Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Το αγριότερο άγνωστο έγκλημα της Ελλάδας, μια πραγματική ιστορία που συντάραξε τα Κύθηρα το 1909 περιγράφει ο Πάνος Δημάκης στο πρώτο του μυθιστόρημα, «Δεκαεπτά Κλωστές», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάπα Εκδοτική.
Το συγκλονιστικό μυθιστόρημα, βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, για τη μοίρα και τα παιχνίδια που παίζει εναντίον μας, για τα αόρατα νήματα που ορίζουν τη ζωή μας αλλά και τη δύναμη που πρέπει να βρούμε για να την ορίσουμε εμείς οι ίδιοι, αποτελεί μια συναρπαστική κατάδυση στον ψυχισμό ενός ανθρώπου.
Με τον συγγραφέα Πάνο Δημάκη, είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε.
Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια το έγκλημα που ξετυλίγεται στις «Δεκαεπτά Κλωστές»;
«Η αληθινή αυτή ιστορία αφορά το αγριότερο άγνωστο έγκλημα της Ελλάδας εν καιρώ ειρήνης τουλάχιστον τα τελευταία 150 χρόνια. Ενώ σε άλλα βιβλία που μιλούν για εγκλήματα ο συγγραφέας αφήνει στοιχεία στον αναγνώστη για το ποιος είναι ο πιθανός δολοφόνος, στις “Δεκαεπτά Κλωστές” ο αναγνώστης γνωρίζει ποιος είναι ο δολοφόνος ήδη από το εξώφυλλο, αυτό όμως που δεν ξέρει είναι τι έκανε και πώς. Το κουβάρι ξετυλίγεται καθώς μαθαίνουμε για τη ζωή του και τους λόγους που τον οδήγησαν στην αποτρόπαια πράξη του».
Πώς ήρθατε σε επαφή με τη συγκεκριμένη ιστορία; Και τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με τη μυθιστορηματική της απόδοση;
«Το βιβλίο εκτυλίσσεται στα Κύθηρα, που τυγχάνει να είναι το αγαπημένο μου νησί. Σε μια επίσκεψη εκεί πριν δύο χρόνια, μου αφηγήθηκαν την ιστορία, η οποία με συντάραξε. Πέρα όμως από αυτό το όντως απίστευτο συμβάν με τις εξαιρετικές συμπτώσεις, γεννήθηκε μέσα μου η επιθυμία να μιλήσω για θέματα όπως η ηθική, η μοίρα και η συκοφαντία, κάτι που με οδήγησε στο να πλάσω και φανταστικούς χαρακτήρες ως όχημα για να μιλήσω για αυτά τα θέματα. Πρωταρχικός σκοπός μου δεν ήταν να γράψω ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά μια ψυχολογική ιστορία προδοσίας, μια ιστορία που ποτέ δεν έσβησε, γιατί απλούστατα ο κόσμος ποτέ δεν άλλαξε».
Κάτι που σας δυσκόλεψε στη μεταφορά του εγκλήματος στις σελίδες του βιβλίου;
«Δεδομένου ότι ήταν μια πραγματική ιστορία, έπρεπε να κάνω έρευνα για τα πραγματικά γεγονότα, εκτός από την έρευνα για την εποχή εν γένει, ήτοι για τα έθιμα, τις διατροφικές συνήθειες, την αρχιτεκτονική και τη γλώσσα. Και τα δύο ήταν μια μεγάλη, ευχάριστη πρόκληση για μένα, οπότε η δυσκολία εύρεσης πηγών απαλύνθηκε από την ικανοποίηση της ανακάλυψης».
Περιγράψτε μας τον ήρωα –τον Καστελάνη.
«Ο Καστελάνης, ένας νεαρός τσαγκάρης και λυράρης, οδηγείται σε μια ειδεχθή πράξη μετά από μια συνεχιζόμενη αδικία εναντίον του. Προσπαθεί να ανέλθει με την αξία του, βασιζόμενος στην αποδοχή του κόσμου, την οποία επιζητά γιατί χωρίς αυτή δεν μπορεί να νιώσει άξιος. Θέλει να μοιράζει απλόχερα τη χαρά στους ανθρώπους, όμως εκείνοι του το αρνούνται όταν τον κατηγορούν για κάτι που δεν διέπραξε. Προδομένος λοιπόν από σχεδόν όλους κι έχοντας χάσει ό,τι ήταν πολύτιμο στη ζωή του, παίρνει μια μοιραία απόφαση».
Τι συναντάμε στον πυρήνα της ιστορίας του;
«Στον πυρήνα της ιστορίας βρίσκεται η ανθρωποφαγική τάση των ανθρώπων να βρίσκουν εξιλαστήρια θύματα, η προσκόλλησή τους στην παγιωμένη ηθική, ο φθόνος και η συκοφαντία που τους οδηγούν στο να κρίνουν χωρίς να διασταυρώνουν. Μια ιστορία με bullying και fake news, 100 χρόνια πριν την ευρεία διάδοση αυτών των όρων».
«Δεκαεπτά Κλωστές» -δυο λόγια σας για την επιλογή του τίτλου;
«Μου ζητάτε να αποκαλύψω το μισό βιβλίο! Θα μιλήσω μόνο για τις κλωστές: ο Καστελάνης είναι τσαγκάρης που χρησιμοποιεί νήματα στην εργασία του, αλλά και λυράρης που με τις χορδές ξυπνάει τα αισθήματα στους ανθρώπους. Επίσης, οι κλωστές είναι τα νήματα της μοίρας, που τόσο προσπαθεί να αντιπαλέψει ο ήρωας του βιβλίου. Οι κλωστές και οι γέφυρες είναι δύο από τα μεγαλύτερα σύμβολα στο βιβλίο».
Θα επιλέξετε ένα απόσπασμα, μια – δυο προτάσεις,να μας πείτε;
«Επιλέγω έναν διάλογο μεταξύ δύο αδελφών για την ηθική και την αρετή, στην “προάσπιση” των οποίων έχουν καταστραφεί εκατομμύρια ζωές: “Αυτό είναι η αμαρτία για μένα, Ρόζα. Όταν αρνείσαι να σκεφτείς θετικά και όταν βλέπεις τον Θεό και τον κόσμο ως κριτή. Θέλεις να είσαι ενάρετη για να σου πουν οι άλλοι ότι είσαι ενάρετη. Για να δει μέσα από τα σύννεφα ο Θεός και να πει: “Τι καλή κοπέλα!” Χάνεις όμως την ουσία. Η αρετή δεν είναι το μέσο για να πετύχεις την ευτυχία και την καταξίωση. Η αρετή, η ίδια η αρετή, είναι ο στόχος. Αυτή είναι η ανταμοιβή σου. Δεν είσαι καλός άνθρωπος για να κερδίσεις κάτι. Είσαι καλός άνθρωπος για να είσαι καλός άνθρωπος”».
Μιλάτε οκτώ γλώσσες, έχετε εκδώσει δύο βιβλία γλωσσολογικού ενδιαφέροντος –ένα από αυτά είναι «Το Βερβενιώτικο Ιδίωμα» -μια προσπάθεια συγκέντρωσης, ετυμολογικής εξήγησης και κυρίως διάσωσης των λέξεων σε χρήση στα Βέρβενα Αρκαδίας, ένα χωριό που είναι κρυμμένο σε υψόμετρο 1160μ μέσα στον Πάρνωνα,ενώ έχετε κάνει και την επαναμετάφραση του έργου «Ο Καπετάν Μιχάλης» του Νίκου Καζαντζάκη. Μιλήστε μας για αυτή την έντονη επαφή, την έντονη σχέση σας με τις λέξεις.
«Οι λέξεις είναι για μένα παντοδύναμες. Είτε είναι πανάρχαιες είτε επινοήθηκαν πρόσφατα, οι λέξεις δίνουν φωνή στα πάντα, κάνοντας τις σκέψεις να στερεοποιούνται και από άυλες ιδέες να γίνονται εργαλεία και όπλα που αλλάζουν τον κόσμο. Η ετυμολογία, η γραμματική, το συντακτικό, η φωνητική, όλα αυτά είναι ένας μαγικός κόσμος που αποκαλύπτει πολλά για τον τρόπο σκέψης και τις πράξεις μας. Συνεπώς, είτε μεταφράζω λογοτεχνία είτε αναζητώ ξεχασμένες λέξεις, αυτό είναι ένα υπέροχο ταξίδι».
Γίνεται συχνά λόγος για τη σύγχρονη χρήση της ελληνικής γλώσσας –ιδιαίτερα από τους νέους, που μοιάζει να φτωχαίνει σε σχέση με το παρελθόν. Κάποιο σχόλιό σας;
«Συχνά λέω ότι η γλώσσα είναι ένα ποτάμι. Ένα ποτάμι που στο πέρασμά του ενώνεται με άλλους παραπόταμους κι εμπλουτίζεται γλωσσικά ενώ σε κάποιες περιπτώσεις διακλαδώνεται και μέρος των υδάτων του χάνεται μέσα στη γη ή λιμνάζει. Είναι αναπόφευκτο να πεθαίνουν οι λέξεις. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να ξεχνάμε τον γλωσσικό πλούτο μας. Αντί λοιπόν να οικτίρουμε την απώλεια της γλώσσας, πρέπει η πολιτεία να βρει τρόπους να κάνει τα παιδιά να αγαπήσουν τη γλώσσα τους και να αντιληφθούν το εύρος του μεγαλείου της».
Επόμενα συγγραφικά σας σχέδια;
«Αυτήν την εποχή γράφω το δεύτερο μυθιστόρημά μου, βασισμένο σε δική μου έμπνευση, που πραγματεύεται μια ιστορία σε μια κωμόπολη της Ελλάδας πριν αρκετά χρόνια και μιλάει για το μίσος, τη φιλαρχία και τη δημαγωγία. Νιώθω ότι τα βιβλία μου οφείλουν να έχουν πάντοτε κοινωνικό σχόλιο».
Ξένοι συγγραφείς που διαβάζετε –κάποιοι αγαπημένοι τίτλοι;
«Αγαπώ τον Στέφαν Τσβάιχ για τη διείσδυση που κάνει στην ανθρώπινη ψυχή, τον Ζοζέ Σαραμάγκου για τη βλάσφημη και πανέξυπνη ματιά του στα πράγματα και τον Σαίξπηρ, που τραγουδάει σαν χίλια αηδόνια μαζί τον άνθρωπο και όλες τις εκφάνσεις του».
Κάτι που σας φτιάχνει τη διάθεση;
«Μου φτιάχνει το κέφι η μουσική, η ευγένεια και οι ενδιαφέρουσες συζητήσεις».
Κάτι που τη χαλά;
«Η στενομυαλιά των ανθρώπων. Επίσης, η έλλειψη σεβασμού στα μνημεία μας, αρχαία ή νεότερα».
Η COVID-19 έχει εισβάλει στις ζωές μας. Να κλείσουμε με κάποιες σκέψεις σας για όσα ζήσαμε και ζούμε;
«Είναι πασίδηλο ότι ζούμε πρωτοφανείς στιγμές, που όμως έχουν ξαναέλθει στη ζωή των ανθρώπων σε παλιότερες εποχές. Τότε η επιστημονική γνώση δεν ήταν τόση και οι απώλειες ήταν μακράν μεγαλύτερες. Μοναδική μας ευθύνη λοιπόν είναι να λαμβάνουμε τα μέτρα προστασίας για μας τους ίδιους και τους συνανθρώπους μας και να εκμεταλλευτούμε τον χρόνο που είμαστε πιο περιορισμένοι, ώστε να γνωρίσουμε βαθύτερα τον εαυτό μας και τους άλλους. Το διάβασμα και η ενδοσκόπηση είναι εξαιρετικές ιδέες».