Κατά τον χαιρετισμό της, η κυρία Σακελλαροπούλου τόνισε ότι «σε μια εποχή δύσκολη και αβέβαιη, η οποία αποτυπώνεται στο συλλογικό υποσυνείδητο με μουντές, σκοτεινές αποχρώσεις, η έκθεση που εγκαινιάζουμε σήμερα, πλημμυρισμένη από τη μεσογειακή φωταύγεια, είναι ένα νεύμα αισιοδοξίας».
Παράλληλα, συνεχάρη θερμά όλους τους συντελεστές της έκθεσης, και ιδίως τις επιμελήτριες Μαρίνα Φερέτι-Μποκιγιόν και Μαρία Κουτσομάλλη-Μορώ, και συνολικά το Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, που με τη διεθνή του ακτινοβολία και την αφοσίωσή του στην τέχνη μας δίνει την ευκαιρία να θαυμάσουμε από κοντά έργα μοναδικής αξίας.
Αναφερόμενη στην έκθεση, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπογράμμισε ότι «στα έργα που την συναπαρτίζουν, το φως – αρχή και τέλος κάθε αποκαλυπτικού φαινομένου, ταυτόσημο της φυσικής και ηθικής ευγένειας – δημιουργεί επιφάνειες διαπερατές από το βλέμμα και τον νου, γραμμές μεγάλης ρευστότητας και ελευθερίας, εικόνες που μεταμορφώνουν το αισθητό σε υπερβατικό».
Έκανε, επίσης, λόγο για «Πίνακες λουσμένους στον ήλιο ή το γλυκοχάραμα του δειλινού, τοπία κρυστάλλινης διαύγειας με κυρίαρχο στοιχείο το νερό, ακρογιαλιές της Μεσογείου, που αποπνέουν μια δυσεύρετη σήμερα παρθενικότητα, ανθρώπινα πρόσωπα και σώματα σε στιγμές ανάπαυλας ή μόχθου που μας θυμίζουν το ομηρικό «ζώειν και οράν φάος ηελίοιο», με δυο λόγια ότι η ζωή είναι ταυτισμένη με το φως. Πίνακες μεγάλης καθαρότητας και διαφάνειας που επιτρέπουν στον θεατή να βλέπει, μέσα από την υλικότητα της πινελιάς, τη μεταφυσική, θα έλεγα, διάσταση του τοπίου».
Καταλήγοντας, υποστήριξε, ότι «ο πόλεμος στην Ανατολική Μεσόγειο, η κλιματική κρίση, η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, δημιουργούν όλο και βαθύτερες ρωγμές στην εύθραυστη σχέση μας με τη φύση και υπογράμμισε ότι «η γαλήνια ατμόσφαιρα αυτών των έργων, η αρμονία που αποπνέουν, το θάμβος που μας γεννούν μοιάζει να είναι όσο ποτέ αναγκαία στην βίαιη, ταραγμένη, σκληρή εποχή μας».