 ήρθε στην Αθήνα και σπούδασε στην Πάντειο. Το 1979 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη για μεταπτυχιακές σπουδές στα Οικονομικά, στις Πολιτικές Επιστήμες (Μaster) και στις Διεθνείς Σχέσεις (διδακτορικό). Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1990. Εργάζεται ως σύμβουλος επιχειρήσεων σε θέματα Μarketing και Επικοινωνίας.
Άλλα έργα του συγγραφέα: Αλλιώς τα είχαμε σχεδιάσει… (2012), Ημερολόγια Χαρμολύπης (2014), Μια άλλη ευκαιρία… (2017), Μικρές περιπλανήσεις στις ρωγμές του χρόνου (2019), όλα από τις εκδόσεις ΙΑΝΟS.