Το μυθιστόρημα μιλά για τους εραστές, την οικογένεια, την απώλεια και την άπιαστη υπόσχεση της ουτοπίας κι εκτείνεται σε τρεις αιώνες και τρεις διαφορετικές εκδοχές του αμερικανικού πειράματος.
Σε μια εναλλακτική εκδοχή της Αμερικής του 1893, η Νέα Υόρκη είναι τμήμα των Ελεύθερων Πολιτειών, όπου οι άνθρωποι μπορούν να ζουν και να αγαπούν όπως θέλουν –ή έτσι φαίνεται. Ο Ντέιβιντ –ένας εύθραυστος νεαρός γόνος της επιφανούς οικογένειας των Μπίνγκαμ, αντιστέκεται στον αρραβώνα του με τον άξιο μνηστήρα Τσαρλς, καθώς ελκύεται από έναν γοητευτικό δάσκαλο χωρίς περιουσία, τον Έντουαρντ –«“Περίμενε” είπε ο Τσαρλς “μην ντύνεσαι τόσο γρήγορα –άσε με να σε κοιτάξω λίγο ακόμα”. Αλλά ο Ντέιβιντ είπε ότι τον περίμενε ο παππούς του κι έφυγε πριν προλάβει να του ζητήσει κάτι άλλο ο Τσαρλς. Μετά από κάθε επίσκεψη, ήταν όλο και πιο θλιμμένος: για το πώς φερόταν στον καημένο, τον τίμιο Τσαρλς· για το πώς συμπεριφερόταν ως Μπίνγκαμ και ως προστατευόμενος του παππού του· για το πώς τον έκανε να φέρεται η απεγνωσμένη πείνα του για τον Έντουαρντ».
Το 1993, σ’ ένα Μανχάταν πολιορκημένο από την επιδημία του AIDS, ένας νεαρός Χαβανέζος ζει με τον πολύ μεγαλύτερο και πλουσιότερο σύντροφό του, αποκρύπτοντας την ταραγμένη παιδική του ηλικία και τη μοίρα του πατέρα του –«…o Ντέιβιντ συχνά αναρωτιόταν αν ήταν μόνο η διαφορά ηλικίας που τον έκανε να νιώθει τόσο παιδί κοντά στον Τσαρλς, όπως δεν είχε νιώσει ποτέ του κοντά στον πατέρα του, που ήταν πέντε χρόνια μικρότερος του συντρόφου του».
Και το 2093, σε έναν κόσμο που μαστίζεται από τις πανδημίες και κυβερνάται απολυταρχικά, η κατεστραμμένη εγγονή ενός ισχυρού επιστήμονα προσπαθεί να τα βγάλει πέρα χωρίς αυτόν, αλλά και να λύσει το μυστήριο των απουσιών του συζύγου της –«Στον δρόμο ήμουν μόνο εγώ, και γρήγορα πήγα πίσω από ένα δέντρο. Δεν ανησυχούσα μη με δει: φορούσα μαύρα ρούχα και μαύρα παπούτσια, και το δέρμα μου είναι πολύ σκούρο –ήξερα ότι δεν θα φαινόμουν […] ξανακοίταξε γύρω του πριν ανέβει τα σκαλιά και χτυπήσει την πόρτα, ένα χτύπημα περίπλοκο: ταπ τα ταπτάπ ταπ ταπ ταπ τα ταπ ταπτάπ. Τότε άνοιξε ένα παραθυράκι στην πόρτα και το πρόσωπο του συζύγου μου φωτίστηκε από ένα φωτεινό τετράγωνο. Κάποιος πρέπει να τον ρώτησε κάτι, επειδή κάτι είπε σε απάντηση, κάτι που δεν μπορούσα να ακούσω, κι έπειτα το παράθυρο έκλεισε κι η πόρτα άνοιξε ίσα που να χωρέσει ο σύζυγός μου να περάσει. “Άργησες απόψε” άκουσα να λέει μια φωνή, φωνή αντρική, πριν κλείσει πάλι η πόρτα.
Και δεν ξαναφάνηκε. Έμεινα έξω από το κτίριο και το κοιτούσα. Από τον δρόμο, φαινόταν ακατοίκητο. Ούτε φως, ούτε ήχοι. Αφού περίμενα πέντε λεπτά, ανέβηκα κι εγώ τα σκαλιά και κόλλησα το αυτί μου στην πόρτα, που ήταν βαμμένη με ξεφτισμένη μαύρη μπογιά. Αφουγκραζόμουν κι αφουγκραζόμουν. Τίποτα όμως. Ήταν λες και ο σύζυγός μου είχε εξαφανιστεί –όχι σε ένα σπίτι, αλλά σ’ έναν ολότελα άλλο κόσμο.
Μονάχα την επαύριο, όταν είχα γυρίσει στην ασφάλεια του δωματίου μου στο εργαστήριο, αντιλήφθηκα πλήρως την επικινδυνότητα των χθεσινοβραδινών μου δραστηριοτήτων. Κι αν με είχε δει ο σύζυγός μου; Κι αν κάποιος με είχε δει να τον ακολουθώ και με είχε υποπτευθεί για παράνομες δραστηριότητες;
Τότε όμως αναγκάστηκα να μου υπενθυμίσω ότι ο σύζυγός μου δεν με είχε δει. Κανείς δεν με είχε δει. Κι αν κατά τύχη με είχε καταγράψει καμιά ξεκάρφωτη Μύγα που περιπολούσε στην περιοχή, απλώς θα έλεγα στην αστυνομία ότι ο σύζυγός μου είχε ξεχάσει τα γυαλιά του όταν βγήκε για τον βραδινό του περίπατο και ότι ήθελα να του τα πάω».
Αυτά τα τρία μέρη ενώνονται σε μια συναρπαστική και μεγαλοφυή συμφωνία, καθώς επαναλαμβανόμενες νότες και θέματα βαθαίνουν και εμπλουτίζουν το ένα το άλλο: ένα σπίτι στο πάρκο της πλατείας Ουάσινγκτον του Γκρίνουιτς Βίλατζ· η αρρώστια και οι θεραπείες που έχουν φρικτό τίμημα· ο πλούτος και η εξαθλίωση· οι αδύναμοι και οι δυνατοί· η φυλή· ο ορισμός της οικογένειας και της εθνικής ανεξαρτησίας· η επικίνδυνη ηθικολογία των ισχυρών και των επαναστατών· η λαχτάρα για μια θέση σε έναν επίγειο παράδεισο και η σταδιακή συνειδητοποίηση ότι αυτός δεν γίνεται να υπάρξει. Αυτό που ενώνει όχι μόνο τους χαρακτήρες αλλά και αυτές τις εκδοχές της Αμερικής είναι η αναμέτρησή τους με τα χαρακτηριστικά που μας κάνουν ανθρώπους: τον φόβο· την αγάπη· την ντροπή· την ανάγκη· τη μοναξιά.
Το «Προς τον Παράδεισο» είναι ένα θαύμα λογοτεχνικής τεχνικής, πάνω απ’ όλα όμως είναι ένα έργο συναισθηματικής ιδιοφυΐας. Η μεγάλη δύναμη αυτού του ξεχωριστού μυθιστορήματος βρίσκεται στην κατανόηση της Γιαναγκιχάρα για τη βαθιά επιθυμία μας να προστατεύσουμε όσους αγαπάμε –τους συντρόφους μας, τους εραστές μας, τα παιδιά μας, τους φίλους μας, την οικογένειά μας, ακόμα και τους συμπολίτες μας– και τον πόνο που νιώθουμε όταν δεν τα καταφέρνουμε.