Το βιβλίο του Θανάση Χουλιαρά με τίτλο «Τα μάτια της πόλης. Μια συνολική θεώρηση της street art. Η περίπτωση της Αθήνας» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εντύποις. Η έκδοση διανύει μια μεγάλη διαδρομή, εκκινώντας από το θεωρητικό κομμάτι και την ιστορική αναδρομή της street art κι αναδεικνύοντας τις αισθητικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές πλευρές της.
Ο Θανάσης Χουλιαράς, υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, μας μίλησε για πόνημά του.
«Από τους τοίχους της πόλης, με πρωτοείδαν αυτοί της περιοχής του Βύρωνα. Σε μια πιο ανέμελη εποχή που συμβάδιζε με την ανέμελη ηλικία μου, με είδαν να τριγυρνάω πιτσιρικάς με παρέες στους δρόμους, τα στενά, τα πάρκα και τις πλατείες μιας περιοχής που ακόμα διατηρούσε τον προσφυγικό της αρχιτεκτονικό χαρακτήρα. Στην συνέχεια αυτός, εν πολλοίς, θα χανόταν μένοντας ως προσωπική οπτική ανάμνηση πάνω στις κάθετες επιφάνειες των τοίχων των νεόδμητων πολυκατοικιών που, τελικά, κυριάρχησαν στον χώρο.
Η ανάμνηση όμως παραμένει και μου δημιουργεί μια αίσθηση ηρεμίας και ασφάλειας, κάθε φορά που φαντασιακά ανατρέχω στις εικόνες της. Οι τοίχοι, από τότε βαμμένοι και γραμμένοι με πολιτικά και οπαδικά συνθήματα και ψευδώνυμα. Λίγο μετά, και ζωγραφισμένοι με πρωτόλεια graffiti που μόλις είχαν καταφτάσει ως προϊόν πολιτισμικής εισαγωγής. Έτσι, ο γραμμένος τοίχος κατέστη αυτονόητος στην σύλληψή μου για την έννοια και την εικόνα του αστικού. Στην συνέχεια θα καταλάβαινα πως αυτό δεν ήταν παρά μια μεσογειακού χαρακτήρα εκδοχή του.
Οι τοίχοι του κέντρου της πόλης με είδαν, επίσης, από μικρή ηλικία. Πότε με τον πατέρα και πότε με την μητέρα μου, στην περιοχή γύρω από την οδό Αθηνάς για να προμηθευτούμε εμπορεύματα για την μικρή οικογενειακή επιχείρηση που έχουμε (ακόμα αντέχει!) στο Παγκράτι. Στους γύρω δρόμους αποτυπωνόταν ανάγλυφα η επιτομή της αστικής αισθητικής των καταστημάτων “νεωτερισμών” της τότε εποχής. Με το πέρας της, τα καταστήματα αυτά της χονδρικής προοπτικά άρχισαν να δίνουν τη θέση τους σε café, bar και club που όριζαν το νέο τοπίο των διασκεδαστουπόλεων του κέντρου.
Θυμάμαι έντονα να παρατηρώ αυτήν την αλλαγή να συντελείται στην περιοχή του Ψυρρή, μέρα με τη μέρα, μέχρι που οδήγησε σε μια περιοχή με ολότελα αλλαγμένη ταυτότητα. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο άρχισα να νιώθω αυτήν την αίσθηση μεγάλης οικειότητας που νιώθω όταν βρίσκομαι στο κέντρο της πόλης. Το ξέρω και με ξέρει καλά.
Στην συνέχεια, οι τοίχοι με είδαν να ανεβοκατεβαίνω την Στουρνάρη και τα εμβληματικά μαγαζιά της με τους home υπολογιστές και την πρώιμη κουλτούρα του gaming. H εμπροσθοφυλακή των υπολογιστών με είχε συναρπάσει. Δίπλα, το ιστορικό κτήριο του Μετσόβιου Πολυτεχνείου ακόμα πιο βαμμένο και γεμάτο συνθήματα και αφορισμούς που προκαλούσαν τη σκέψη.
Λίγο αργότερα θα το έπιανα κι εγώ το σπρέι, ιδίως στα φοιτητικά χρόνια που θα ακολουθούσαν. Τοίχοι ωδείων, Πανεπιστημίων και συναυλιακών χώρων, πάνω και κάτω απ’ τη σκηνή, “κατέγραψαν” την παρουσία μου για χρόνια. Μετά, ανάμεσα σε άλλα, ξανά Πανεπιστήμιο και έδρα πλέον στην εξίσου φιλόξενη περιοχή του Μετς. Κοινός τόπος πάντα οι τοίχοι που, αν και πιο ήσυχοι εδώ, κοιτούν και καταγράφουν.
Η πόλη καθρεφτίζεται στους τοίχους της.
Κοιτάζοντάς τους, κοιτάμε τους εαυτούς μας.
Οι τοίχοι γίνονται τα μάτια της πόλης.
Μάτια που με κοιτούσαν να μεγαλώνω, να αλλάζω και να διαμορφώνομαι όπως και η ίδια η πόλη. Κάποια στιγμή λοιπόν αποφάσισα να τους κοιτάξω κι εγώ με μεγαλύτερη προσοχή. Το αποτέλεσμα είναι αυτό το βιβλίο».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]