Μετά από την περιήγηση στον χώρο του περιθωρίου και της πορνείας του Πειραιά (1840-1968) –σε προηγούμενο έργο του, ο συγγραφέας στο βιβλίο αυτό συνεχίζει την έρευνά του σε ξεχασμένους πειραϊκούς μνημονικούς τόπους και τους ανθρώπους που τους περιέβαλλαν.
«Οι έρευνες του Βασίλη Πισιμίση έχουν συμβάλλει στη διάσωση της μνήμης αυτού του φορτισμένου, αλλά και ξεχασμένου, τόπου. Το νέο του βιβλίο είναι μια σημαντική συμβολή στην ιστορία (και προϊστορία) της Τρούμπας και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και γειτονιών του Πειραιά» σημειώνει ο Λεωνίδας Οικονόμου στο Επίμετρο της έκδοσης.
Μέσα από συναρπαστικές βιωματικές αφηγήσεις, χαρτογραφείται ανάγλυφα η ανθρωπογεωγραφία του κοινωνικού περιθωρίου του περασμένου αιώνα, με τις διαδρομές των γυναικών και των ανδρών που το πλαισίωσαν.
Παραθέτοντας πλήθος τεκμηρίων -χάρτες, σχεδιαγράμματα, πρωτότυπο φωτογραφικό και αρχειακό υλικό-, ο συγγραφέας ασχολείται με την Τρούμπα, τα Βούρλα, τα Λεμονάδικα, τις Λαμαρίνες, τις Ελιές, το Λιμάνι, τα στέκια, τις πιάτσες και τις γειτονιές του Πειραιά. Παράλληλα, δίνει τον πρώτο λόγο στα υποκείμενα που έζησαν και διαμόρφωσαν το ιστορικό παρελθόν.
Οι μαρτυρίες τους αποτελούν πολύτιμες πηγές συλλογικής μνήμης για το περιβάλλον της μαγκιάς, τις πτυχές της ερωτικής εργασίας, την ταξική της διαστρωμάτωση, τις έμφυλες σχέσεις και τις πολιτισμικές εκφάνσεις μίας εποχής που ανασύρεται από τη λήθη.
«Ο μπαρμπα-Θόδωρος γεννήθηκε το 1916. Παλιός μάγκας από το Χατζηκυριάκειο, οικογενειάρχης και νοικοκύρης, ανέπτυξε την άποψή του για το προφίλ του μάγκα: “Ο άνθρωπος που ψάχνει αιτίες και λόγους για να μαλώσει και να κάνει ζημιά, είναι φιγουρατζής κακοποιός. Θέλει να κάνει “λεζάντα” στα μάτια των άλλων. Όλοι αυτοί κάποτε βρίσκανε τον μάστορά τους από έναν αθόρυβο άνθρωπο της καθημερινότητας, αλλά ντρεπόντουσαν να το πουν. Ανακάτευαν το πιοτό με το χασίσι και καιγόταν το μυαλό τους, γι’ αυτό τρελαίνονταν και βγάζανε μαχαίρι για ψύλλου πήδημα. Κάποιοι ακόμη μοστράρανε και τις κουμπούρες ζωσμένες στο ζωνάρι κι αφήνανε το σακάκι ανοιχτό για να φαίνονται όταν μπαίνανε σε κάνα καφενείο. Τους φοβόταν μόνο το σινάφι τους. Ποιος τους έδινε σημασία να τους ξεσυνεριστεί, να μπλέξει με το κάθε κατακάθι και να πάει φυλακή για κάποιον που δεν αξίζει… Στα μπουρδέλα κάνανε τους “κορτάκηδες”, ενώ στους τεκέδες άλλοι τελειωμένοι σαν κι αυτούς, τους αποδέχονταν. Έτσι είναι οι μάγκες; Να τους φοβάται η γυναίκα όταν μπαίνουνε στο σπίτι και τα παιδιά τους να κρύβονται; Μαγκιά είναι να δουλέψεις σκληρά, να ζήσεις την οικογένειά σου, να προκόψεις, να κάνεις παιδιά που να σε εκτιμάνε και να είναι περήφανα για τον πατέρα τους. Να σε σέβεται και να σε εκτιμάει όλος ο κόσμος γι’ αυτό που είσαι. Να μην δίνεις δικαίωμα να σε προσβάλλει κανείς. Όταν κάνεις λάθος, γιατί είσαι άνθρωπος, το συγνώμη είναι μεγαλοπρέπεια και όχι αδυναμία. Να είσαι δίκαιος και αμερόληπτος. Ο λόγος σου να είναι συμβόλαιο και να μην διαπραγματεύεσαι ό,τι έχει να κάνει με την τιμή των δικών σου ανθρώπων. Αυτά είναι τα στοιχεία που πρέπει να έχει ένας άντρας για να λέγεται μάγκας και πρέπει να τα υπερασπίζεται απόλυτα, χωρίς εκπτώσεις. Όλα τα άλλα που λέγονται και γράφονται για να δώσουν τον χαρακτήρα του μάγκα είναι λόγια της κατσαρόλας”».
Την έκδοση προλογίζει ο Νίκος Μπελαβίλας· μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Ο συγγραφέας δεν είναι ο τυπικός κοινωνιολόγος ακαδημαϊκός ερευνητής ούτε ο λόγιος δημιουργός. Δεν θέλει και δεν διεκδικεί κάτι τέτοιο. Είναι ο περιηγητής της Ιστορίας, είναι ο διασώστης της συλλογικής μνήμης. Δεν διασώζει γενικώς την ιστορία της πόλης με πικάντικες ιστορίες. Αντίθετα γράφει σε χαρτί, για τις πτυχές της μνήμης που επιχειρήθηκε να εξαλειφθούν, την ιστορική καθημερινότητα που σκιάστηκε με την απαγόρευση της πορνείας στον Πειραιά και το λουκέτο στις εισόδους των καμπαρέ και των οίκων ανοχής του λιμανιού
[…]
«Τα λιμάνια πάντως δεν καθαρίζουν όσο είναι λιμάνια, πουθενά στον κόσμο, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Το μεγάλο πολύβουο λιμάνι του Πειραιά συνεχίζει την πορεία του μέσα στον χρόνο. Στην Τρούμπα έχει αναβιώσει μία άγρια αναψυχή, όχι της ναυτιλίας και των ναυτικών. Την κουμαντάρει –προφανώς και σήμερα όπως και τότε με την πλήρη ανοχή των αρχών- ένας κόσμος που κινείται στα όρια του νεοπλουτισμού και της επίδειξης. Ίσως να είναι η νέα του μορφή, του διακινητή σωμάτων ή ψυχτρόπων ουσιών με την οποία θα πρέπει να συμβιβαστούμε. Μια μετάλλαξη του νταβατζή και του τεκετζή του ’60.
Όμως το πραγματικό άρωμα της Τρούμπας, βρίσκεται ακόμη κρυμμένο σε κάτι καταγώγια και στοές που δεν τις πιάνει το μάτι, στα στενάκια πίσω από τον Άγιο Σπυρίδωνα και δίπλα στην ακτή Μιαούλη. Εκεί συνεχίζει να ζει η Πειραιώτικη μαγκιά του λιμανιού και το ήθος των γυναικών της νύχτας που λατρεύει και υμνεί ο Βασίλης Πισιμίσης».