Μακάρι να ήταν και οι άνθρωποι καλοί σαν τα δελφίνια.
«Η απέραντη θάλασσα καµιά φορά αγριεύει, λυσσοµανάει, αιφνιδιάζει κι επιτίθεται µε την αξεπέραστη δύναµη µιας τρίαινας· άλλες πάλι φορές γίνεται µια µειλίχια ερωµένη, σου χαϊδεύει το πρόσωπο µε γλυκές αύρες, απαλύνοντας τις θύµησες των εκδικητικών της ξεσπασµάτων, ζητάει συγνώµη σχεδόν. Είναι συνάµα πηγή ευλογίας και συµφοράς. Το θαλασσί, που όλοι βλέπουµε, είναι ο υµένας που κρύβει το απέραντο σώµα της θάλασσας· οι ανατριχίλες που ξεκινούν µε την πνοή του ανέµου είναι το ξύπνηµα του υγρού στοιχείου. Ξέρει καλά τον βυθό της θάλασσας ο Μουσταφά…»
Η θάλασσα είναι το κυρίαρχο στοιχείο του βιβλίου, η θάλασσα που δίνει και που παίρνει, σκληρή αλλά και γλυκιά σαν τη ζωή, απρόσμενη σαν τα γυρίσματα της μοίρας. Σε ένα ψαροχώρι στις ανατολικές ακτές του Αιγαίου, που δεν είναι ανέγγιχτο από τα παγκόσμια προβλήματα της εποχής µας, ένας λιγομίλητος ψαράς και η γυναίκα του αγωνίζονται να συνεχίσουν τη ζωή τους μετά τον χαμό του επτάχρονου παιδιού τους στη θάλασσα που τόσο αγαπούσε. Βιώνουν τη ζωή και τον θάνατο, τη δυστυχία και την ευτυχία μέσα από απροσδόκητους δρόμους…
«Όπως κυλούσε ο καιρός και περνούσαν τα χρόνια, ο Μουσταφά μετατρεπόταν σ’ ένα πλάσμα του νερού, σ’ ένα κομμάτι της θάλασσας, γινόταν θαρρείς φύκι ή ψάρι, βράχος, άμμος, βότσαλο. Ανάσαινε μαζί με τη θάλασσα· αν εκείνη ήταν κακότροπη, κακότροπος κι αυτός, αν ήταν ακίνητη, ακίνητος, αν ήταν θλιμμένη, θλιμμένος. Γενικά ήταν ένας σιωπηλός άνθρωπος, δεν μιλούσε αν δεν χρειαζόταν. Τον έβλεπες μόνο του, μ’ ένα τσιγάρο κρεμασμένο στα χείλη, να μπαλώνει δίχτυα, να πλένει τη βάρκα ή να αγναντεύει τον ορίζοντα. Οι άλλοι ψαράδες μαζεύονταν στο καφενείο, ο Μουσταφά δεν πήγαινε στο καφενείο, ούτε έπαιζε όκεϊ και τα βράδια δεν έπινε ρακί αλλού εκτός απ’ το σπίτι του. Απόμαχοι ψαράδες, που τον ήξεραν απ’ τα μικράτα του, λέγανε πως ανέκαθεν ήτανε μοναχικός, και πως –αλίμονο– είχε κλειστεί ακόμα πιο πολύ στον εαυτό του από τότε που πνίγηκε ο γιος του. Σε ζωντανό νεκρό είχε μεταμορφωθεί απ’ τη μέρα που είχε βγει για ψάρεμα με τον Ντενίζ, έτσι έλεγαν το επτάχρονο αγόρι, και γύρισε χωρίς εκείνον· ούτε καν στη γυναίκα του, που έκλαιγε απ’ το πρωί ως το βράδυ, μιλούσε πια. Μόνο μια νύχτα κοίταξε τη γυναίκα του με μάτια κατακόκκινα και της είπε «Η Θάλασσα πήρε τον Ντενίζ! Ποιος ξέρει, μπορεί και να είχε κάποιο λόγο». Τον κατηγορούσε άραγε ενδόμυχα η Μεσουντέ; Σκεφτόταν, Γιατί δεν έσωσε τον γιο μου; Λέξη δεν του ’χε πει. Ύστερα απ’ τον χαμό του παιδιού η νεαρή γυναίκα είχε ξεθωριάσει. Το πρόσωπο, το βλέμμα, τα λαμπερά πράσινα μάτια της, όλα, όλα είχαν θολώσει. Τις ώρες που δεν έκλαιγε, καθόταν με γερμένο το κεφάλι σαν λουλούδι απότιστο, νόμιζες πως αν την άγγιζες θα διαλυόταν. Μετά τη συμφορά, για πολύ καιρό, άντρας και γυναίκα δεν κοιταχτήκανε στα μάτια. Ανταλλάζανε μονάχα τις απολύτως απαραίτητες καθημερινές κουβέντες· ζούσανε μηχανικά· ανάμεσά τους είχε πέσει ένα πέπλο καταχνιάς: Υπήρχε πλέον κάτι για το οποίο δεν έπρεπε να μιλάνε, κάτι που δεν έπρεπε καν να σκέφτονται, που δεν έπρεπε προπαντός να θυμίζουν ο ένας στον άλλο, γιατί ο παραμικρός μορφασμός, ο παραμικρός υπαινιγμός θα έσπαζε τη λεπτή κλωστή απ’ την οποία κρεμόταν η σχέση τους. Η ύπαρξή τους η ίδια ήταν έγκλημα».