Ατομική έκθεση του Θεόδωρου Βρανά με τίτλο ABSORBED (Damn, I miss snowboarding) εγκαινιάζεται στην γκαλερί Blender την Παρασκευή 24 Νοεμβρίου [Ζησιμοπούλου 4, Γλυφάδα].
Σε αυτή τη νέα σειρά φωτογραφικών έργων, ο καλλιτέχνης εξερευνά τα όρια του εαυτού και της ψυχοσύνθεσης, τοποθετώντας ανθρώπινα αδιέξοδα σε τοπία συντριπτικής ομορφιάς.
Μιλήσαμε μαζί του.
ABSORBED (Damn, I miss snowboarding)· πώς προέκυψε ο τίτλος της παρούσας έκθεσής σας και τι σηματοδοτεί νοηματικά για την ουσία των έργων που θα δει ο επισκέπτης;
«Ο τίτλος προέκυψε εν μέρη μέσα από τα σόσιαλ μίντια αλλά, κυρίως, από την εμμονή που με πιάνει με ένα αντικείμενο που μου αρέσει πολύ και στη συνέχεια αδυνατώ να παρακολουθήσω τι άλλο συμβαίνει γύρω μου. Δηλαδή, ο κόσμος μπορεί να χάνεται γύρω μου αλλά εγώ πρέπει να τραβήξω αυτήν τη συγκεκριμένη εικόνα που έχω στο κεφάλι μου. Σε περιοχές του πλανήτη, οι άνθρωποι δεν έχουν νερό να πιούνε αλλά εγώ σκέφτομαι το snowboarding. Κατά τη διάρκεια των φωτογραφήσεων δημιουργήθηκε αυτός ο χαρακτήρας, ο οποίος προσπαθεί να ξεφύγει από την καθημερινότητα και να επιστρέψει σε μια ζωή που σκεφτόταν διαφορετική. Σε μια αναζήτηση του παλιού του εαυτού ή της ζωής του όταν ήταν νέος. Μια νοσταλγία, η οποία όμως τον έχει καταφάει σε όλες τις δραστηριότητές του μέσα στη μέρα. Ο καιρός περνάει και τώρα η εμμονή του είναι η ίδια η νοσταλγία. Ίσως και να μπορεί να πραγματοποιήσει πάλι κάποια από αυτά τα πράγματα που αγαπούσε παλιά αλλά δεν το βλέπει. H νοσταλγία ή η εμμονή ή η έλλειψη των δραστηριοτήτων που πέρασαν έχουν γίνει αυτό που μόνο θέλει. Σαν εξάρτηση. Σαν το τσιγάρο.
(Στα social media πειραματίζομαι καμιά φορά να δω την ανταπόκριση του κόσμου πάνω σε αυτό το οποίο δουλεύω τη συγκεκριμένη στιγμή. Αν χρειαστεί κάποια επικεφαλίδα ή κάποιο σχόλιο για τη φωτογραφία που ανεβάζω συνήθως θα ειρωνευτώ ή θα προσπαθήσω να αυτοσαρκαστώ. Κι αυτό επειδή θα ήθελα να μην έχουν βαρύτητα τα πράγματα που παρουσιάζω αλλά την ίδια στιγμή φοβάμαι πως αν τους την δώσω δεν θα μπορώ μετά να την δικαιολογήσω σωστά. Όπως πιθανότατα κι αυτή την απάντηση στο ερώτημα σας. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε και μέρος αυτού του τίτλου)».
Παρουσιάζετε μια σειρά από αυτοπορτραίτα, τα οποία χαρακτηρίζετε ως σκηνοθετημένα. Στην εποχή των social media, ο αυθορμητισμός τείνει να εξαφανιστεί; Και αν ναι, γιατί θεωρείτε ότι συμβαίνει αυτό;
«Πιστεύω πως ο αυθορμητισμός εξαφανίζεται γιατί εκτιθέμεθα σε πολύ κόσμο. Είναι πολύ δύσκολο να είμαστε αυθόρμητοι όταν μας βλέπουν καθημερινά τόσοι άνθρωποι. Αν δεν υπήρχαν τα σόσιαλ μίντια, οι μόνοι που θα γνώριζαν τι κάνουμε με τη ζωή μας θα ήταν η οικογένειά μας, οι φίλοι μας και οι συνάδελφοί μας. Θέλουμε να έχουμε likes και θέλουμε να είμαστε αρεστοί σε όλο τον κόσμο. Όσο περισσότερα likes τόσο καλύτερα για μας και για την αυτοπεποίθησή μας, για να συνεχίσουμε να ανεβάζουμε υλικό στη συνέχεια. Εάν για παράδειγμα είμαστε ο εαυτός μας και αυτά που ανεβάζουμε στα σόσιαλ δεν είναι τόσο όμορφα ή ας πούμε ανεκτά για την πλειοψηφία του κόσμου, τότε δεν παίρνουμε likes. Και τότε αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε μήπως κάτι πρέπει να αλλάξουμε. Διότι μας αρέσει η αποδοχή. Γι’ αυτό ποστάρουμε, άλλωστε· για να επικοινωνήσουμε και με τους φίλους μας αλλά για να βρούμε και καινούργιους. Και σε πολλές περιπτώσεις πια αυτό βοηθάει και στο να βρίσκουμε δουλειά. Και έτσι κάπως, αρχίζει η σκηνοθεσία των εαυτών μας μέσα στα μίντια. Τι περιεχόμενο θα ανεβάσουμε, πώς θα το ανεβάσουμε και τι θα γράφουμε γι’ αυτό. Διαφορετικά, ποιος ανεβάζει τον εαυτό του να βαριέται στη δουλειά; Να γλιστράει και να πέφτει στη βροχή; Να τον απολύουν από μια δουλειά ή να κλαίει; Κανείς. Με αυτές τις φωτογραφίες, θέλω, κατά κάποιον τρόπο, να σχολιάσω αυτό το πράγμα. Με μια δόση ειρωνείας, χιούμορ και αυτοσαρκασμού. Δεν είναι ποτέ χαρούμενος αυτός ο χαρακτήρας και τον βρίσκουμε συνέχεια σε μια προβληματισμένη κατάσταση. Ακόμα και στο πιο όμορφο τοπίο να βρίσκεται, θα είναι μονίμως προβληματισμένος».
Τι πραγματικά βλέπουμε για τους εαυτούς μας, αλλά και πώς αντιλαμβανόμαστε τους γύρω μας στη θέασή τους σε πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης;
«Δεν είμαι σίγουρος τι πραγματικά βλέπουμε για τους εαυτούς μας. Εμένα με μπερδεύει και με προβληματίζει καθημερινώς αυτό το θέμα. Παρατηρώ γνωστούς μου ή και φίλους μου, με τους οποίους κάνω παρέα χρόνια, να ποστάρουνε την άποψή τους για κάποιο περιστατικό ή κάποια σέλφι και ξαφνικά συνειδητοποιώ πως εγώ είμαι διαμετρικά αντίθετος με αυτά που λένε ή με αυτά που δείχνουν. Οπότε, τώρα εγώ τους έχω κρίνει ή κατακρίνει απλά με μία σέλφι ή ένα απόφθεγμα που μπορεί να ήθελαν να μοιραστούν με τον υπόλοιπο κόσμο. Αν δεν υπήρχαν τα σόσιαλ μίντια, υπάρχει περίπτωση να μην έβλεπα ποτέ αυτή την πλευρά του χαρακτήρα τους. Και, αντίστοιχα, κάποιος θα νιώσει αυτό με κάποια ανάρτηση δική μου. Όπως, επίσης, μπορεί και να μην έβγαινε καν αυτή η πλευρά του χαρακτήρα μας εάν δεν υπήρχαν τα σόσιαλ μίντια. Νιώθω πως στο τέλος όλα γίνονται για την προβολή μας στον έξω κόσμο. Που ο έξω κόσμος είναι, βασικά, μέσα στο διαδίκτυο. Αλλά πιστεύω πως επιζητούμε την αποδοχή και φυσικά την αγάπη του κόσμου με όλες αυτές τις κινήσεις. Να τους γοητεύουμε με τις φωτογραφίες μας, τη μουσική μας, τη δουλειά μας, το σώμα μας, τα λόγια μας, τον εαυτό μας».
Εσάς ποια είναι η σχέση σας με τα social media;
«Είναι μια σχέση αγάπης και μίσους. Καμιά φορά αισθάνομαι φοβερά τυχερός, διότι μέσω των σόσιαλ μίντια έχω επαφή με φίλους μου που ζουν στην άλλη άκρη της γης. Παρακολουθώ τον αγαπημένο μου φωτογράφο κι έχω τη δυνατότητα να μοιραστώ μαζί του εμπειρίες ή πληροφορίες πάνω στο επάγγελμά μας. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, μπορεί να λειτουργήσει κι ανάποδα, καθώς βλέπω τι κάνει ο αγαπημένος μου φωτογράφος κι αισθάνομαι παντελώς άσχετος επειδή δεν μπορώ να κάνω κι εγώ αντίστοιχες δουλειές. Έχω αποστασιοποιηθεί από το Facebook αλλά με αυτόν τον τρόπο χάνω πολλά events ή συναυλίες, διότι δεν ενημερώνομαι άμεσα. Ακόμα και εάν κάποιος με καλεί σε κάποιο γεγονός, θα το δω πολύ αργά. Αλλά από την άλλη εθίστηκα στο Instagram. Κι εκεί βρίσκομαι, κυρίως, για να βλέπω δουλειές από ανθρώπους που με εμπνέουν».
Θέτετε το εξής πολύ επίκαιρο ερώτημα: «Στη μετάβαση από τον παλιό κόσμο στον καινούριο, τι από τον εαυτό μας θα παραμείνει ίδιο». Εσείς έχετε δώσει απάντηση σ’ αυτό τον προβληματισμό;
«Όχι. Νομίζω πως είναι ένα ερώτημα το οποίο υπάρχει και θα υπάρχει όσο ο άνθρωπος ζει και εξελίσσεται πάνω στη Γη. Είναι ερώτημα, το οποίο φιλόσοφοι και διανοούμενοι έχουν επεξεργαστεί αιώνες. Εγώ απλά το σκέφτομαι συχνά και αναρωτιέμαι. Ίσως το επεξεργάζομαι πιο έντονα υποσυνείδητα; Πάντως, με φοβίζει. Όταν ήμουν νεότερος δεν το σκεφτόμουν τόσο διότι ήμουν στον κόσμο μου. Ακόμα είμαι, δηλαδή, αλλά ελπίζω λίγο λιγότερα. Δυσκολεύομαι πολύ σαν άνθρωπος να αλλάξω και να εξελιχθώ, επειδή γραπώνομαι από το παρελθόν, είμαι πολύ νοσταλγικός και αυτό σαν βάση με κάνει να διστάζω να διαφοροποιήσω τον εαυτό μου. Και δεν μου αρέσει αυτό. Το ίδιο και ο χαρακτήρας σε αυτές τις φωτογραφίες. Είναι ίδιος παντού, με τα ίδια ρούχα, τις ίδιες σκέψεις και ίδιες εξαρτήσεις αλλά ο κόσμος γύρω του αλλάζει διαρκώς. Και αισθάνεται πως δεν μπορεί να ξεφύγει όσο κι αν τρέχει για να αποδράσει. Προσωπικά, υποθέτω πως πολλά στοιχεία θα μείνουν από τον δικό μου εαυτό. Ίσως τόσα, που δεν με βοηθάνε με τους ρυθμούς της σημερινής εποχής.
(Πριν 25 χρόνια έβαζα την κάμερά μου σε ένα τρίποδο στη μέση του πουθενά, της έβαζα φιλμ, εάν ήταν βράδυ κουβαλούσα μαζί μου φακό, είχα έναν χάρτη καλού κακού για να βλέπω τους δρόμους που καταλήγουν, χρονόμετρο για να μετράω σωστά την έκθεση της φωτογραφίας στο φως και τετράδιο με στυλό για να καταγράφω τις μετρήσεις μου. Την επόμενη μέρα αν το φιλμ ήταν έγχρωμο, που συνήθως ήταν, θα το πήγαινα στο εργαστήριο για να το εμφανίσω και μετά από μια, δύο, τρεις μέρες θα έβλεπα την φωτογραφία που τράβηξα. Σήμερα, έχω φακό στο κινητό μου, χάρτες στο κινητό μου, χρονόμετρο στο κινητό μου και στη μηχανή, η ίδια η μηχανή καταχωρεί όλες τις μετρήσεις και σε κλάσματα δευτερολέπτου έχω μπροστά μου την λήψη που μόλις τράβηξα.)
Τι αποτελεί πηγή έμπνευσης για εσάς;
«Πιστεύω πως κατά κύριο λόγο είναι η μουσική, το τοπίο, ο ουρανός και ο κινηματογράφος. Οι ταινίες και οι σειρές παίζουν μεγάλο ρόλο, επειδή έχουν τον οπτικοακουστικό συνδυασμό. Είναι ένας συνδυασμός που με αναστατώνει συχνά. Ειδικά το στοιχείο του κινηματογράφου είναι διάχυτο σε αυτή τη δουλειά. Παρ’ όλα αυτά, οι τελευταίες εκθέσεις που έχω κάνει βασίζονται στο ανθρώπινο στοιχείο. Μία από αυτές περιείχε 350 πορτραίτα από ανθρώπους που είναι κοντινοί μου ή γνωστοί μου, ενώ η μια άλλη παρακολούθησε την περιπέτεια υγείας και επιβίωσης της αδερφής μου από την Μαλαισία μέχρι την Ελλάδα. Υπάρχουν άνθρωποι που με παρακινούν να κάνω καλύτερες δουλειές ή γενικότερα να προσπαθώ να είμαι καλύτερος άνθρωπος. Από την άλλη μπορώ να κάθομαι ώρες και μέρες να χαζεύω διάφορους σχηματισμούς σύννεφων. Με γεμίζει και αυτό και με αναστατώνει το ίδιο».
Ποια ήταν η πιο δυνατή στιγμή της μέχρι τώρα επαγγελματικής σας πορείας και γιατί;
«Πέρυσι παρουσίασα το πρώτο φωτογραφικό μου βιβλίο στην γκαλερί Blender, το οποίο αφηγείται ένα τουρ που έκανα με το συγκρότημά μου στα Βαλκάνια και την Ευρώπη. Χρησιμοποίησα προτζέκτορες, οι οποίοι έδειχναν τις φωτογραφίες μου από το βιβλίο στους τοίχους, την ίδια ώρα που παίζαμε μουσική με το συγκρότημά μου μέσα στην γκαλερί. Το ότι κατάφερα να κάνω μια πολυεπίπεδη έκθεση και να συνδυάσω τα δύο πράγματα που αγαπώ μού δημιούργησε μια συναισθηματική φόρτιση που δεν είχα νιώσει ποτέ μου τόσο έντονα.
Μια άλλη δυνατή στιγμή, είναι όταν φωτογράφησα τον τότε υποψήφιο πρόεδρο της Αμερικής, Μπάρακ Ομπάμα, το 2008. Βρισκόμουν στην πολιτεία του Νιου Χάμσαιρ, για να καλύψουμε ένα μέρος των προκριματικών της υποψηφιότητας για την προεδρία της Αμερικής. Ο Ομπάμα θα μιλούσε σε ένα αμφιθέατρο, σε κάποιο από τα σχολεία της περιοχής. Δεν είχα πάσο για να τον φωτογραφίσω αλλά φόρεσα όλες τις κάμερες πάνω μου και σκέφτηκα να κάτσω στην ουρά καλού κακού, μήπως και σταθώ τυχερός. Καθώς πέρναγε η ασφάλεια βιαστικά και ρωτούσε έναν έναν τα διακριτικά τους, έριξαν το βλέμμα τους πάνω μου, είδανε τις κάμερες και συνέχισαν στον επόμενο που περίμενε από πίσω μου. Και κάπως έτσι, βρέθηκα μέσα στο αμφιθέατρο για ένα λεπτό, που ήταν ο επιτρεπόμενος χρόνος φωτογράφισης, βγάζοντας μια φωτογραφία του Ομπάμα με την αμερικάνικη σημαία στο βάθος, ο οποίος μετά έγινε ο πρόεδρος της Αμερικής για τα επόμενα 8 χρόνια».