«Δεν κρατήθηκα και κάθισα να γράψω αυτήν εδώ την ιστορία των πρώτων μου βημάτων στο στίβο της ζωής, ενώ θα μπορούσα και να το είχα αποφύγει. Ένα ξέρω με σιγουριά: Δεν θα ξανακάτσω να γράψω την αυτοβιογραφία μου, ακόμα κι αν ζήσω ως τα εκατό. Πρέπει να είναι κανείς πολύ αναίσχυντα ερωτευμένος με τον εαυτό του για να γράφει χωρίς αιδώ για το άτομό του. Ένα μόνο μου συγχωρώ, ότι δεν γράφω για τον λόγο που γράφουν όλοι, δηλαδή για τον έπαινο του αναγνώστη. Σκέφτηκα να καταγράψω λέξη προς λέξη όσα μου συνέβησαν από την περασμένη χρονιά, εξαιτίας μιας εσωτερικής ανάγκης: Ήμουν τόσο συγκλονισμένος από όσα είχαν συμβεί».
Το προτελευταίο μυθιστόρημα του Ντοστογέφσκι [1821-1881], άδικα παραγνωρισμένο, είναι η φωτισμένη εξομολόγηση ενός μοναχικού εφήβου. Ο αφηγητής και πρωταγωνιστής, Αρκάντι Ντολγκορούκι, είναι ένας αφελής νεαρός, φιλόδοξος και πείσμων. Νόθος γιος ενός ξεπεσμένου γαιοκτήμονα και μιας δουλοπάροικης, που τον κακομεταχειρίστηκαν στο σχολείο ο δάσκαλος και οι συμμαθητές του, κλείνεται σε μια μεγαλομανή απομόνωση και βυθίζεται σε χαώδεις στοχασμούς, όπου ανακατεύονται το φάντασμα του πλουτισμού, η εμμονή με την αριστοκρατία και το μυστικιστικό ντελίριο.
Καίγεται από τον πόθο να αποκαλύψει τα σφάλματα του πατέρα του, που ελάχιστα τον γνωρίζει, αλλά και να κερδίσει την αγάπη του. Σε όλο το μυθιστόρημα, ο γιος μελετά τον πατέρα· προσπαθεί να καταλάβει τον πατέρα –«Είμαι απόφοιτος Γυμνασίου και τώρα είμαι εικοσιενός ετών. Το επώνυμό μου είναι Ντολγκορούκι, και ο κατά τον νόμο πατέρας μου, ο Μακάρ Ιβάνοφ Ντολγκορούκι, ήταν πρώην δουλοπάροικος των αρχόντων Βερσίλοφ. […] Είναι περίεργο που ο άνθρωπος αυτός, που με συγκλόνισε τόσο από τα παιδικά μου κιόλας χρόνια και είχε τόσο κεφαλαιώδη επίδραση στη διάπλαση της ψυχής μου κι ίσως μάλιστα να μόλυνε με την ύπαρξή του για πολύ καιρό το μέλλον μου, ο άνθρωπος ετούτος ακόμη και τώρα παραμένει εν πολλοίς για μένα ένα απόλυτο μυστήριο. Όμως, περί αυτού, αργότερα. Γι’ αυτά δεν μιλάς έτσι απλά. Με τον άνθρωπο ετούτο, ούτως ή άλλως, θα γεμίσει το τετράδιό μου».
Ο Αρκάντι ταξιδεύει στην Αγία Πετρούπολη για να συναντήσει τη «συμπτωματική οικογένειά» του, που έχει κατακλύσει τα όνειρά του. Με μια αόριστη επιθυμία για επικοινωνία και επαφή, οπλισμένος με ένα μυστηριώδες γράμμα που πιστεύει ότι του δίνει δύναμη πάνω στους άλλους, έρχεται σε αντιπαράθεση με όλους και με όλα, χωρίς όμως τα αποτελέσματα που ονειρευόταν. Στο φόντο, μόνιμα, οι ερωτικές ίντριγκες της πετρουπολίτικης κοινωνίας.
Το αριστουργηματικό, ηθογραφικό μυθιστόρημα, γεμάτο έξαρση και πάθος, συνδυάζει το τραγικό με το κωμικό. Συλλαμβάνει την πληθωρικότητα και τις απογοητεύσεις της εφηβείας, την ευδαιμονία και την κακοδαιμονία της, την αστάθεια και την εκρηκτικότητά της.
Γραμμένο το 1875, το έργο διατρέχουν αναφορές σε επαναστατικά μοτίβα, στα οδοφράγματα του Παρισιού του 1848, στη Γαλλική Κομμούνα, στο φάσμα των Ρότσιλντ και του υπέρμετρου πλουτισμού, στους στοχαστές Ρουσσώ, Φουριέ, Γκέρτσεν, Μπακούνιν και Προυντόν, στους Ρώσους συγγραφείς με τους οποίους συνδιαλέγεται ο Ντοστογέφσκι –Πούσκιν, Γκόγκολ, Τουργκένιεφ, Τολστόι– αλλά και στον Μπαλζάκ.
Ο Χέρμαν Έσσε γράφει ότι τον συνεπήρε η γενική ατμόσφαιρα που υπάρχει στο βιβλίο· μια ατμόσφαιρα όπου εκφράστηκαν οι έγνοιες και τα προβλήματα μιας ολόκληρης γενιάς, ενός κόσμου που βασανίστηκε από σκοτεινούς εφιάλτες στο μεταίχμιο της πραγματικότητας και του ονείρου.