Μία πεζογραφική σύνθεση που περιγράφει την εξελικτική πορεία ενός ελληνικού μουσικού συγκροτήματος στην πόλη της Φρανκφούρτης, κατά την δεκαετία του ’80, και τις εγνωσμένες δυσκολίες· δυσκολίες προσαρμογή ―σπουδών, αποδοχής, ανέλιξης και λοιπά, μέσω αυτού, που αντιμετώπισαν οι Έλληνες· μετανάστες ή μη, άμα τη αφήξει τους στην Εδέμ της εποχής· όρα Δ. Γερμανία.
Φυγή και νόστος, ηδονή και πόνος, επιτυχία και αποτυχία, αποδοχή και απόρριψη, δηλώνουν το εύθραυστο της επιλογής και την δραματικότητάς της.
Το έργο αναφέρεται στα πεπραγμένα μιας παρέας νέων ανθρώπων, όπως ελέχθη (οι παρέες γράφουν ιστορία*, ως γνωστόν), που, ενδεδυμένοι τον οίστρο της πρωτογενούς, τοπικής, επιτυχίας, αποφασίζουν να διαβούν τον Ρουβίκωνα του εφησυχασμού. Να πορευτούν την μελωδική Οδύσσεια της διεθνούς πορείας, εις τρόπον ώστε να κατακτήσουν την Σισύφεια κορυφή, η οποία παραμένει απρόσιτη, ως επί το πλείστον, δι ο, και καταλήγει σε μία επώδυνη σύνθεση του διαμελισμένου συναισθηματικά εαυτού της τις περισσότερες φορές. Κατάληξη την οποία δεν διαφεύγει, παρά τις άοκνες προσπάθειες, τις διεθνείς περγαμηνές και η «Διπρόσωπη Κίρκη», δυστυχώς, η οποία, παρότι εξελίσσεται σε μια τρυφηλή λυρική σύνθεση κατά το αρχικό της στάδιο, εντούτοις, δεν διαφεύγει την λυδία λίθο της ανθρώπινης τραγικότητας, η οποία κυκλοφορεί υποδόρια και ανατρέπει τις ανθρώπινες σταθερές.
Η ακτινοβόλος εφηβική περιπλάνηση στο χώρο του λαιφ σταιλ που θάλλει τους βλαστούς των, εν εργηγόρσει, ευωδούντων εφηβικών ενστίκτων, διακόπτεται απότομα εξαιτίας ενός ατυχήματος, το οποίο επιφέρει αλυσιδωτές ανατροπές στην σύνθεση και την εξέλιξή της, με τραγικότερη μορφή, το πρόσωπο της Αντιγόνης.
Το έργο χαρακτηρίζεται από μία ρέουσα εκφραστική μυθοπλασία, χωρίς να ολισθαίνει σε φλύαρη, κουραστική, αφηγηματικότητα, ούτε σε αφαιρετική συρρίκνωση και σε πολιτικές, ιδεολογικές αγκυλώσεις, ικανές να αποπροσανατολίσουν, να αλλοτριώσουν την εξέλιξη και την ολοκλήρωση του μύθου· των χαρακτήρων ιδιαίτερα.
Οι συνθήκες αυτές, συνεπικουρούμενες από ένα συγκινησιακό φορτίο, παρέχουν την δυνατότητα στον συγγραφέα να αποδώσει διάφανους και ειλικρινείς χαραχτήρες, πράγμα που καθιστά το έργο αναγνώσιμο, καθώς, η μυθοπλασία υπερβαίνει την επιφανειακή προσέγγιση, αφήγηση, και μέσω της συναισθηματικής φόρτισης, αγγίζει το θυμικό, βοηθούμενη από το έτερον συστατικό, τη γλώσσα, η οποία δρέπει ώριμες δάφνες λογοτεχνικής αφηγηματικότητας.
Ο απέριττος αλλά επαρκής λόγος, συντηρεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη, καθώς, το αναγκαίο υπηρετείται από το ικανό και την ρέουσα μυθοπλασία, η οποία κατατείνει στην χαρτογράφηση της ανθρώπινης αυτογνωσίας, η οποία συντελείται στο τέλος της διαδρομής, όταν σβήνει, στερεύει, σαν μυθολογική κλεψύδρα η ζωή· όρα Στέφανος.
Κάπως έτσι αποδομούν τον εσωτερικό ψυχισμό, το ατομικό σύμπαν, τα ύστατα, οδυνηρά γεγονότα. Κάπως έτσι διαλέγεται με τις ψυχικές καταστάσεις και ο συγγραφέας, που, σαν ριπές ανέμου κατεδαφίζουν το οικοδόμημα της ατομικής επίπλαστης ευτυχίας. Κάπως έτσι ανοίγεται μπροστά μας η υπαρξιακή αποδόμηση του ανθρώπινου βίου που προσομοιάζει με γεωμετρικό, παραμορφωτικό, πορτραίτο το οποίο δεν αφήνει κανένα περιθώριο αναγνώρισης, πόσο μάλλον, αναδόμησης, μιας κι όταν συντελείται το συμβάν, κάθε προσπάθεια ανατροπής, είναι επί ματαίω, δεδομένου ότι τα συντρίμμια του κατακλύζουν δυνατότητες, επιθυμίες και προοπτικές.