Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Η καταιγιστική παράσταση «Lemon» που αποθεώνεται από θεατές και κριτικούς όπου κι αν παρουσιάζεται, επιστρέφει στην Αθήνα για ένα μόνο ανέβασμα, στο Cine Άνεσις – Θερινός, τη Δευτέρα 31 Αυγούστου, στις 9 το βράδυ [λεωφ. Κηφισίας 14, Αθήνα].
Ο ηθοποιός και μουσικός Μελαχρινός Βελέντζας πρωταγωνιστεί. Μίλησε μαζί μας.
Θα θέλατε, καταρχάς, να μας μιλήσετε γιατους Experimento, τη θεατρική ομάδα που ανεβάζει την παράσταση;
«Oι Experimento (μτφ. Πείραμα) είναι ένα δίκτυο ανεξάρτητης καλλιτεχνικής έρευνας και παραγωγής, το οποίο ίδρυσα το 2018. Το “Lemon” είναι η πρώτη μου παραγωγή, που ήδη μετρά περισσότερες από 100 παραστάσεις σε θεατρικές σκηνές και μη αμιγώς θεατρικούς χώρους (π.χ. το Μπάγκειον στην Αθήνα, εν πλω και σε αγκυροβολημένα καράβια, σε καρνάγιο). Προσφάτως, ξεκινήσαμε τις παραστάσεις μας σε χωριά αναβιώνοντας το παλιό μπουλούκι με σύγχρονους όρους. Moto αυτού του δικτύου είναι το “Θέατρο υπάρχει όπου υπάρχουν θεατές”, το οποίο αποτυπώνει την επιθυμία για πολιτιστική αποκέντρωση και δημιουργία ενός εναλλακτικού δρόμου όσον αφορά την εν γένει καλλιτεχνική παραγωγή. Αντιλαμβάνομαι τη θεατρική παράσταση ως μία συνολική πολιτιστική πρόταση που αποτελεί μία εμπειρία για το θεατή. Στα πλαίσια αυτά, έχουμε εγκαινιάσει τη δράση #theatroxwriskinito, όπου οι θεατές μπορούν να αφήσουν με ασφάλεια το κινητό τους τηλέφωνο εκτός της θεατρικής αίθουσας».
Ποια είναι η υπόθεση του έργου;
«Πρόκειται για την απίστευτη ιστορία του θρυλικού πιανίστα 1900, που γεννήθηκε πάνω σ’ ένα καράβι και δεν κατέβηκε ποτέ από αυτό. Βρισκόμαστε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα πάνω στο ατμόπλοιο Βιρτζίνιαν, το οποίο πραγματοποιεί το υπερατλαντικό ταξίδι από την Ευρώπη στην Αμερική. Ένα νεογέννητο μωρό εγκαταλείπεται από τους μετανάστες γονείς του μέσα σε μια κούτα από λεμόνια πάνω στο πιάνο με την ουρά, στην αίθουσα χορού της πρώτης θέσης. Ο ναύτης που τον βρίσκει του δίνει το δικό του όνομα: Ντάννυ Μπούντμαν και μαζί το παρατσούκλι Τι Ντι Λέμον από την κούτα των λεμονιών. Και 1900 από τη χρονιά που τον βρήκε. Ντάννυ Μπούντμαν Τι Ντι Λέμον 1900. Ο ναύτης που τον βρήκε πεθαίνει και ο 1900 μένει ορφανός για δεύτερη φορά. Πάνω στο πλοίο, ο ενήλικας πια ήρωας της ιστορίας μας γνωρίζει τον έναν και μοναδικό του φίλο, τον τρομπετίστα Τιμ Τούνυ. Ο τελευταίος τον παροτρύνει διαρκώς να κατέβει στη στεριά, προκειμένου να εξαργυρώσει το ταλέντο του και να ζήσει μία “κανονική” ζωή. Στο τέλος της ιστορίας, ο 1900 ανατινάζεται μαζί με το Βιρτζίνιαν, μένοντας για πάντα στην αγκαλιά της μαμάς-θάλασσας».
Κάποια κεντρικά θέματα που συναντάμε στον πυρήνα του;
«Το “Lemon” είναι διασκευή –της Γεωργίας Τσαγκαράκη- του “Novecento” του Alessandro Baricco –σε μετάφραση Σταύρου Παπασταύρου. Έτσι, ο αρχικός θεατρικός ποιητικός μονόλογος του Alessandro Baricco, όπου ο Τιμ Τούνυ μιλά για τον 1900, έχει μετατραπεί σε διαλογικό κείμενο, όπου οι δύο φίλοι αφηγούνται όλα όσα πέρασαν μαζί πάνω στο Βιρτζίνιαν. Μέσα από το πρίσμα της φιλίας, αναδύεται και το υπαρξιακό ερώτημα: “Πού νιώθουμε ευτυχισμένοι και πού θέλουμε να πάμε;” Και μήπως τελικά “φοβόμαστε να κατέβουμε από το καράβι στο οποίο γεννηθήκαμε;” Η ιστορία του 1900 συναντά την προσωπική ιστορία του καθένα από εμάς σ’ ένα ταξίδι κάπου ανάμεσα στη στεριά και τη θάλασσα. Η ρευστότητα της ανθρώπινης ύπαρξης αντανακλάται εύγλωττα στη φράση του Ιταλού συγγραφέα τη στιγμή που ο 1900 αποφασίζει, προς στιγμήν, να κατέβει από το Βιρτζίνιαν: “Μετά από 32 ολόκληρα χρόνια στη θάλασσα θα κατέβαινα στη στεριά. Για να δω τη θάλασσα”».
Τι σας οδήγησε στην επιλογή του συγκεκριμένου ανεβάσματος;
«Τόσο ως ηθοποιός όσο και ως παραγωγός, λειτουργώ με το ένστικτο, το οποίο και εμπιστεύομαι χωρίς να αυτολογοκρίνομαι. “Κανείς δεν είναι ξεγραμμένος άμα έχει έτοιμη μια καλή ιστορία και κάποιον για να του διηγηθεί” μας λέει ο 1900, στην αρχή της ιστορίας. Ανακάλυψα αυτό το έργο με τυχαίο τρόπο και διαβάζοντάς το είδα τη μεγαλύτερη εικόνα: ένα έργο που θα μιλούσε με απλό τρόπο για κάτι βαθιά ανθρώπινο και υπαρξιακό και αφετέρου θα είχε τη δυνατότητα να ταξιδέψει σε θεατρικούς και κυρίως μη θεατρικούς τόπους. Θέατρο για εμένα σημαίνει πρώτα και κύρια έρευνα: ένας δημιουργικός τρόπος να ανακαλύπτω τον εαυτό μου, τους γύρω μου και τις μεταξύ μας σχέσεις μέσα από έργα που πραγματικά μας αφορούν. Έτσι, η υποκριτική δεν είναι σκοπός, αλλά μέσο για να φτάσω εκεί που θέλω να πάω, ενώ αλληλεπιδρά και με άλλες μου πλευρές -όπως η μουσική και οι ακαδημαϊκές μου σπουδές στον τομέα της πολιτιστικής διαχείρισης και της επικοινωνίας. Ήθελα, λοιπόν, ένα έργο όπου πρωταγωνιστής θα ήταν η ιστορία κι ένα διαφορετικό καλλιτεχνικό πρόταγμα. Για την ουσία του πράγματος κι όχι το εφέ».
Μιλήστε μας για τον 1900, τον ήρωα που ερμηνεύετε.
«Είναι ένα ποιητικό πλάσμα που ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία μέσα από τη μουσική του. Έχει την ικανότητα να γίνεται απεριόριστος μέσα στον περιορισμένο χώρο στον οποίο ζει από μικρό παιδί. Είναι το παράδειγμα ενός ανθρώπου που μετατρέπει την έλλειψη σε δημιουργία. Αυτό φαντάζει ιδιαίτερο και πρωτότυπο στους άλλους. Για εκείνον είναι απλώς η πραγματικότητά του. Δε νιώθει σπουδαίος. Είναι σπουδαίος για τους άλλους. Αυτή η απλότητα -η μη προσποιητή πραγματικότητά του- είναι που μας μετακινεί σε σχέση με τη δική μας πραγματικότητα».
Και μια περιγραφή σας για την παρέα του 1900, τον Τιμ Τούνυ;
«Ο Τιμ Τούνυ είναι ο μοναδικός άνθρωπος στον οποίο ο 1900 ακουμπά την ιστορία του. Πάνω του καθρεφτίζεται η ιδιαιτερότητα του θρυλικού πιανίστα. Πρόκειται για έναν άνθρωπο της πιάτσας, πολύ άμεσο και με ανάγκη να καταλάβει τον φίλο του. Αν ένας άνθρωπος, τελικά, μετακινείται σε αυτή την ιστορία, αυτός είναι ο Τιμ Τούνυ που ανεβαίνει εκ νέου στο Βιρτζίνιαν για να βρει ξανά τον αγαπημένο του φίλο. Λίγο πριν ή λίγο μετά την έκρηξη».
Λίγα λόγια σας για το πιάνο και την παρουσία του στην παράσταση αλλά και στη δική σας, πραγματική ζωή;
«Το πιάνο του “Lemon” σχεδιάστηκε με βάση τις ανάγκες κάθε σκηνής και έγινε σύμβολο: ο ζωτικός χώρος όπου γεννιέται, ζει και στον οποίο επιστρέφει για να πεθάνει ο 1900. Ο σχεδιασμός από την αρχιτέκτονα και σκηνογράφο Νατάσσα Τσιντικίδη και η κατασκευή του από τον Θωμά Μαριά εξυπηρέτησε και τη δυνατότητα ενός εύκολα μεταφερόμενου σκηνικού που έρχεται σε διάλογο με τον εκάστοτε σκηνικό χώρο. Επί της ουσίας, το πιάνο αυτό λειτουργεί ως τρίτος ηθοποιός στην παράστασή μας. Με το πιάνο η σχέση μου ξεκίνησε όταν ήμουν έξι ετών όταν και ξεκίνησα να σπουδάζω κλασσική μουσική. Μετά, ήρθε ο jazz αυτοσχεδιασμός παράλληλα με τη διδασκαλία και τα lives. Η μουσική επηρεάζει τον τρόπο που λειτουργώ τόσο εντός όσο κι εκτός σκηνής και γι’ αυτό οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον πατέρα μου, ο οποίος μην έχοντας άλλη σχέση με τη μουσική, πέραν αυτής του ακροατή, με ώθησε στον κόσμο της».
Τι σηματοδοτεί η άρνηση του ήρωα να εγκαταλείψει τη ζωή του στο καράβι;
«Η απάντηση εναπόκειται στην προσωπική ερμηνεία του κάθε θεατή. Έχει ενδιαφέρον που το ερώτημα, μετά το μονόλογο του ήρωα στο τέλος του έργου, παραμένει ανοικτό. Προσωπικά, θεωρώ πως είναι μία συνειδητή επιλογή η άρνηση του ήρωα να κατέβει από το καράβι στο οποίο γεννήθηκε. Εκτιμά αυτό που του δόθηκε, απορώντας με βαθύτατη ειλικρίνεια και χωρίς να είναι επικριτικός για όλα εκείνα που συμβαίνουν στη στεριά: “Αλήθεια, πώς τα καταφέρνετε εσείς εκεί πέρα να διαλέξετε; Μια γυναίκα. Ένα σπίτι. Ένα οικόπεδο δικό σας. Ένα τοπίο για να κοιτάζετε. Έναν τρόπο για να πεθαίνετε”. Ο 1900 ζει μία αφαιρετική ζωή εστιάζοντας σε αυτό που για εκείνον έχει σημασία: το δικό του καράβι. Σίγουρα φοβήθηκε να δοκιμάσει μία άλλη ζωή. Όμως, δε νομίζω πως θα μπορούσε να υποστηρίξει αυτή την άλλη ζωή. Γιατί δε θα είχε τη δυνατότητα να την ελέγξει, όπως έκανε με τα πλήκτρα του πιάνου που “ξεκινούν κάπου και τελειώνουν κάπου”, που “ξέρεις ότι είναι 88”».
Κάποιο σχόλιό σας για τη σκηνοθεσία της Γεωργίας Τσαγκαράκη;
«Στο επίκεντρο της προσέγγισής της βρίσκεται το σώμα και η ενεργοποίηση των δυνατοτήτων του, όχι όμως με αφετηρία την τεχνική -αυτή χρησιμοποιείται ως μέσο για την επίτευξη του σκοπού, αλλά την ενεργειακή αυτοδιάθεση των ηθοποιών και τη μεταξύ τους σύνδεση. Έτσι, στην παράσταση λειτουργούμε με τον Γιώργο Δρίβα (Τιμ Τούνυ) ως ένα σώμα. Επίσης, το έργο έχει σκηνοθετηθεί με τρόπο όπου το κωμικό διαδέχεται διαρκώς το δραματικό και αντιστρόφως, μ’ έναν διαρκή ρυθμό που ανακόπτεται από παύσεις που λειτουργούν ως απόηχοι που μας οδηγούν πάντα στην επόμενη στιγμή της παράστασης».
Πείτε μας κάποια λόγια από το έργο ή περιγράψτε μας μια σκηνή –ό,τι σας έρθει πρώτο στον νου.
«Η σκηνή όπου οι δύο φίλοι παίζουν για τελευταία φορά πάνω στο πλοίο -“η σκηνή με το κλάμα της τρομπέτας”- νομίζω ότι είναι από τις πιο χαρακτηριστικές του έργου. Πρόκειται για μια στιγμή όπου συνυπάρχουν το γέλιο με το δάκρυ, τόσο εντός σκηνής (ηθοποιοί) όσο και εκτός (θεατές). Η ζωή είναι αυτή η διαρκής μετάβαση ανάμεσα σε αντιθετικά συναισθήματα και καταστάσεις. Που πολλές φορές μπορεί να συμβαίνουν ακριβώς την ίδια στιγμή. Κι έτσι καταλήγουν να μην έχουν όνομα ή τίτλο πέρα από εκείνον τον τίτλο που τους αποδίδει αυτός που τα παρακολουθεί. Σε αυτή τη σκηνή κοιτώ τους θεατές, οπότε αυτό που παρατηρώ συνήθως είναι έναν θεατή να γελά και τον ακριβώς διπλανό του να είναι συγκινημένος ή να κλαίει. Τhat’s life!».
Μια αγαπημένη σας συνήθεια;
«Μου αρέσει πολύ ο αθλητισμός και στο πέρασμα των χρόνων να ανακαλύπτω έναν νέο τρόπο άθλησης και τη φιλοσοφία πίσω από αυτόν. Με βοηθά, επίσης, πάρα πολύ σε αυτό που κάνω ως performer».
Κάτι που σας φτιάχνει τη διάθεση;
«Η αφήγηση ενός ηλικιωμένου ανθρώπου, που με αμεσότητα με μεταφέρει σε μία εποχή που τη ζω μέσα από τα μάτια του. Έχουν κάτι οι αφηγήσεις αυτών των ανθρώπων που είναι πέρα από το ρομαντισμό. Κάτι μπεκετικό: λίγο πριν το τέλος τους μάς υπενθυμίζουν την απλότητα της ύπαρξής μας».
Κάτι που τη χαλά;
«Η απάθεια των ανθρώπων απέναντι στα πράγματα και η πεποίθησή τους ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα γι’ αυτά. Οι άνθρωποι είμαστε φτιαγμένοι για τα δύσκολα».
Κάποια μελλοντικά σας καλλιτεχνικά σχέδια;
«Το “Lemon” συνεχίζει το ταξίδι του, ενώ στόχευσή μου είναι οι παραστάσεις σε απομακρυσμένα χωριά. Για το σκοπό αυτό θ’ αποκτηθεί ένα βαν μέσω crowdfunding -έχω ήδη αγοράσει φωτιστικό και ηχητικό εξοπλισμό-, προκειμένου να στήνουμε με τελείως πια ανεξάρτητο τρόπο την παράσταση αυτή και τα επόμενα έργα “όπου υπάρχουν θεατές”. Από τον Οκτώβριο, θα συμμετάσχω ως πιανίστας στη συμπαραγωγή της ΕΛΣ με οκτώ ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. στο έργο “Τα γεγονότα” του Ντέιβιντ Γκρέιγκ. Μια ιστορία εμπνευσμένη από τη μαζική σφαγή 69 ατόμων από τον Άντερς Μπρέιβικ το 2011 στη Νορβηγία. Επίσης από τον Οκτώβριο, ξεκινάμε πρόβες στο θέατρο Πόρτα για το νέο έργο που θα σκηνοθετήσει ο Θωμάς Μοσχόπουλος. Ένας σκηνοθέτης που έχω σε μεγάλη εκτίμηση λόγω της ερευνητικής του προσέγγισης στα έργα τα οποία ανεβάζει».
Μια σκέψη σας για την εισβολή του νέου κορωνοϊού στις ζωές μας;
«Αλλάζει η πραγματικότητά μας και νομίζω πως ο ιός αυτός γίνεται σιγά-σιγά αφορμή για όλες αυτές τις αλλαγές. Η αιτία των αλλαγών έχει πολιτική σχεδίαση και είναι προφανές πως ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας απουσιάζει. Είναι το λιγότερο αστείος ο τρόπος που η κυβέρνηση διαχειρίζεται την κατάσταση. Το να πάρεις την απόφαση και να μαντρώσεις τον κόσμο στα σπίτια του δεν έχει κάποια δυσκολία καθώς είναι ένα ολοκληρωτικό μέτρο, που κρίθηκε απαραίτητο λόγω της ιστορικής αυτής συγκυρίας. Το να προσαρμοστείς όμως στη νέα κατάσταση, αυτό απαιτεί σχέδιο και σίγουρα όχι την ικανοποίηση προσωπικών συμφερόντων. Η ατομική ευθύνη είναι μία καραμέλα που έχει πλέον λιώσει στο στόμα αυτών που την επικαλούνται. Στον τομέα του πολιτισμού, ο ιός πέραν όλων των αρνητικών επιπτώσεων έφερε και κάτι θετικό: έφερε στην επιφάνεια με τρόπο εμφατικό την απαξίωση των καλλιτεχνών. Έχει έρθει λοιπόν η ώρα ουσιαστικών διεκδικήσεων».
Το πλήρωμα του Lemon
Διασκευή | Σκηνοθεσία | Κίνηση: Γεωργία Τσαγκαράκη
Μετάφραση: Σταύρος Παπασταύρου
Σκηνογραφία: Νατάσα Τσιντικίδη
Κατασκευή πιάνου: Θωμάς Μαριάς
Κοστούμια: Κέλλυ Σταματοπούλου
Technical manager: Λευτέρης Δούρος
Γραφιστικός σχεδιασμός | Βοηθός Παραγωγής: Ανδρονίκη Τσαγκαράκου
Φωτογραφίες: Γιώργος Καπλανίδης & Δημήτρης Μανής
Ερμηνεύουν: Μελαχρινός Βελέντζας | 1900, Γιώργος Δρίβας |Τιμ Τούνυ
Καλλιτεχνική Διεύθυνση | Παραγωγή: Μελαχρινός Βελέντζας