Εδώ, συστεγάζονται το ομώνυμο κείμενο «Ο τυφλός καθρέφτης», με τον υπότιτλο «ένα μικρό μυθιστόρημα», καθώς και το «Απρίλης, η ιστορία μιας αγάπης», δημοσιευμένα αμφότερα το 1925.
«Ο τυφλός καθρέφτης» αφηγείται τη δύσκολη ζωή της μικρής Φίνι στη Βιέννη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Φίνι μεγαλώνει σε ένα φτωχό και πικρόχολο περιβάλλον, εργάζεται σε ένα δικηγορικό γραφείο και ονειροπολεί. Η ζωή –«σιδερένια»- τσακίζει τα όνειρά της, συρρικνώνει τις επιλογές της, ενοχοποιεί την αναδυόμενη θηλυκότητά της. Η ενηλικίωσή της είναι απότομη, αλλά τότε γνωρίζει τυχαία τον Ράμπολντ, έναν πλανόδιο ρήτορα, και μεταφέρεται, για λίγο, στον κόσμο που επιθυμεί –«Μια φορά άκουσε τον Ράμπολντ, τον ρήτορα, να μιλάει, στριμωγμένη καθώς ήταν ανάμεσα σε κόσμο που άκουγε, στη μεγάλη πλατεία, κάτω από τον γαλάζιο θολωτό ουρανό. Κάποιοι μίλησαν πριν από αυτόν, άλλοι αργότερα, κι όλων οι φωνές έσβηναν στον απέραντο χώρο και συγχέονταν με τους τυχαίους θορύβους του δρόμου. Η δική του φωνή μόνο υπερίσχυσε τολμηρή και τραγουδιστή στην πλατεία, σαν να είχαν πλησιάσει απρόσιτοι ουρανοί για να περιορίσουν την πλατεία και να την αποκλείσουν απ’ τον ξένο θόρυβο απερίσκεπτων οχημάτων. Όλοι οι ρήτορες στέκονταν πάνω στην οροφή του ίδιου αυτοκινήτου, και ο Ράμπολντ επίσης. Αλλά όταν αυτός ανέβηκε επάνω του, εκείνο έγινε βάθρο και θρόνος για να σηκώσει έναν βασιλιά».
Στον «Απρίλη», ο αφηγητής, ένας περιπλανώμενος μοναχικός άντρας, περιγράφει την άφιξη και τη διαμονή του σε μια μικρή πόλη της επαρχίας. Διηγείται την ερωτική σχέση του με την Άννα, την υπάλληλο του πανδοχείου, και τον εξ αποστάσεως ανεκπλήρωτο έρωτά του με μια ωραία άγνωστη –«το κορίτσι στο παράθυρο» -«Στην ταβέρνα καθόμουν πάντα σε τέτοιο σημείο ώστε να μπορώ να βλέπω τo ανοικτό παράθυρο. […] Μια μέρα ένα πανέμορφο κορίτσι κάθισε στο παράθυρο και κοίταξε τον ουρανό. Ξαφνιάστηκα με την ομορφιά της, το βλέμμα μου έπεσε έντονο πάνω της απ’ το παράθυρο της ταβέρνας, κι εκείνη το ένιωσε και με κοίταξε. Επειδή ντράπηκα, τη χαιρέτισα. Ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. Τώρα ερχόταν κάθε μέρα στο παράθυρο.
Φυτεύω τα βιώματά μου σαν αγραμπελιές και τα παρατηρώ να μεγαλώνουν. Είμαι τεμπέλης και το τίποτα είναι το πάθος μου. Ωστόσο, απ’ τη στιγμή που είχα δει το κορίτσι στο παράθυρο ζούσα σε μόνιμη υπερένταση –από μικρό αγόρι είχα να νιώσω έτσι. Τότε ήμουν ακόμη μέρος του κόσμου, άχυρο στον ποταμό του εφήμερου, που επέπλεε και παρασυρόταν. Έκλαιγα όταν έχανα μια χαρτοσακούλα, για κάτι άχρηστο. Απ’ όταν μεγάλωσα δεν κλαίω πια και δεν γελάω. Κανείς δεν μπορεί να μου κάνει άμεσα κακό. Τον πόνο και τη χαρά τα έχω ξεπεράσει.
Τώρα όμως ζούσα πόνο και χαρά και βυθιζόμουν βαθιά στα μικροπράγματα.
Το κορίτσι κοίταζε κάθε μέρα απ’ το παράθυρο όποτε περνούσα. Κάθε μέρα χαιρετούσα. Την τρίτη μέρα χαμογέλασε.
Στο χαμόγελό της έμαθα πως δεν υπάρχει τίποτα ασήμαντο κάτω απ’ τον ήλιο. Το χαμόγελό της την τρίτη μέρα ήταν ένα μεγάλο γεγονός.
Το πρόσωπό της ήταν χλωμό και μικροκαμωμένο. Τα μαύρα μάτια της λαμπερά σαν γυαλισμένα. Τα μαλλιά της λεία και χτενισμένα πίσω. Οι ώμοι της λεπτοί και φοβισμένοι.
Ακόμα κι όταν έβρεχε, κοίταζε απ’ το παράθυρο, και το παράθυρο ήταν ανοιχτό. Καθόμουν στην ταβέρνα, το τζάμι θαμπό απ’ την ψύχρα της βροχής. Έπρεπε κάθε τόσο να το σκουπίζω. Κάθε φορά το κορίτσι χαμογελούσε».
Στα δύο αυτά κείμενά του, ο Γιόζεφ Ροτ ζωντανεύει μια σειρά από εικόνες της καθημερινότητας, αναδεικνύοντας τις συνθήκες που διαμορφώνουν τη μοναδικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και οδηγούν σε προσδοκίες που δεν ευοδώνονται.