«Να το λοιπόν το Ροχάτιν. Ξεκινάει με τις χαμοκέλες, με κάτι σπιτάκια από πηλό, σκεπασμένα με αχυροσκεπές που μοιάζουν να τα πιέζουν κάτω, στο χώμα. Όσο πιο κοντά στην αγορά είναι ωστόσο, τόσο πιο λεπτά γίνονται τα σπιτάκια, οι στέγες γίνονται πιο κομψές, στο τέλος μετατρέπονται σε κανονικές σκεπές με άψητα κεραμίδια. Υπάρχουν επίσης η εκκλησία, το μοναστήρι των Δομινικανών, ο ναός της Αγίας Βαρβάρας στην αγορά και πιο κάτω δυο συναγωγές και πέντε ορθόδοξες εκκλησίες. Γύρω από την πλατεία είναι φυτεμένα σαν μανιτάρια μικρά κτίρια, το καθένα ένα μαγαζάκι. Ο ράφτης, ο σχοινάς, ο γουναράς, όλοι τους Εβραίοι, ακριβώς δίπλα ο αρτοποιός που τον λένε Λάιπ, Μποχένεκ (Καρβέλη), κάτι που κάνει πάντα τον ιερέα να χαίρεται, επειδή υποδεικνύει κάποιου είδους κρυμμένη τάξη που θα μπορούσε να είναι πιο φανερή και συνεπής, έτσι ώστε οι άνθρωποι να ζουν πιο ενάρετα».
Στο Ροχάτιν του Ποντόλ, φτάνουν, το 1752, η καστελάνα Καταζίνα Κοσακόφσκα και η συνοδός της, η ποιήτρια Ελζμπιέτα Ντρουζμπάτσκα. Ένας από τους καλεσμένους στο δείπνο υποδοχής τους είναι ο ιερέας Μπενέντικτ Χμιελόφσκι. Αυτός και η ποιήτρια, άνθρωποι που αγαπούν τα βιβλία, βρίσκουν μια κοινή γλώσσα και ξεκινούν μια συζήτηση την οποία θα συνεχίσουν αργότερα στις επιστολές τους. Λίγο μετά εμφανίζεται εκεί ένας όμορφος και χαρισματικός Εβραίος, ο Ιακώβ Λεϊμπόβιτς Φρανκ. Ο μυστηριώδης νεοφερμένος από τη Σμύρνη αρχίζει να διαδίδει ιδέες που γρήγορα διχάζουν την εβραϊκή κοινότητα. Για τους μεν ένας αιρετικός, για τους δε ένας σωτήρας, που δεν αργεί να συγκεντρώσει έναν κύκλο αφοσιωμένων μαθητών. Το θέμα είναι ότι η αναταραχή που προκαλεί θα μπορούσε να αλλάξει τον ρου των πραγμάτων.
Η Όλγκα Τοκάρτσουκ αντλεί από την παράδοση του ιστορικού μυθιστορήματος και συγχρόνως το διευρύνει. Προσηλωμένη στη λεπτομέρεια, παρουσιάζει τα δεδομένα της εποχής, από την αρχιτεκτονική ως τις μυρωδιές. Επισκεπτόμαστε μαζί της αρχοντικά αριστοκρατών, καθολικά πρεσβυτέρια και εβραϊκά σπιτικά που προσεύχονται βυθισμένα στη μελέτη των γραφών. Η ίδια υφαίνει την εικόνα της παλιάς Πολωνίας, πριν από τους διαμελισμούς της, όπου συνυπήρχαν διαφορετικές θρησκείες. Απλωμένα σε οχτακόσιες και πλέον σελίδες, «Τα Βιβλία του Ιακώβ» σαγηνεύουν με την πολλαπλότητα των επιπέδων και των δυνητικών ερμηνειών τους. Ένα αναστοχαστικό και μυστικιστικό έργο για την ίδια την ιστορία, τις ανατροπές και τα γυρίσματά της που καθορίζουν τη μοίρα ολόκληρων λαών. Στα μέσα του 18ου αιώνα, στον αιώνα του Διαφωτισμού, η σπουδαία συγγραφέας αντικαθρεφτίζει τη σημερινή μορφή ενός μεγάλου τμήματος της Ευρώπης.
Η συγγραφέας τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, για το έτος 2018· το σκεπτικό της Επιτροπής, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Η Όλγκα Τοκάρτσουκ εμπνέεται από χάρτες και μια πανοραμική οπτική, η οποία τείνει να μετουσιώνει τον μικρόκοσμό της σε έναν καθρέφτη του μακρόκοσμου. Κατασκευάζει τα βιβλία της μέσα σε μια ένταση που προκύπτει από πολιτισμικά δίπολα: φύση εναντίον κουλτούρας, λογική εναντίον τρέλας, αρσενικό εναντίον θηλυκού, οικειότητα εναντίον αποξένωσης. Το magnum opus της μέχρι στιγμής είναι το ιστορικό μυθιστόρημα “Τα βιβλία του Ιακώβ”, όπου εξεικονίζει ένα πραγματικό πρόσωπο, έναν μυστικιστή και σεχταριστή ηγέτη του 18ου αιώνα. Το έργο μάς προσφέρει επίσης μια ιδιαιτέρως πλούσια επισκόπηση σχεδόν για κάθε απολησμονημένο κεφάλαιο της ευρωπαϊκής ιστορίας».