Skip to main content

«Ούτε Ρωμιός ούτε Τούρκος»

Βιβλιοπαρουσίαση για το βιβλίο του Μιχάλη Δεναξά «Ούτε Ρωμιός ούτε Τούρκος», εκδ. Αρμός, 2020. Επιμέλεια βιβλίου: Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου
Γράφει η Αγλαΐα Σ. Αρχοντά, Φιλόλογος

Από το εσώφυλλο του βιβλίου: Ο Μιχάλης Δεναξάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από πατέρα Σαντορινιό και μητέρα Πολίτισσα από τα Θεραπειά. Τα ανέμελα παιδικά του χρόνια διακόπηκαν, όταν αναγκάστηκε να έρθει με την οικογένειά του στην Αθήνα το 1964 λόγω των τελευταίων διωγμών. Ξεκίνησε πανεπιστημιακές σπουδές, αλλά ακολούθησε τα όνειρά του στον καλλιτεχνικό τομέα. Ασχολήθηκε με το θέατρο και την τηλεόραση ως παραγωγός. Συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, συμμετείχε στην δημιουργία του θεάτρου Πύλη (της θυγατέρας της Κυβέλης, Αλίκης Θεοδωρίδου Νορ), συνεργάστηκε με τα τηλεοπτικά κανάλια Ant1, Seven, Mega, Alpha, Σκάι, ΕΡΤ1, ΕΡΤ3 και σε εταιρείες παραγωγής ως Διοικητικό στέλεχος τηλεοπτικού προγράμματος. Έχει στο ενεργητικό του πολλές τηλεοπτικές και θεατρικές παραγωγές. Τα τελευταία χρόνια δημιούργησε μια αξιόλογη σειρά Ντοκιμαντέρ. Αγαπάει τα ταξίδια και σκέφτεται στο μέλλον να ανταποκριθεί σε προτάσεις που του γίνονται να εκδώσει τις εμπειρίες του από τις πόλεις που έχει επισκεφθεί

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου: Επτά χρονών ήμουν, όταν η μάνα μου με πήρε από το χέρι και μαζί με τη γιαγιά μου, που ήταν φορτωμένες με ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν, πήραμε την ανηφόρα της γειτονιάς μας. Χωρίς να καταλάβω πολλά-πολλά βρεθήκαμε στην Ελλάδα. Η ζωή μας άλλαξε μέσα σ᾽ ένα βράδυ. Η χαρά έφυγε από τα πρόσωπά μας και οι δυσκολίες άρχισαν να μας βαραίνουν. Ως τότε ζούσαμε μια ευτυχισμένη ζωή. Τώρα έπρεπε να προσαρμοστούμε και να επιβιώσουμε σε συνθήκες τελείως διαφορετικές. Η προσαρμογή δύσκολη. Ξένοι ανάμεσα σε ξένους. Γεννήθηκα από Έλληνες γονείς. Για τους Τούρκους ήμουν Ρωμιός, για τους Έλληνες Τούρκος. Είκοσι χρόνια έζησα χωρίς πατρίδα… Ούτε Ρωμιός ούτε Τούρκος.       Μ.Δ.

«Εκείνοι που ήρθαν έφερναν

κι από έναν αριθμό…

Για την ακρίβεια

τον κουβαλούσαν πάνω τους

τον είχανε συνέχεια μαζί τους

όχι όμως όπως ένα φυλαχτό

αλλά όπως ένας ανάπηρος

το κομμένο του πόδι.

Εμείς το ΄64

που φτάσαμε σ΄ αυτό απ’ το 55

με τη γαλάζια σκόνη του διωγμού

να κάθεται στα ρούχα μας

να ασπρίζει την ψυχή μας.

Εμείς

δεν ήμασταν ποτέ

ό, τι κοιτούσε ο καθρέφτης

μα μία Πόλη που έψαχνε

πόλη να κατοικήσει…[…]

Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Σελανίκ Ι, Αφόρετα θαύματα, Κέδρος 2017

Με εμβριθείς και ευθύβουλους στίχους της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου, στην αρχή του βιβλίου, ο αναγνώστης, προϊδεάζεται για το ιστορικό πλαίσιο του έργου, τις διώξεις των Ελλήνων, το 1964, από την Κωνσταντινούπολη[1].

Το ενδιαφέρον περιεχόμενο του βιβλίου 200 σελίδων, με την καθηλωτική πλοκή του, μπορεί να συναρπάσει αναγνώστες που έχουν βιώματα ή καταγωγή και ακούσματα από προγόνους για την αγαπημένη Πόλη. Παράλληλα, μπορεί να συγκινήσει και γενικότερα όσους έχουν υποστεί ξεριζωμό, προσφυγιά από οποιαδήποτε γενέτειρα χώρα. Και, σαφώς, μπορεί να ερεθίσει διανοητικά και συναισθηματικά, ευρύτερα, κάθε νοήμονα και συνετό άνθρωπο που νοιάζεται για το αυτονόητο δικαίωμα του ανθρώπου-πολίτη να μη διώκεται/απελαύνεται ακουσίως και αδίκως από τον τόπο του.

Η ατμοσφαιρική φωτογραφία του εξωφύλλου, του Αναστασίου Μαυροθαλασσίτη, απεικονίζει τον πεζόδρομο της Αγίας Σοφίας τη νύχτα και προέρχεται από ταξίδι του Μ. Δεναξά στην Πόλη.

Εξαρχής, ο ίδιος ο τίτλος Ούτε Ρωμιός ούτε Τούρκος υπονοεί και σηματοδοτεί, στη λογική και το θυμικό του αφηγητή, την επώδυνη σύγχυση εθνικής ταυτότητας και του «ανήκειν», παράγοντες που συνεπάγονται φόβο και αγωνιώδη μακρόχρονη συναισθηματική διαχείρισή τους: «Περισσότερο απ’ όλα με στενοχωρούσε το γεγονός πως 20 χρόνια ήμουν χωρίς πατρίδα. Κάθε χρόνο έπρεπε να πηγαίνω στο Αλλοδαπών, για να πάρω άδεια παραμονής. Ήμουν και μεγάλωσα σαν ελληνόπουλο και κάθε χρόνο περνούσα την αγωνία, αν θα με κρατήσουν στην Ελλάδα ή θα με στείλουν πίσω (σ.43). Για τους Τούρκους, ο Μιχάλης, ήταν Ρωμιός και για τους Έλληνες Τούρκος: Γράφει «Με τα χρόνια διαπίστωσα πόσο περίπλοκο είναι να έχεις δύο πατρίδες» (σ.47). Έλαβε, τελικά, την ελληνική υπηκοότητα το 1980.

Πρόκειται για έργο βιωματικό, με πλούσια αυτοβιογραφικά στοιχεία, ιδωμένα από την οπτική γωνία του πρωτοπρόσωπου δραματοποιημένου αφηγητή μας, ο οποίος διώχθηκε από τη γενέτειρά του, την Κωνσταντινούπολη, στα επτά του χρόνια και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Αφηγητής και συγγραφέας ταυτίζονται. Εκτυλίσσονται, παράλληλα, και συλλογικά ιστορικά γεγονότα-ντοκουμέντα των εκδιωχθέντων από την Πόλη, από το 1963-΄64 έως και το 1980, οπότε ήρθαν στην Ελλάδα όλοι οι συγγενείς του αφηγητή.

Το βιβλίο διακρίνεται σε τρία θεματικά μέρη:

1)Στο Α΄ θεματικό μέρος με τίτλο Ούτε Ρωμιός ούτε Τούρκος, με την ένθεση και 20 φωτογραφιών από την προσωπική ζωή του συγγραφέα και από την Πόλη και μια προσωπογραφία της Αλίκης Βουγιουκλάκη από την ίδια, εκτυλίσσεται η προσωπική ιστορία του Μιχάλη, σε τρείς χρονικές αφηγηματικές περιόδους:

α) Η περίοδος από τη μικρή του ηλικία στην Πόλη, ο διωγμός από αυτήν έως την εγκατάστασή του στην Αθήνα, στα επτά του έτη, το 1964.  β) Η περίοδος ζωής τού αφηγητή στην Αθήνα, από 7 έως 48 ετών, οπότε και δεν υπάρχει καμία φυσική επαφή με την Κωνσταντινούπολη, αφού ο ήρωας θέλει να ξεχάσει την Πόλη, εξαιτίας των τραυμάτων με τα οποία αυτή συνδέεται. γ) Η περίοδος από τα 48 έτη του κι εξής, οπότε ο αφηγητής επιστρέφει στην Πόλη, χωρίς να το επιδιώξει, αρχικά για επαγγελματικούς λόγους αλλά αργότερα και ως συνειδητοποιημένος ταξιδευτής-επισκέπτης. Διαμέσου της δικής του περιήγησης, γνωρίζουμε λεπτομέρειες για την Πόλη, σαν να ταξιδεύουμε μαζί του, έμφορτοι αμέτρητων προβληματισμών και μοναδικής συγκινησιακής φόρτισης.

2) Στο Β΄ θεματικό μέρος του βιβλίου που τιτλοφορείται Σεργιάνι στην Πόλη,  απολαμβάνουμε όψεις και σκηνές από την καθημερινή ζωή στη σύγχρονη  Κωνσταντινούπολη, μέσα από 21 ασπρόμαυρες φωτογραφίες, υψηλής αισθητικής, του Αναστάσιου Μαυροθαλασσίτη. Ο Δεναξάς γράφει: «Μετά από δεκαετίες, η πορεία της ζωής μου με έφερε ξανά στην Πόλη. Αναμνήσεις, πληγές, χαρές, θλίψη, γεύσεις, μνημεία, γειτονιές αναδύθηκαν από τον Βόσπορο»(σ.143). Οι φωτογραφίες συνοδεύονται από προσωπικά σχόλια του συγγραφέα-αφηγητή, διαμέσου των οποίων καθιστάμεθα ευλαβικοί συνοδοιπόροι στο ταξίδι του, έμπλεοι ποικίλων συναισθημάτων, με έντονο αυτό της νοσταλγίας (νόστος + άλγος).

3) Στο Γ΄ θεματικό μέρος, Ταξιδιωτικές οδηγίες, πληροφορίες και προτάσεις για την Κωνσταντινούπολη, έχουμε την τύχη να προσποριστούμε πολύτιμο πρακτικό υλικό, πριν επισκεφθούμε ως ταξιδευτές –δεν επιλέγω τον όρο «ταξιδιώτες»- την Πόλη. Λεπτομερείς πληροφορίες και προτάσεις για τις εποχές που ενδείκνυνται επισκέψεις στην Πόλη, για τρόπους άφιξης με διάφορα συγκοινωνιακά μέσα και για συναλλαγές είναι χρησιμότατες, καθώς κατατίθενται από πρόσωπο που γνωρίζει πολυδιάστατα την Πόλη, στο διάβα πολλών χρόνων. Η βαθιά γνώση και βίωση της Πόλης από τον συγγραφέα είναι πασιφανής και στις προτάσεις του για βόλτες στην Πόλη και τα Πριγκηπόννησα. Μόνο με αυτόν τον ταξιδιωτικό οδηγό του Δεναξά, μπορεί, σε ένα τριήμερο, ακόμη κι ένας αδαής ταξιδευτής να προσανατολιστεί και να γνωρίσει τα σημαντικότερα σημεία της Πόλης, να γευτεί τις αντιπροσωπευτικότερες παραδοσιακές πολίτικες γεύσεις και να συμμετάσχει βιωματικά στην πολίτικη κουλτούρα, χωρίς να χάνει πολύτιμο χρόνο. Η προσθήκη φωτογραφιών δελεάζει ακόμη περισσότερο τον αναγνώστη να μη χάσει τη μοναδική πολιτισμική εμπειρία  να «μείνει έκθαμβος», όπως και ο συγγραφέας.

Υπόθεση

Στην Πόλη, σε ένα πλούσιο πρωτοχρονιάτικο δείπνο, το 1963 «ο πατέρας …είχε ανακοινώσει ότι θα έφευγε στην Αθήνα για δουλειές». Μοιραζόμαστε την απορία του παιδιού και εντιθέμεθα, με μαγικό τρόπο, πίσω από τον δικό του φακό εστίασης. «Εκείνο που με παραξένεψε ήταν ότι [ο πατέρας] θα έπαιρνε μια τόσο μεγάλη βαλίτσα[…]Έφυγε μόνος[…]Μείναμε πίσω μέσα από την κλειστή εξώπορτα και η μάνα μου είπε: “Δε θα πεις σε κανέναν πού πάει ο μπαμπάς”[…]» (σ.17). Η απρόσμενη πατρική αποχώρηση  σηματοδοτεί την καταλυτική αλλαγή στη ζωή του 6χρονου Μιχάλη. Για έναν χρόνο τραυματίζεται ψυχικά, από το τέλος της ανεμελιάς και την έναρξη της ανατροπής της χαρούμενης κανονικότητας, την επικράτηση των ψιθύρων, των σκιών στα βλέμματα των συγγενών, του αόριστου φόβου. Και τι να καταλάβει ένα 6χρονο παιδί, όταν, για να το προστατέψουν συναισθηματικά, δεν του εξηγούν την αλήθεια; Πέρασαν χρόνια, για να μάθει ότι η μυστηριώδης αναχώρηση του πατέρα «έγινε κάτω από επικίνδυνες συνθήκες», ως αποτέλεσμα της ενημέρωσής του από ανώτερα πολιτικά στελέχη, για το σχέδιο της διάλυσης της ελληνικής κοινότητας της Κων/πολη (σ.132).

Το 1964, ο Μιχάλης εγκαθίσταται στην Αθήνα, με την οικογένειά του. Μέσα από τις εξομολογήσεις του, ως παιδί, συνειδητοποιούμε τον ηρωισμό που απαιτείται, ώστε να υπερβεί ο ίδιος και η οικογένειά του όλες τις τροχοπέδες προσαρμογής σε νέο άγνωστο εχθρικό περιβάλλον, αν και μεταξύ ομοδόξων και ομοθρήσκων. Ακούει τον πατέρα του πως τους διώξανε από την Τουρκία. «Ποιος μας έδιωξε; Και γιατί; Τι είχαμε κάνει;» (σ.33). Του μικρού δεν του αρέσει καθόλου στην Αθήνα. Του λείπουν οι φίλοι του, το ευρύχωρο σπίτι, οι οικογενειακές συγκεντρώσεις. Τον κοροϊδεύουν στο σχολείο, λόγω και της διγλωσσίας. «Στην Αθήνα δυσκολεύτηκα πολύ να κάνω φίλους. Τα περισσότερα αγόρια με έδιωχναν και με φώναζαν Τούρκο. Το ίδιο και τον πατέρα μου» (σ.43).

Ταυτόχρονα, εξεικονίζονται γλαφυρότατα οι όμορφες νοσταλγικές στιγμές του παρελθόντος στην Πόλη, τις οποίες δε θα τις ξαναζούσε η οικογένειά του ποτέ ξανά. Παρουσιάζεται η ζωή των συγγενών του, πριν και μετά τον διωγμό, φωτίζοντας την τραγική κατάφωρη διαφορά: από την ευμάρεια και την επαγγελματική επιτυχία στην πάλη για εκκίνηση μιας νέας ζωής σε άλλον τόπο και με αντίξοες συνθήκες, με όλες τις συνοδές πρακτικές και συναισθηματικές αναταραχές.

Ως αποτέλεσμα των παραπάνω πικρών εμπειριών, ο Μιχάλης δε θέλει ούτε να ακούσει ούτε να μιλήσει για την Πόλη. «Σαν να την ξέχασα την Πόλη(σ.44). Αν και αναπολούσε την όμορφη γειτονιά στο Ταρλάμπασι (σ.41), υποσυνείδητα διέγραφε από τη μνήμη όσα έζησε στην Πόλη. Ως άμυνα. Για να πονάει λιγότερο. Οι αναμνήσεις πλήγωναν. «Άρχισα να μισώ την Πόλη για όλη αυτή την καταστροφή που πάθαμε» (σ.43).

Η ζωή του Μιχάλη, ωστόσο βελτιώνεται θεαματικά, σε όλα τα επίπεδα, το 1975, όταν αυτονομείται στα 17 του και χαράζει πλέον την προσωπική του πορεία. Σπουδάζει ιδίοις αναλώμασι, προσλαμβάνεται στο σκηνογραφικό τμήμα του Εθνικού θεάτρου και γνωρίζει σημαντικούς ανθρώπους του θεάτρου, όπως τον σκηνογράφο Ανδρέα Σαραντόπουλο. Εστιάζει, ιδιαιτέρως, σε δυο σπουδαίες γυναίκες που σημάδεψαν την επαγγελματική του πορεία, στο θέατρο και την τηλεόραση(σ.55). Την Αλίκη Θεοδωρίδου-Νορ, κόρη της θρυλικής Κυβέλης (σ.55-63) και την Αλίκη Βουγιουκλάκη (σ.65-75). Κατατίθενται αξιοπρόσεκτες λεπτομέρειες και σχόλια για τον τρόπο γνωριμίας τους, συνεργασίας τους και μακρόχρονης φιλίας τους που αξίζει, αδιαμφισβήτητα, να τις γνωρίσει  ο καθένας μας.

Στη συνέχεια, με έναν «υπερφυσικό-θαυμαστό» τρόπο, εργάζεται στην τηλεόραση. Διάγει τα δέκα  ωραιότερα  χρόνια της επαγγελματικής του ζωής (1990-2000) στον Antenna. Εκπλήσσει, όταν δηλώνει παραίτηση στο ζενίθ της καριέρας του, προκαλώντας σοκ στους συναδέλφους του(σ.74-75). Συνεχίζει ως ελεύθερος επαγγελματίας στην τηλεόραση, στον καλλιτεχνικό χώρο του θεάματος. Μέσα σ’ αυτό το κρεσέντο επαγγελματικών επιτυχιών, ο αφηγητής επιθυμεί να διαγράψει οριστικά την Πόλη. «Αλλά, πάνω που την ξεχνούσα [την  Πόλη],  όλο και κάτι γινόταν πάντα και ξαναερχόταν μπροστά μου»(σ.78).Το 2005, με αφορμή ένα τουρκικό σήριαλ, αναβιώνει το ενδιαφέρον πολλών για την Πόλη. Μια προστακτική του τηλεοπτικού παραγωγού «Αύριο φεύγεις! Θα πας στην Πόλη» προς τον Μιχάλη, τον φέρνει αντιμέτωπο με τους δαίμονες των φόβων του και των υφερπόντων καθημαγμένων αναμνήσεων του. Θα αναβιώσουν, άραγε, οι πληγές του παρελθόντος; Θα  καταφέρει να τις διαχειριστεί αποτελεσματικά;

Μετά από κλιμακώσεις φόβου και τρόμου, επανέρχεται στην Πόλη,  41 χρόνια από τον διωγμό του! Η Πόλη ζωντανεύει μπροστά του και μπροστά μας, σε όλο της το μεγαλείο! Ακριβέστατες περιγραφές για δρόμους, κτίρια, ανθρώπους και τις εντυπωσιακές ιστορίες τους. Χρώματα, αρώματα μπαχαρικών, γεύσεις, ήχοι, όλα αναμειγνύονται μεθυστικά και μαγικά. Η αφήγηση αυτού του ταξιδιού αποτελεί τη συναισθηματική κορύφωση του έργου. Μαζί του, αγωνιούμε νοερά για βίωση γνώριμων  παρελθοντικών καταυγασμών. Ψάχνουμε μαζί του ως ενεργητικοί-ενσυναισθητικοί αναγνώστες.«Έψαχνα να βρω κάτι γνώριμο[…]Όλα είχαν αλλάξει[…]Προσπαθώ μέσα στον κόσμο να βρω τη μάνα μου. Θέλω να γυρίσω τα χρόνια πίσω, θέλω να μυρίσω τις μυρωδιές της Πόλης που άφησα. Με σπρώχνουν οι περαστικοί. Έχασα το χέρι που με κρατούσε. Τώρα είμαι μόνος ανάμεσα στον κόσμο. Μπερδεύομαι μαζί του». Ποιον μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο αυτή η κατάθεση ψυχής;

Το ιδανικό είναι, προφανώς, να διαβάσει κάποιος προσωπικά όσα πραγματεύεται ο ήρωάς μας σ’ αυτό το ταξίδι επιστροφής στην Πόλη. Κάθε βιβλιοπαρουσίαση θα υποτιμήσει την υψηλή λογοτεχνική αξία αυτής της περιήγησης. Δεν πρόκειται για μια απλή γραμμική χρονολογική περιήγηση. Πρόκειται για ενσυνείδητη επιστροφή σε δυο χωροχρόνους.«Συνέχισα τη βόλτα μου ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα»(σ.91). Φανερώνεται ο τόπος στο παρόν της «βόλτας», αναζητώντας, ταυτόχρονα, γέφυρες επικοινωνίας με το αγνό χαρούμενο παρελθόν. Επιδιώκεται το συνταρακτικό ψυχικό γεφύρωμα με την Πόλη την οποία, έως τώρα, ήθελε να ξεχάσει! Σταδιακά, ο αφηγητής θα συμφιλιωθεί με αυτήν; Θα επιθυμήσει να τη ζήσει με όλες του τις αισθήσεις; Θα συμφιλιωθεί και με τον αδυσώπητο χρόνο που φθείρει ανεπανόρθωτα;

Στο τέλος του βιβλίου αναφέρονται, επιπροσθέτως, τα εξωτερικά κίνητρα ώθησης στη συγγραφή του βιβλίου και οι αρχικές του αναστολές.

Τεχνική

Επιχειρώντας αδρομερή αναφορά στους κειμενικούς δείκτες του έργου, επισημαίνουμε τον λιτό, μεστό, σαφή και προσεγμένο λόγο. Κατατίθενται πολλά γεγονότα σε ευρύ χρονικό φάσμα, συμπυκνωμένα, γεγονός που διατηρεί αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Σε καίριες λέξεις και φράσεις ενσωματώνεται η ουσία. Η δράση εξελίσσεται γρήγορα. Ο παρατακτικός λόγος και οι μικρές προτάσεις σε αρκετά σημεία, υποβάλλουν ένταση, ταχύτητα και αγωνία, με ανιούσες κλιμακώσεις και κορυφώσεις. Εξόχως αξιοθαύμαστα είναι τα διεισδυτικά ψυχογραφήματα προσώπων και η παραστατική περιγραφή, χαρίσματα που προϋποθέτουν έναν οξύνου και παρατηρητικό συγγραφέα.

Εικόνες έντονες, οπτικές, ακουστικές, γευστικές, απτικές, μικτές για αντικείμενα, τόπους, ανθρώπους ή συναισθήματα, τις αντιδράσεις τους και τις σχέσεις τους ξυπνούν όλες τις αισθήσεις μας και συχνά προβάλλονται σαν ολοζώντανες κινηματογραφικές σκηνές.

Η αφήγηση διαποικίλλεται αισθητικά με την έντεχνη χρήση όλων των αφηγηματικών τεχνικών που εναλλάσσονται συχνά, όπως η περιγραφή, η αφήγηση, ο διάλογος που διακόπτει την αφηγηματική μονοτονία και, συχνά, ο εσωτερικός μονόλογος, το σχόλιο με τα οποία οικονομείται αποτελεσματικότερα η πλοκή του μύθου και διεγείρεται το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Σε όλα τα παραπάνω διαφαίνεται εμπειρία σεναριακής γραφής.

Συχνά, επίσης, μέσα στην κεντρική ιστορία παρεμβάλλονται άλλες μικρές συναρπαστικές αυτοτελείς αληθινές ιστορίες-μικροδιηγήματα (flash fiction) από το παρελθόν που αφορούν και άλλα γνωστά πρόσωπα του αφηγητή. Αυτά τα μικροδιηγήματα ευαισθητοποιούν περισσότερο τον αναγνώστη σε γεγονότα μιας εποχής. Τεχνικά, εγκιβωτίζονται άριστα, ως ομόκεντροι κύκλοι, μέσα σε άλλες μεγαλύτερης έκτασης ιστορίες και όλες μαζί στην προσωπική ιστορία του αφηγητή, με κέντρο όλων των κύκλων, την Πόλη.

Αξιοσημείωτη είναι και η αριστοτεχνική διαπλοκή λήθης-μνήμης, παρόντος-παρελθόντος και του χωρο-χρόνου που αποτελούν και τη ραχοκοκαλιά του αφηγηματικού περιεχομένου. Ο αφηγητής δρα συνεχώς σε διαφορετικές χωροχρονικές διαστάσεις που εναλλάσσουν αρμονικά το παρόν με το παρελθόν, αναλόγως της αφηγηματικής σκοπιμότητας.Η αφήγηση ανοίγει στην Πόλη κι εκεί καταλήγει, κλείνοντας τον αφηγηματικό κύκλο. Εδώ, θα ταίριαζαν οι στίχοι της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου: Ο τόπος είναι χρόνος/Προορισμένος μόνο για την επιστροφή, γιατί ο τόπος πάντα ταξιδεύει/ λιωμένο φως/ μες στην ασυμμετρία των σφουγγαριών/τόνος λευκός κρυσταλλωμένος/ μια ανάσα πριν τον ρεμβασμό/η επίφαση του ανύπαρκτου/μες στην ακινησία (από το ποίημα  «Στη ραπτομηχανή»)

Καταλυτική για την εξέλιξη της πλοκής είναι και η χρήση του δίπολου άγνοιας-γνώσης, πλάνης-αλήθειας. Ο Μιχάλης, ως άλλος αθώος τραγικός αλλά γενναίος ήρωας, οδηγείται σταδιακά από την άγνοια στη γνώση που πληγώνει. Στην επίγνωση των απάνθρωπων πολιτικών σκοπιμοτήτων που επιφέρουν εθνικές τραγωδίες. Οι πληγές θα παραμένουν πληγές αλλά με αναμορφωμένη διαχείριση πια. Ο ήρωας δεν αποφεύγει την τραγική αλήθεια της άδικης απώλειας μιας μεγάλης ευτυχίας, αλλά, με γενναιότητα, αποφασίζει, στο τέλος,  να ζήσει με όλες τις αισθήσεις την αλήθεια που ξεδιπλώνεται μπροστά του.  Την Πόλη του 2005 και μετά.

Πόσο εντυπωσιάζει και η τολμηρή απροσποίητη αλήθεια του αφηγητή, ο αυθορμητισμός,  το alter ego μας, κατά κάποιον τρόπο. Καταθέτει de profundis, κυρίως στους εσωτερικούς μονολόγους, πολλά από όσα σκεφτόμαστε και νιώθουμε πολλοί αλλά για λόγους κοινωνικής αποδοχής, δεν τα μαρτυρούμε. Έτσι, η αφήγηση επιτυγχάνει την αμεσότητα και ταύτιση του αναγνώστη με τον ήρωα. π.χ. «Η κόρη της μεγάλης Κυβέλης, […]με είχε καλέσει στο σπίτι της! Τι άλλο μπορούσα να περιμένω από τη ζωή μου!»(σ. 58). «Πάει, με βλέπω να περνάω τα υπόλοιπα χρόνια μου στα μπουντρούμια των τουρκικών φυλακών»(σ. 80-81). «Κακό μπελά μας άνοιξε το Mega»(σ. 80). Στο αεροδρόμιο Ατατούρκ το 2005: «Αυτό είναι το τέλος μου. Έρχονται να με συλλάβουν», σκέφτηκα[…] Η παρέα μου  που είχαν περάσει τον έλεγχο είχε σκάσει στα γέλια. “Τι φοβήθηκες, βρε βλάκα;”»(σ. 81-82).

Συμπληρωματικά, από το βιβλίο, αναδύονται  και οι εξής  ιδέες :

– Το παρόν βιβλίο αποτελεί δημιουργική μετουσίωση απωλειών  και  ψυχικών τραυμάτων  σε τέχνη, σε  θαυμαστή λογοτεχνία.

-Δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητες  και οι γνώσεις που καρπωνόμαστε, από πρώτο χέρι, για τον χώρο του θεάτρου, μετά το 1975 στην Ελλάδα και της τηλεόρασης μετά το 1990, οπότε και γεννιούνται τα ιδιωτικά κανάλια.

– Διδασκόμαστε, όχι μόνο τεχνικές επιβίωσης αλλά και επαγγελματικής επιτυχίας, μέσα από μήνυμα αισιοδοξίας, ελπιδοφόρο κι ενθαρρυντικό από ένα παιδί που αναγκάζεται να ενηλικιωθεί βάναυσα, πριν την ώρα του. Είναι  αξιοθαύμαστο το γεγονός πως ο πόνος του ξεριζωμού και τα τραυματικά γεγονότα  δεν αδρανοποίησαν ούτε έπληξαν επαγγελματικά και προσωπικά τον πρωταγωνιστή. Αντιθέτως, μάλλον χαλύβδωσαν τον χαρακτήρα του. Αυτονομείται, οικειοθελώς, νέος από την οικογενειακή ασφάλεια.Ρισκάρει εγκαταλείποντας μια ασφαλή επαγγελματική θέση, επειδή είναι «άνθρωπος που ψάχνεται» (σ. 75). Πολεμά με φιλοδοξίες και δουλειά, έχει αυτοπεποίθηση, διαχειρίζεται και αξιοποιεί τις κατακτηθείσες γνώσεις του. «Έπεσα στα βαθιά και δεν πνίγηκα. Αξιοποίησα όσα ήξερα, έμαθα ακόμα περισσότερα για τη δουλειά μου και ήρθε το καλύτερο για μένα μέσα από τον τηλεοπτικό χώρο»(σ. 77). Έτσι, συνεργάστηκε με εξέχουσες προσωπικότητες σε εμβληματικούς πολιτισμικούς χώρους.

-Διαμορφώνονται στάσεις και πεποιθήσεις για τη νομοτέλεια της ιστορίας, με αιτία διωγμών των λαών τα ανοικτίρμονα πολιτικά συμφέροντα. Καθίστανται σαφείς οι δυσκολίες των διωχθέντων, απελαθέντων, προσφύγων «Ποτέ δεν το κατάλαβα όλο αυτό το πολιτικό παιχνίδι σε βάρος των ανθρώπων» σ. 43. Είναι η Πόλη υπεύθυνη για τα δεινά ατομικών και συλλογικών τραγωδιών; Οι πόλεις είναι αθώες. Μπορούμε να συμφιλιωθούμε, ίσως, με τις απογοητευτικές αλλαγές του τόπου στο πέρασμα του αδυσώπητου χρόνου. Η φθορά αναπόφευκτη. Πώς μπορούμε, ωστόσο, να  συμφιλιωθούμε «με τους ανθρώπους που δε σεβάστηκαν την Πόλη»;

– Ως αποτέλεσμα της παραπάνω διαπίστωσης, προωθείται το ανθρωπιστικό, ουμανιστικό, πολυπολιτισμικό  ιδεώδες.«Έλληνες, Τούρκοι, Αρμένηδες ζούσαν μαζί αρμονικά (σ. 41).«Οι φίλοι της οικογένειάς μου ήταν σαν μια πολιτισμική παλέτα εθνικοτήτων: Ρωμιοί, Τούρκοι, Αρμένηδες, Άγγλοι και μια Γαλλίδα, η Κλαρά»(σ.94).

-Μήνυμα ουμανιστικό αντλείται από τον λυρικό επίλογο, εν είδει συμπεράσματος «[…]διαπιστώνω πως τα πολιτικά παιχνίδια είναι αυτά που καθορίζουν τη μοίρα μας […]Μα η ψυχή των ανθρώπων είναι μαλακή και έχει ανάγκη μια πατρίδα αγάπης, για να ονειρευτεί και ελεύθερη να πετάξει»  και από τους στίχους του Τάκη Βαρβιτσιώτη, με τους οποίους κλείνει η αυλαία της αφήγησης[…]Σημασία έχει ν’ αγκιστρωθούμε πάλι/Γερά πάνω στη γη[…]Να ξαναχτίσουμε ένα σπίτι/Να μας χωράει όλους μαζί.

Σημειωτέον, το βιβλίο ενδείκνυται να διαβαστεί και από παιδιά προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας, καθώς ο λόγος του είναι εύληπτος, άμεσος, διδακτικός που οιστρηλατεί ψυχοπνευματικά. Επιπλέον, δίνεται η δυνατότητα ταύτισης του μικρού αναγνώστη με τον μικρό Μιχάλη, στοιχείο που καθιστά ένα εφηβικό ανάγνωσμα πιο ελκυστικό.

Και, ειδικότερα, για τους καταγόμενους από την Πόλη, για τους έχοντες βιώματα και ακούσματα από την Πόλη, το βιβλίο ανασύρει  παρόμοιες προσωπικές ιστορίες και μνήμες. Οι Κωνσταντινουπολίτες, ιδιαιτέρως, μπορούν να συναισθανθούν βαθιά την εμπειρία του αφηγητή: «Σαν μια φωνή να μου έλεγε: “όσο και να προσπαθείς να ξεχάσεις την Πόλη, πάντα θα υπάρχει κάτι, για να σου τη θυμίζει”»(σ. 77-78).

Είναι, επιπροσθέτως, άξιο επισήμανσης πως ο Δεναξάς, παρόλο που δεν  οικειοποιείται τον ρόλο του συγγραφέα, μας παραδίδει ένα έργο που πληροί όλους τους όρους ενός λογοτεχνικού αριστουργήματος το οποίο διαβάζεται απνευστί, σε συνδυασμό με έναν κατατοπιστικότατο ταξιδιωτικό οδηγό. Πρόκειται για ένα βιβλίο  που μπορεί να γοητεύσει μεγάλους και μικρούς, προσφέροντας ιστορική γνώση, ποικίλα οφέλη διανοητικά και διδακτικά, συνδυάζοντας αισθητική απόλαυση και βιωματική συγκινησιακή απήχηση.

[1] Οι απελάσεις των Ελλήνων του 1964 οδήγησαν σε μείωση του ελληνικού πληθυσμού από 90.000 σε 30.000, σε διάστημα ενός έτους. Ν. Ουζούνογλου, 23/03/14