Ένα κοινωνικό μυθιστόρημα γεμάτο ίντριγκες, συναισθήματα, έντονες νότες crime και αστυνομικού, όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.
Άνδρος 1960. Μια μυστηριώδης εξαφάνιση πριν από τριάντα χρόνια… Ένας κρυφός παράνομος έρωτας… Δύο άντρες που διεκδικούν την ίδια γυναίκα… Δύο γυναίκες που διεκδικούν τον ίδιο άνδρα… Τρεις οικογένειες με διαφορετικές καταβολές: Οι γαιοκτήμονες Δελαγραμμάτικα, οι εφοπλιστές Γαλανοί και οι αξιοπρεπείς Βαλμάδες. Και στο επίκεντρο όλων, η «Νοσοκόμα», η δεσποινίς Κατερίνα Συμεωνίδη…
Η συγγραφέας μίλησε μαζί μας.
Στο καινούριο σας βιβλίο μάς εισάγετε στον κόσμο της Νοσοκόμας. Πείτε μας λίγα λόγια για την κεντρική σας ηρωίδα. Τι άνθρωπος είναι η Κατερίνα Συμεωνίδη;
«H Νοσοκόμα που καταφθάνει στην Άνδρο του 1960 για να κουράρει την άρρωστη αρχόντισσα Ισαβέλλα Δελαγραμμάτικα, εμφανίζεται ως μια ευγενική, καθώς πρέπει, και προσιτή σε όλους γυναίκα. Όμως, γρήγορα ο αναγνώστης διαπιστώνει ότι υπάρχουν κρυμμένες πτυχές στον χαρακτήρα της, που δημιουργούν πολλά ερωτηματικά και σχηματίζει ασυναίσθητα την εντύπωση πως υπάρχει κάτι πιο βαθιά κρυμμένο, πέρα από την αρχική εικόνα. Προσωπικά, θα έλεγα πως είναι ένας ιδιαίτερα σύνθετος χαρακτήρας με πολλές αποχρώσεις στο ψυχογράφημά της, οι οποίες αποκαλύπτονται σταδιακά».
Η Νοσοκόμα επιδεικνύει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εξαφάνιση της Φλωρέζας Δελαγραμμάτικα. Τι είναι αυτό που την κινητοποιεί σχετικά;
«Η Νοσοκόμα παθιάζεται με την εξαφάνιση της Φλωρέζας, ένα μυστήριο που έχει παραμείνει άλυτο για τριάντα χρόνια και έχει συγκλονίσει όλο το νησί, επηρεάζοντας ιδιαίτερα τρεις σημαντικές οικογένειες, πολύ συνδεδεμένες μεταξύ τους. Η νεαρή Φλωρέζα δείχνει να στοιχειώνει τη Νοσοκόμα, η οποία σηκώνει κάθε πέτρα και πετραδάκι, προκειμένου να βρει την αλήθεια, ξυπνώντας έτσι ένα βίαιο παρελθόν που αρχίζει, πλέον, να αγριεύει και να απειλεί. Η Κατερίνα Συμεωνίδου νιώθει βαθιά θλίψη μόνο και μόνο στην ιδέα πως κάποιος ή κάποιοι κατέστρεψαν τη ζωή του δεκαοχτάχρονου κοριτσιού. Όμως, όπως είπαμε και πριν, η Νοσοκόμα είναι ιδιαίτερος άνθρωπος και έχει πάντα τη δική της ατζέντα. Νομίζουμε πως τη γνωρίζουμε, κι εκείνη και τις προθέσεις της· είναι όμως αυτό αλήθεια;»
Η πλοκή εκτυλίσσεται στην Άνδρο. Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο νησί; Εξυπηρετούσε περισσότερο την ιστορία σας; Έχετε η ίδια συναισθηματικούς δεσμούς;
«Δεν έλκω την καταγωγή μου από την Άνδρο, ούτε είχα προηγούμενους δεσμούς με το νησί. Όμως, είναι κάποιοι τόποι που σου μιλούν με την πρώτη ματιά. Που τους ερωτεύεσαι, που σε συγκινούν, που αφήνεσαι στην ενέργειά τους και γίνεσαι ένα μαζί τους. Αυτό συνέβη με μένα και την Άνδρο. Μόνο στην αστική κοινωνία της Άνδρου εκείνης της εποχής θα μπορούσε να πάρει σάρκα και οστά το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Οι χαρακτήρες και οι διαδράσεις τους ζυμώθηκαν από την ενέργεια και τον παλμό της και με ταξίδεψαν μαζί τους».
Ο αναγνώστης κάνει ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο και μεταφέρεται στο 1960. Δεν είναι η πρώτη φορά που επιλέγετε να τοποθετήσετε τους ήρωές σας σε προγενέστερη του σήμερα περίοδο. Τι σας γοητεύει στο παρελθόν;
«Ότι δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα! (γέλιο). Η αλήθεια, πάντως, είναι πως όταν τοποθετώ μια ιστορία μου στο παρελθόν, νιώθω πως ανοίγω ένα παράθυρο στον χρόνο και πως μου κάνει καλό να ξεφεύγω, έστω λίγο, με τα φτερά της φαντασίας, σε διαφορετικά μέρη και άλλους καιρούς. Επίσης, με γοητεύουν οι κοινωνίες εκείνης της εποχής γιατί παρουσίαζαν αδιαμφισβήτητα μεγάλη συνοχή και εκείνο το προσωπικό χρώμα που νοσταλγούμε σήμερα. Έτσι εκτυλίσσονται ανάγλυφα οι προσωπικότητες των ηρώων και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε τόπου, στοιχεία στα οποία με ενδιαφέρει ιδιαίτερα να δίνω έμφαση μέσα στις ιστορίες μου».
Και τι έρευνα χρειάστηκε να κάνετε ώστε να μεταφέρετε την ατμόσφαιρα αλλά και τις κοινωνικές συνθήκες εκείνης της εποχής;
«Πάντα μελετώ σχετική βιβλιογραφία για να γνωρίσω τον τόπο στον οποίο τοποθετώ την πλοκή του εκάστοτε βιβλίου μου. Με αυτό τον τρόπο, γνώρισα την ιστορία, τη λαογραφία και το γλωσσικό ιδίωμα της Άνδρου. Επίσης, περπάτησα κάθε εκατοστό της Χώρας και επισκέφτηκα την Άχλα, τα Γιάλια, το Κόρθι, το Γαύριο, το Μπατσί και άλλα μέρη της. Πήρα εκατοντάδες φωτογραφίες, συνομίλησα με ανθρώπους και άκουσα την καρδιά του νησιού να χτυπά και να συντονίζεται με τη δική μου!»
Ποιος από τους χαρακτήρες σας «γεννήθηκε» πρώτος και τι είχε να σας «πει» για την εξέλιξη της ιστορίας σας;
«Θα έλεγα η Φλωρέζα Δελαγραμμάτικα, η κοπέλα που εξαφανίστηκε, καθώς πάντα υπήρχε στο μυαλό μου η ιδέα να γράψω το χρονικό μιας εξαφάνισης και το πόσο αυτή επηρέασε τον κοινωνικό της περίγυρο. Στη συνέχεια, εμφανίστηκε η Νοσοκόμα· ένας χαρακτήρας ανήσυχος που δείχνει να συγκλονίζεται από το δραματικό συμβάν. Ενώ τα συναισθήματα των ντόπιων έχουν βαλτώσει όσον αφορά τη Φλωρέζα, και όλοι έχουν αποδεχτεί πως η αλήθεια δε θα βγει ποτέ στην επιφάνεια, καταφθάνει στο νησί η Κατερίνα Συμεωνίδη. Ένας χαρακτήρας σαν τη Νοσοκόμα ήταν άκρως απαραίτητος, καθώς στην ουσία είναι μια ξένη και δεν έχει συμφωνήσει να αφήσει ήσυχο το παρελθόν ή τα μυστικά που έχουν σιωπηρά παραχωθεί κάτω από το χαλί. Παθιάζεται, ψάχνει, βρίσκει, κάνει συμμάχους και έρχεται αντιμέτωπη με δηλητηριώδεις εχθρούς».
Στον πυρήνα της ιστορίας σας βλέπουμε τρεις οικογένειες προερχόμενες από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Πόσο επηρεάζονται οι πράξεις τους, από αυτό το δεδομένο;
«Οπωσδήποτε ο πλούτος και η επιρροή που έχουν στο νησί, δίνει μεγαλύτερη δύναμη και ελευθερία κινήσεων στους γαιοκτήμονες Δελαγραμμάτικα και στους πλοιοκτήτες Γαλανούς. Κάποιοι χαρακτήρες κρατούν σωστά το μέτρο και πορεύονται δίκαια, κάποιων άλλων οι πράξεις χρωματίζονται από αλαζονεία. Οι Βαλμάδες από την άλλη είναι σημαντικά μέλη του κοινωνικού ιστού και σε μεγάλο βαθμό θέτουν το αποτύπωμά τους με βάση τις θέσεις τους ως δάσκαλοι, ιερείς, διοικητικά στελέχη της χωροφυλακής κ.λπ.
Γενικότερα, θα έλεγα πως ο κάθε ήρωας σε όποια οικογένεια και αν ανήκει έχει το δικό του ξεχωριστό τρόπο να υπογραμμίζει τη θέση του σε αυτή την ιστορία. Επίσης, θα έλεγα πως είναι θεμιτό όταν χρησιμοποιείς με ήθος τα όπλα που διαθέτεις, αλλά μη αποδεκτό όταν κάνεις ασυνείδητα κατάχρηση προς όφελός σου, καταστρέφοντας τις ζωές των άλλων· και αυτό ισχύει για κάθε άνθρωπο, κάθε οικογένεια και κάθε κοινωνική τάξη».
Τι σας κάνει να αισιοδοξείτε, τι σας γεμίζει έμπνευση και τι σας θυμώνει πολύ;
«Με γεμίζει αισιοδοξία η ομορφιά της τέχνης, καθώς με κάνει να νιώθω πως υπάρχει ελπίδα. Από την άλλη, η αυθεντικότητα και η συνειδητή καλοσύνη συνθέτουν πολύ ενδιαφέρουσες προσωπικότητες που με εμπνέουν βαθύτατα. Τέλος, με θυμώνει η τοξικότητα των χειριστικών ανθρώπων και απομακρύνομαι τάχιστα».