Μια νέα ενότητα έργων στο αγαπημένο του θέμα των καφενείων, παρουσιάζει ο Παύλος Σάμιος, έως τις 17 Οκτωβρίου, στην γκαλερί Σκουφά, με τίτλο «Καφέ Παράδεισος» [Σκουφά 4, Κολωνάκι].
Σε μια περίοδο κοινωνικής απόστασης, ο καταξιωμένος ζωγράφος επιστρέφει με νέο πνεύμα και ανανεωμένη διάθεση στο θέμα των καφενείων, που τον απασχόλησε για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’80 στο Παρίσι.
Σήμερα που η ανθρώπινη επαφή ακολουθεί κανόνες συμβίωσης και η ανάγκη συνύπαρξης γίνεται πιο έντονη, ο Παύλος Σάμιος, μας καλεί σ’ έναν χώρο συναναστροφής, ξεγνοιασιάς και οικειότητας. Εκεί που συναντώνται τα βλέμματα, γεννιέται η σπίθα του έρωτα, οι άνθρωποι γίνονται παρέα, ακόμα και όταν δεν κάθονται στο ίδιο τραπέζι και μια άλλη πολύχρωμη κοινωνία γεννιέται. Εκεί που οι κουβέντες συζήτησης εναλλάσσονται σε ανύποπτο χρόνο, η πολιτική και το γήπεδο γίνονται ένα, τα λόγια μπερδεύονται με τον ήχο από τα ζάρια, για να δώσουν ανάσα στην καθημερινότητα και ελπίδα στο όνειρο.
Είναι ο χώρος του παραδοσιακού καφενείου, που έχει ιαματική επίδραση στους θαμώνες του, ένας «ναός», αλλά και «καταφύγιο» ή «καθαρτήριο» παράλληλα, ένας χαμένος «παράδεισος», που πλέον ανήκει στη μνήμη και που ο Παύλος Σάμιος ήθελε να του προσδώσει ένα άλλο μέλλον μέσω της τέχνης και της ζωγραφικής του.
Η έκθεση περιλαμβάνει δύο ενότητες έργων με παριζιάνικα και αθηναϊκά καφενεία, μέσα από το βλέμμα του ζωγράφου που έχει γνωρίσει και τα δύο. Για να δημιουργήσει τα νέα έργα του ο Παύλος Σάμιος άντλησε έμπνευση από το «καφέ ο Παράδεισος», που ως πριν από μια δεκαετία περίπου λειτουργούσε κοντά στο ατελιέ του στην πλατεία Αττικής: «Ήταν το στέκι μιας γειτονιάς όπου μαζεύονταν οι πάντες, μεροκαματιάρηδες, γεροντάκια, νταβατζήδες. Ένας κόσμος που έξω μπορεί να μην είχε κοινά, αλλά εκεί ερχόμασταν όλοι σε “κοινωνία”. Ο γέρος που το κρατούσε πέθανε και στη θέση του σήμερα βρίσκεται ένα φαρμακείο», λέει ο δημιουργός και συνεχίζει:
«Το ελληνικό καφέ “ο Παράδεισος” έκλεινε όλη την ομορφιά της μετανεοκλασικής παράδοσης, τη χαρά και την κακομοιριά μαζί όλης της Ελλάδας. Στιγμές ερωτισμού, χαράς, ένα φως που έβγαινε από τα πρόσωπα των ίδιων των ανθρώπων∙ και το απόγευμα με τα γερόντια που πίνανε καφέ χωρίς να λένε τίποτα, ένα πέρασμα. Έχω πάρει πολλά από τα καφενεία και ήθελα να τους εξασφαλίσω την αιωνιότητα» εξομολογείται ο Σάμιος, που αν και δηλώνει ότι δεν είναι «καφενόβιος», ανήκει σε μια γενιά που γαλουχήθηκε μέσα στις «παρέες» των καφέ. Κορυφαίοι καλλιτέχνες, αλλά και δάσκαλοί του, ήταν θαμώνες στα παριζιάνικα καφενεία το ’80 και αργότερα στα αθηναϊκά.
«Όταν πρωτοπήγα στο Παρίσι (1978) και γνώρισα τα καφέ, επηρεάστηκα τόσο που ζωγράφισα μία μεγάλη σειρά». «Τα Γαλλικά Καφενεία» παρουσιάστηκαν στην γκαλερί Samy Kinge το 1982, αλλά όλη αυτή η δουλειά κάηκε μετά από μια καταστροφική πυρκαγιά στο εργαστήριο (1985). Τώρα, ξαναγυρνώ στις πρώτες μου αγάπες με όλη την αίσθηση του καφέ», σημειώνει ο ίδιος.
«Ο Σάμιος φέρνει έναν κατεξοχήν ανατολικό τρόπο σ’ ένα κατεξοχήν δυτικό θέμα», γράφει ο Θανάσης Μουτσόπουλος για τα καφενεία του ζωγράφου.
«Και οι δύο ενότητες παρέχουν τη δυνατότητα στον ζωγράφο να αλλάζει ατμόσφαιρα, ενίοτε και την ένταση στο χρώμα, χωρίς όμως ποτέ να βγαίνει από το θέμα», σημειώνει ο ιστορικός τέχνης Γιώργος Μυλωνάς και συνεχίζει: «Στα “γαλλικά” καφενεία κυκλοφορούνε οι γόβες και η τσάντα – σήμα κατατεθέν και ζωγραφικό “φετίχ” του Σάμιου -, ο οποίος χωρίς να ενδιαφέρεται για το φυσικό τους μέγεθος, τα μεγεθύνει δίπλα στις καρέκλες. Εκεί και οι βαλίτσες, ενώ τα νυχτερινά φώτα υποβάλλουν τον θεατή σε μια κατάσταση που παραπέμπει στους Αμερικανούς δημιουργούς που θήτευσαν στο Παρίσι».
Στα ελληνικά καφενεία αντιθέτως υπάρχει συνήθως ένα ανοικτό παράθυρο σ’ ένα κομμάτι θάλασσας. Ο Σάμιος εντάσσεται στη χορεία των ζωγράφων που αποτύπωσαν τη μαγεία των καφενείων (Σ. Βασιλείου, Γ. Μόραλης, Μ. Μανουσάκης), εισάγοντας το υδάτινο στοιχείο. Δεν είναι ότι ζωγραφίζει τη θάλασσα, αλλά ότι δεν μπορεί να μην την ζωγραφίζει δίνοντας της χώρο στην έμπνευσή του. Το θαλασσινό στοιχείο, περασμένο στο βλέμμα του, λειτουργεί ως η απαραίτητη ανάσα στο κύριο θέμα της δουλειάς του.